Μέσα στον ψηφιακά καθοδηγούμενο κόσμο μας, η ανάγνωση ενός βιβλίου μοιάζει πλέον και ειδικά για τις νέες γενιές, σχεδόν γραφική.
Την πανταχού παρούσα γοητεία των smartphones, των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και του ατελείωτου διαδικτυακού περιεχομένου, στα οποία η πρόσβασή μας εξαρτάται απλά από το πάτημα ενός κουμπιού, πολλοί από εμάς δυσκολευόμαστε όλο και περισσότερο να καθίσουμε και να διαβάσουμε για μεγάλα χρονικά διαστήματα.
Κάποτε πολλοί από εμάς διάβαζαν πολλά βιβλία μέσα στον χρόνο, πλέον ένα με δύο είναι ο κανόνας. Το φαινόμενο αυτό λοιπόν εγείρει δύο κρίσιμα ερωτήματα: Γιατί δεν μπορούμε πλέον να διαβάσουμε και μπορούν τα βιβλία να μας σώσουν από τις γνωστικές επιπτώσεις των ψηφιακών μέσων;
Η νευροεπιστήμη της ανάγνωσης
Αν για λίγο εστιάσουμε στο τι μας προσφέρει η ανάγνωση θα δούμε ότι αποτελεί μια μοναδική γνωστική δραστηριότητα που εμπλέκει πολλαπλές περιοχές του εγκεφάλου μας. Απαιτεί συνεχή προσοχή, βαθιά κατανόηση και την ικανότητα οπτικοποίησης και φαντασίας.
Οι νευροεπιστήμονες μάλιστα, έχουν εντοπίσει διάφορα οφέλη της παραδοσιακής ανάγνωσης, ξεκινώντας με την ενισχυμένη συγκέντρωση. Η τακτική ανάγνωση πιο συγκεκριμένα εκπαιδεύει τον εγκέφαλο να συγκεντρώνεται για μεγάλα χρονικά διαστήματα, αντισταθμίζοντας την αποσπασματική προσοχή που προάγουν τα ψηφιακά μέσα.
Επιπλέον, η ενασχόληση με ένα βιβλίο βοηθά στη βελτίωση της μνήμης εργασίας και της μακροπρόθεσμης διατήρησης. Η πράξη της παρακολούθησης μιας αφήγησης ή ενός επιχειρήματος ενισχύει την ικανότητά μας να θυμόμαστε και να ανακαλούμε πληροφορίες. Ενώ, η ανάγνωση μυθοπλασίας, ειδικότερα, βοηθά στην ανάπτυξη της ενσυναίσθησης, επιτρέποντας στους αναγνώστες να βιώσουν διαφορετικές προοπτικές και συναισθήματα. Αυτή η συναισθηματική εμπλοκή είναι συχνά λιγότερο έντονη στις ψηφιακές αλληλεπιδράσεις.
Το δίλημμα της ψηφιακής απόσπασης της προσοχής
Όλα τα παραπάνω φαίνεται να υποβαθμίζονται ωστόσο, όσο απομακρυνόμαστε από την παραδοσιακή πρακτική της ανάγνωσης, με μεγαλύτερο πλήγμα την μειωμένη μας εστίαση. Ο αγώνας να συγκεντρωθούμε στο διάβασμα δεν είναι όμως μόνο θέμα της μειωμένης προσοχής, αλλά είναι μια βαθιά αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο ο εγκέφαλός μας επεξεργάζεται τις πληροφορίες.
Αυτός λοιπόν είναι και ο βασικός παράγοντας που επηρεάζει την ικανότητά μας να διαβάζουμε. Ο λόγος έγκειται στο γεγονός ότι τα ψηφιακά μέσα έχουν μεταμορφώσει το γνωστικό μας τοπίο με διάφορους βασικούς τρόπους:
• Η υπερσυνδεδεμένη σκέψη: Το διαδικτυακό περιεχόμενο περιλαμβάνει συχνά υπερσυνδέσμους, βίντεο και άλλα στοιχεία πολυμέσων που μας ενθαρρύνουν να περιηγηθούμε και να μεταπηδήσουμε από τη μια πληροφορία στην άλλη. Αυτός ο μη γραμμικός τρόπος επεξεργασίας πληροφοριών έρχεται σε έντονη αντίθεση με τη βαθιά, εστιασμένη ανάγνωση που απαιτούν τα παραδοσιακά βιβλία.
• Άμεση ικανοποίηση: Το διαδίκτυο ευδοκιμεί στην παροχή γρήγορων πληροφοριών, ψυχαγωγίας και κοινωνικής αλληλεπίδρασης. Αυτή η στιγμιαία ικανοποίηση μπορεί να προετοιμάσει τον εγκέφαλό μας να περιμένει άμεσες ανταμοιβές, κάνοντας την αργή, καθηλωτική εμπειρία της ανάγνωσης ενός βιβλίου να φαίνεται λιγότερο ελκυστική.
• Μύθος του multitasking: Πολλοί πιστεύουν ότι μπορούν να κάνουν αποτελεσματικά multitasking, εναλλάσσοντας την ανάγνωση με τον έλεγχο των ειδοποιήσεων. Ωστόσο, οι έρευνες δείχνουν σταθερά ότι η πολυπραγμοσύνη μειώνει την κατανόηση και τη συγκράτηση, καθιστώντας δυσκολότερη την απορρόφηση πολύπλοκων αφηγήσεων ή επιχειρημάτων που βρίσκονται στα βιβλία.
Μπορούν τα βιβλία να μας σώσουν;
Δεδομένων των γνωστικών οφελών της παραδοσιακής ανάγνωσης και των επιπτώσεων της digital εποχής, το επόμενο ερώτημα είναι αν τα βιβλία μπορούν να εξουδετερώσουν τις αρνητικές επιπτώσεις των ψηφιακών μέσων. Η απάντηση είναι ένα ηχηρό ναι.
Ωστόσο, δεν αρκεί απλά να διαβάσουμε ένα βιβλίο για να «επαναφέρουμε» τον εγκέφαλό μας στην πρότερή του κατάσταση, αλλά να δημιουργήσουμε ένα περιβάλλον μου θα ευνοεί αυτή την ενασχόληση, ξεκινώντας από την ψηφιακή αποτοξίνωση και φτάνοντας ως την καλλιέργεια της υπομονής μας. Για να αποκομίσετε λοιπόν όλα τα οφέλη της ανάγνωσης, είναι ζωτικής σημασίας να δημιουργήσετε περιβάλλοντα που ελαχιστοποιούν τους ψηφιακούς περισπασμούς.
Αυτό μπορεί να σημαίνει να ορίσετε συγκεκριμένες ώρες για ανάγνωση, να απενεργοποιήσετε τις ειδοποιήσεις ή ακόμη και να χρησιμοποιείτε συσκευές που προορίζονται αποκλειστικά για ανάγνωση, όπως ηλεκτρονικούς αναγνώστες χωρίς πρόσβαση στο διαδίκτυο.
Επίσης μπορείτε να ακολουθήστε πρακτικές προσεκτικής ανάγνωσης, βυθίζοντας τον εαυτό σας πλήρως στο κείμενο. Για παράδειγμα, αποφύγετε το ξεφύλλισμα και αφιερώστε χρόνο για να σκεφτείτε αυτά που διαβάσατε. Σχολιάστε και συζητήστε τα βιβλία με άλλους για να εμβαθύνετε την κατανόηση και τη διατήρησή τους. Είναι σημαντικό να προσπαθήσετε για μια ισορροπία μεταξύ ψηφιακών και έντυπων μέσων.
Αν και το ψηφιακό περιεχόμενο είναι συχνά αναπόφευκτο, η συνειδητή ενσωμάτωση της ανάγνωσης στην καθημερινή σας ρουτίνα μπορεί να συμβάλει στον μετριασμό ορισμένων από τις αρνητικές επιπτώσεις της ψηφιακής κατανάλωσης.
Μην ξεχνάτε ότι η αποκατάσταση της υπομονής και της συγκέντρωσης που απαιτούνται για βαθιά ανάγνωση μπορεί να πάρει χρόνο. Ξεκινήστε με μικρότερα κείμενα και προχωρήστε σταδιακά σε μεγαλύτερα βιβλία. Γιορτάστε τις μικρές νίκες στο αναγνωστικό σας ταξίδι για να διατηρήσετε το κίνητρό σας.
Σε μια εποχή λοιπόν όπου κυριαρχούν τα ψηφιακά μέσα, η ικανότητα να κάθεστε και να διαβάζετε ένα βιβλίο έχει γίνει μια σπάνια και πολύτιμη δεξιότητα. Και ενώ ο εγκέφαλός μας αναδιαμορφώνεται από την ψηφιακή εποχή, φαίνεται πως τα βιβλία προσφέρουν ένα καταφύγιο από τον συνεχή καταιγισμό ψηφιακών πληροφοριών, παρέχοντας όχι μόνο γνώσεις, αλλά και ένα μέσο για τη βελτίωση των γνωστικών μας λειτουργιών, της συναισθηματικής μας ευεξίας και της συνολικής ποιότητας ζωής μας.