Γράφει η Ρίκη Ματαλλιωτάκη
Η επαρχία Μαλεβιζίου αποτελεί μια απο τις τέσσερις επαρχίες του νομού Ηρακλείου, κατά γενική παραδοχή όμως την πλουσιώτερη, γεγονός που αποδεικνύεται και απο την παραγωγη του Κρητικού οίνου με το όνομα Μαλβαζία, που παράγονταν στην περιοχή απο την εποχή ακόμα του Γενοβέζου Ερρίκου Πεσκατόρε, που είχε κτίσει και το ομώνυμο φρούριο- ερείπια του οποίου σώζωνται ακόμα σώζονται ερείπια σε λόφο στο χωριό Κεραμούτσι-. Μιλάμε δηλαδή για πολύ πριν τον 13ο αιώνα!
Μάλιστα, ο όγκος της παραγωγής ήταν τόσο μεγάλος που γρήγορα το Μαλεβιζιώτικο κρασί απέκτησε τέτοια φήμη κατά τα χρόνια της Ενετοκρατίας που καράβια συνέρρεαν καθημερινά στο λιμάνι της Κάντιας-σημερινό Ηράκλειο- για να φορτώσουν το γευστικό θησαυρό… αξίζει μάλιστα να σημειωθεί πως κι εκείνος ο Σαίξπηρ αναφέρει σε έργο του το Μαλεβιζιώτικο κρασί σαν μεσον θανάτωσης που επέλεξε κάποιος ήρωας του όταν καταδικάστηκε σε θάνατο για προδοσία.
Το Μαλεβίζι όμως δεν οφείλει τον πλούτο του μονάχα στην άμπελο, είναι πλούσιο επίσης και στις ελιές, είναι και στα κηπευτικά, γενικά η γης του είναι τόσο εύφορη που οτιδήποτε κι αν του σπείρεις θα καρπίσει, γι’ αυτό και ανέκαθεν ξεχώριζε όχι μονάχα απο τις υπόλοιπες επαρχίες του νομού Ηρακλείου μα και της Κρήτης γενικότερα.
Για να επιστρέψουμε ωστόσο σε ένα πιο πρόσφατο παρελθόν και να έχουμε στην διάθεση μας ζώσες μαρτυρίες, ας αφήσουμε να μας μιλήσει μια 85χρονη Μαλεβιζιώτισα, η κ. Ε. Μπαφάκη, γέννημα, θρέμμα Μαλεβιζίου των καλών εποχών-όπως λέει χαρακτηριστικά η ίδια-και να μας ξεναγήσει στις μνήμες των νεανικών της χρόνων της, ή αλλιώς την εποχή που περισσότερο απο ποτέ άλλοτε το Μαλεβίζι άκμαζε:
“Ο πατέρας μου ήταν απο την Πυργού και η μάνα μου απο τις Δαφνές… τα παιδικάτα μου τα πέρασα πότε στο ένα και πότε στο άλλο χωριο, πιο πολύ όμως στο χωριό της μάνας μου, ίσως γι’ αυτό και από εκεί μου έχουν αποτυπωθεί οι περισσότερες αναμνήσεις…
Στην κατοχή ήμουν γύρω στα οκτώ, με δέκα χρονών, κι άκουγα να λένε πως οι άνθρωποι στις χώρες-στις πόλεις- πεθαίνουν απ’ την πείνα… εμείς παιδί μου τέτοιο πράγμα εδώ δεν νιώσαμε . Πείνα; Ούτε κατά διάννοια. Θυμάμαι το συγχωρεμένο τον κύρη μου να φορτώνει το μουλάρι με ό,τι τέλος πάντων του περίσσευε και να γυρνά με ό,τι δεν είχαμε, αλλά και τη μάνα μου να βγαίνει στις εξοχές και να γυρίζει με την ποδιά της φορτωμένη απο χοχλιούς μέχρι χόρτα, μέχρι ότι θες.
Όχι, όχι, για παραπέρα δεν ξέρω πείνα όμως δεν ένιωσαν τα χωριά μας στην Κατοχή…
Κι όταν όμως φύγανε οι καταραμένοι οι Γερμανοί απ΄ τη Κρήτη και σε ένα δυο χρόνια άρχισαν να αδειάζουν τα διπλανά και τα παραδιπλανά χωριά και να ξενιτεύονται οι νέοι, το Μαλεβίζι ήταν το μόνο που κράτησε τα κοπέλια του.
Όχι μόνο δεν ξενιτεύτηκαν νέοι μα άρχισαν να παλεύουν με τη γη των γονιών τους και τα χωριά άνθιζαν, άνθιζαν κυριολεκτικά. Θυμούμαι κάθε χρόνο στο λιομάζωμα και στο τρύγο, να γεμίζει το χωριό εργάτες απο τον Πανασό, από τη Γέργερη, απο τη Νύβριτο, από ορεινά χωριά με δυο λόγια που δεν είχαν οι κακορίζικοι μήτε νερό στο σταμνί που λέει ο λόγος, ακόμα κι απ’΄το Ρέθεμνος έρχονταν και δούλευαν σε μας για κανένα μήνα.
Ένα πανηγύρι ήτανε τότε εκείνος ο καιρός σε όλο το Μαλεβίζι, πιο πολύ στον καιρό του τρύγους βέβαια, που ήταν και καλοκαίρι… και δεν ερχόταν μια κι αυτό ήτανε, κάθε χρόνο τα ίδια, εμένα για να καταλάβεις ο κύρης μου είχε τους ίδιους εργάτες μέχρι που οι ίδιοι είτε για τον ένα λόγο είτε για τον άλλο σταματούσανε… χώρια τις εργάτριες που παντρευτήκανε δικούς μας και δεν ξανάφυγαν πια ποτέ από τα χωριά μας
Είχε παιδί μου λεφτά εκείνα τα χρόνια το Μαλεβίζι, πολλά λεφτά, ευλογημένα χώματα, ένα έσπερνες, δέκα φύτρωναν, θες αμπέλια, θες λάδια, θες κηπευτικά, ότι θες το έβρισκες, κι αυτό κράτησε μέχρι και το 1970- 75.
Τότε δυστυχώς έπεσε περονόσπορος στην Κρήτη και δεν γλίτωσε ούτε και το Μαλεβίζι που απο κει κι έπειτα πήρε την κάτω βόλτα…" λέει και κάπου εδώ βουρκώνουν τα μάτια της γιαγιάς.
Και μαζί με τα δικά της βουρκώνουν και τα δικά μου… και το κακό είναι πως δεν βρίσκω ούτε μια δικαιολογία για να αναγκάσω τα δάκρυα να γυρίσουν πίσω… ούτε τα δικά της ούτε τα δικά μου.
Αχ εκείνες οι εποχές, δυστυχώς έφυγαν ανεπιστρεπτί…
Φωτογραφίες αρχείου