Μία από τις πιο προβεβλημένες δολοφονίες που συντάραξαν τους πνευματικούς κύκλους της Αθήνας ήταν εκείνη του Κώστα Ταχτσή. Ενός από τους πιο αξιόλογους και ιδιαίτερους συγγραφείς της γενιάς του, που με βιβλία όπως το αξεπέραστο «Τρίτο Στεφάνι» –και όχι μόνο– έχει αφήσει ανεξίτηλη τη σφραγίδα του στα ελληνικά γράμματα.
Ο Κώστας Ταχτσής, εκτός από την ακμαία και ολοζώντανη γραφή του, υπήρξε και άνθρωπος με έντονη κοινωνική παρουσία, έχοντας από νωρίς –και σε δύσκολους καιρούς– μιλήσει ανοιχτά για την ομοφυλοφιλία του. Ένας ιδιαίτερα πνευματώδης και χαρισματικός άνθρωπος που δεν παρέλειπε να προκαλεί τα μικροαστικά ήθη των ημερών του.
Κάτι που πλήρωσε με άγριο κυνηγητό σε διάφορες φάσεις της ζωής του, καθώς όντας άκρως αντισυμβατικός στην καθημερινότητά του δεν παρέλειπε να κυκλοφορεί σε κακόφημες πιάτσες αναζητώντας συγκυριακές συντροφιές της μιας νύχτας. Και μάλλον ήταν αυτό που έφερε το τέλος του, σε ένα έγκλημα το οποίο παραμένει ανεξιχνίαστο μέχρι σήμερα.
Όλα ξεκίνησαν στις 27 Αυγούστου του 1988, όταν η αδελφή του συγγραφέα, Ελπίδα Αρτέμη, ανησύχησε για τον αδελφό της, ο οποίος επί δύο ημέρες δεν απαντούσε στα τηλεφωνήματα που του έκανε. Για να βεβαιωθεί ότι όλα είναι καλά, αποφάσισε να πάει να τον επισκεφθεί στο σπίτι του στον Κολωνό.
Όταν έφθασε εκεί είδε ότι τα εξωτερικά φώτα ήταν αναμμένα, ενώ όταν μπήκε μέσα βρέθηκε μπροστά σε ένα αποτρόπαιο θέαμα. Ο χώρος ήταν άνω-κάτω με ανοιχτά ντουλάπια και συρτάρια και αντικείμενα διάσπαρτα στο δάπεδο και τα έπιπλα. Μπαίνοντας στην κρεβατοκάμαρα βρήκε τον αδελφό της νεκρό.
Ήταν γυμνός, γερμένος στο πλάι, φορούσε μία γυναικεία περούκα, είχε βαμμένα κόκκινα νύχια και γύρω του ήταν διάσπαρτα ρούχα όχι μόνο ανδρικά, αλλά και γυναικεία. Η αδελφή του κάλεσε αμέσως την Αστυνομία, η οποία ανέλαβε το δύσκολο έργο να ξετυλίξει το κουβάρι για το τι είχε συμβεί στον συγγραφέα και ποιος τελικά ήταν ο ένοχος για την τελική πράξη του δράματος.
Οι αστυνομικοί που έφτασαν εκεί βρέθηκαν μπροστά σε μία εμφανώς δύσκολη περίπτωση. Ο θάνατος αποδόθηκε σε στραγγαλισμό με τα χέρια, και αυτό ήταν το μόνο σίγουρο που μπορούσε να προκύψει εκείνες τις πρώτες ώρες. Μάλιστα, ο ιατροδικαστής Χαράλαμπος Σταμούλης υπέδειξε ότι ο Ταχτσής ήταν ήδη δύο 24ωρα νεκρός, ενώ, σύμφωνα με τις τοξικολογικές εξετάσεις, είχε καταναλώσει μεγάλη ποσότητα αλκοόλ, κάτι που ίσως να εξηγεί ότι δεν υπήρχαν σημάδια πάλης ή αντίστασης από την πλευρά του
Κατά την αρχική εκτίμηση της Αστυνομίας, κίνητρο ήταν η ληστεία μιας και έλειπαν διάφορα αντικείμενα, όμως υπήρχαν και 5.500 δραχμές στην τσέπη του που δεν είχαν πειραχθεί. Ούτε κάποιοι πανάκριβοι πίνακες του Φασιανού και του Ακριθάκη που είχε ο Ταχτσής στην κατοχή του. Ένας γείτονας έδωσε την πιο αξιόπιστη μαρτυρία, ότι είχε δει τον Ταχτσή ντυμένο γυναίκα να συνοδεύεται από έναν νεαρό, μετά να φέρνει άλλον νεαρό, και στο τέλος έναν τρίτο νεαρό με μουστάκι.
Ωστόσο, αυτή η μαρτυρία δεν προσέφερε κάποια σημαντικά στοιχεία για την ταυτότητα του δράστη, οπότε οι αστυνομικές αρχές ξεκίνησαν να ερευνούν στα στέκια που σύχναζε τις νύχτες ο συγγραφέας, ψάχνοντας για τους ευκαιριακούς ερωτικούς του συντρόφους. Εξετάστηκαν δεκάδες μάρτυρες, όμως κανένας από αυτούς δεν φαίνεται να είχε κάποια σύνδεση με το περιστατικό της δολοφονίας του συγγραφέα.
Μάλιστα η Αστυνομία υπέπεσε και σε μία γκάφα, δίνοντας στη δημοσιότητα τον σειριακό αριθμό ενός κλεμμένου video-player από το διαμέρισμα του Ταχτσή, με αποτέλεσμα να χαθεί κάθε πιθανότητα να βρεθεί και αυτό το ίχνος του δράστη.
Η δολοφονία ενός τόσο προβεβλημένου προσώπου της Αθήνας ήταν προφανές ότι θα απασχολούσε έντονα τα ΜΜΕ και την κοινή γνώμη της εποχής για μεγάλο διάστημα. Οι εικασίες για το τι έγινε πήγαιναν κι έρχονταν στα δημοσιογραφικά γραφεία. Κάποιοι υποστήριξαν ότι ο θάνατος επήλθε από ατύχημα, το οποίο συνέβη στην ένταση της σεξουαλικής πράξης η οποία προφανώς είχε έντονο το σαδομαζοχιστικό στοιχείο.
Κάποιοι άλλοι υποστήριξαν ότι ο δράστης ήταν κάποιος παλιός εραστής του, πιθανόν επώνυμος από τους κοσμικούς κύκλους της Αθήνας, που ήθελε με αυτόν τον τρόπο να κάνει τον συγγραφέα να σωπάσει και να μην προχωρήσει σε αποκαλύψεις σε ένα επερχόμενο βιβλίο του. Αυτό το σενάριο προβλήθηκε από τους δημοσιογράφους ως και το πιο πιστευτό, αφού η ίδια η αδελφή του υποστήριξε ότι τον δολοφόνησαν προκειμένου να μη βγει το βιβλίο που θα μιλούσε ανοιχτά για πρόσωπα και πράγματα της κοσμικής Αθήνας και τις κρυφές σεξουαλικές προτιμήσεις τρανταχτών ονομάτων.
Πάντως το βιβλίο του Ταχτσή που εκδόθηκε μετά τον θάνατό του, με τίτλο «Το Φοβερό Βήμα», δεν είχε τέτοιου είδους αποκαλύψεις, καθώς ο συγγραφέας επέλεξε να αναφερθεί περισσότερο στη δική του δύσκολη ζωή παρά να εμπλέξει τρίτους σε σκάνδαλα. Φως στη δολοφονία του Ταχτσή προσπάθησε να ρίξει με το δικό του βιβλίο ο δημοσιογράφος και φίλος του Κώστας Τσαρούχας, ο οποίος υποστήριξε ότι τον συγγραφέα τον σκότωσε ένας άνδρας με τον οποίο ο Ταχτσής, μετά από μεγάλη κατανάλωση αλκοόλ, συνευρέθηκε ερωτικά.
Η κηδεία του Κώστα Ταχτσή ήταν η τελευταία πράξη του δράματος. Έγινε στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών, με την παρουσία των πιο γνωστών ονομάτων του πνευματικού κόσμου της Αθήνας. Τον επικήδειο εκφώνησε η Μελίνα Μερκούρη, η οποία ήταν και στενή του φίλη, ενώ το φέρετρό του μέσα από πλήθος κόσμου μετέφεραν φίλοι του συγγραφέα, όπως ο Αλέκος Φασιανός και ο Διονύσης Σαββόπουλος.
Όσο για το ποιος είναι ο δολοφόνος, η υπόθεση παραμένει ακόμα και σήμερα ανεξιχνίαστη, προσθέτοντας μία ακόμα μυθιστορηματική διάσταση σε μία ζωή που βρισκόταν πάντα στην κόψη του ξυραφιού και κόντρα σε όλες τις κοινωνικές συμβάσεις.