Τα εγκλήματα με γυναίκες θύματα και θύτες είναι μάλλον σπάνια στην Ελλάδα. Όμως ένα από αυτά, το οποίο διαπράχθηκε το 1989, χαρακτηρίζεται ιδιαίτερα σκληρό και ειδεχθές, και μάλιστα με αφορμή που, στα μάτια της κοινής γνώμης, έμοιαζε ασήμαντη: ένα προξενιό που δεν προχώρησε σε γάμο.Το αποτέλεσμα ήταν να δολοφονηθούν με τον πιο αποτρόπαιο τρόπο δύο γυναίκες σε ένα διαμέρισμα της οδού Καπιδάκη στα Κάτω Πατήσια.
Στα τέλη Οκτωβρίου του 1989, η Άμεση Δράση δέχεται ένα πολύ παράξενο τηλεφώνημα. Στη μία άκρη της γραμμής βρίσκεται ο Νίκος Παπαδάτος, ο οποίος με ταραγμένη φωνή καλεί τις αστυνομικές δυνάμεις να σπεύσουν σε ένα διαμέρισμα στα Κάτω Πατήσια, όπου ο ίδιος με τον αδελφό του Γρηγόρη έχουν ανακαλύψει δύο γυναίκες να βρίσκονται αιμόφυρτες στο δάπεδο.
Η μία από αυτές είναι η αδελφή τους, η οποία δεν είχε δώσει σημεία ζωής επί δύο ημέρες. Μη μπορώντας μάλιστα να μπουν στο διαμέρισμα, αφού κανείς δεν απαντά στα κουδούνια, σκαρφαλώνουν από διπλανό διαμέρισμα και βρίσκονται μπροστά στο αποτρόπαιο θέαμα. Μαζί με την κατακρεουργημένη αδελφή του Καίτη, στο πάτωμα βρίσκεται και η επιστήθια φίλη της Γιώτα Χριστοδουλοπούλου.
Η έρευνα ξεκίνησε αμέσως και κράτησε για μεγάλο χρονικό διάστημα. Οι άνδρες της Ασφάλειας θεώρησαν ότι γι’ αυτό το στυγερό έγκλημα υπεύθυνος ήταν κάποιος άνδρας. Πρώτος στη λίστα εξετάστηκε ο πρώην αρραβωνιαστικός της Χριστοδουλοπούλου, ο οποίος πάντως είχε σοβαρό άλλοθι. Μετά ακολούθησαν πάνω από 130 μάρτυρες, όμως από πουθενά δεν προέκυπτε κάποια σύνδεση με το περιστατικό το οποίο είχε σοκάρει τους άνδρες της Αστυνομίας λόγω της βιαιότητας των χτυπημάτων. Κανείς δεν μπορούσε να βάλει στο μυαλό του ότι όλο αυτό ήταν έργο μιας γυναίκας.
Όμως φως στην υπόθεση θα έρθει από κάπου μακριά από την Αθήνα, από την Άρτα. Εκεί ανακρίνεται μία γυναίκα, η 45χρονη Νίκη Ραβανού, η οποία είχε μπει στο στόχαστρο επειδή είχε μία σχετικά σύντομη επαφή με τον αδελφό του ενός από τα δύο θύματα, τον Γρηγόρη Παπαδάτο. Η Ραβανού αναζητούσε εναγωνίως κάποιον άνδρα για να συνάψει σχέση. Και το προξενιό με τον Γρηγόρη Παπαδάτο τη γέμισε με αισιοδοξία ότι θα αποκατασταθεί σύντομα.
Ωστόσο, τα πράγματα δεν πήγαν όπως τα είχε σχεδιάσει. Και λίγους μήνες μετά ο Παπαδάτος τής ζητά να διαλύσουν τον αρραβώνα και της λέει ότι δεν πρόκειται να συνεχίσουν σε γάμο. Η Ραβανού είναι βέβαιη ότι για όλα αυτά φταίει η αδελφή του Παπαδάτου, η 43χρονη Καίτη. Η γυναίκα από την Άρτα είναι χωμένη σε διάφορες περίεργες επαφές, με χαρτορίχτρες, μαγείες και μέντιουμ και έτσι αρχίζει να κάνει διάφορες σκοτεινές σκέψεις για να πάρει την εκδίκησή της.
Μία λεπτομέρεια που δίνει ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον στην ιστορία είναι ότι τόσο η Καίτη Παπαδάτου όσο και η φίλη της Παναγιώτα Χριστοδουλοπούλου έχουν και αυτές τα ίδια ενδιαφέροντα με τη Ραβανού πάνω σε αυτά τα θέματα των μέντιουμ και της μαγείας.
Το 1989 η Ραβανού, μετά τον σύντομο αρραβώνα της με τον Γρηγόρη Παπαδάτο, έχει επιστρέψει στην Άρτα. Κάποια μέρα παίρνει τηλέφωνο τη Καίτη και της λέει ότι μαζί με μία φίλη της θέλουν να κατέβουν στην Αθήνα για να οργανώσουν κάποια τελετή.
Η Καίτη δέχεται και μάλιστα θέλει να έχει μαζί της τη φίλη της τη Χριστοδουλοπούλου, στο σπίτι της οποίας θα συγκεντρωθούν όλες μαζί για να κάνουν μια τελετή μαγείας. Η Ραβανού φθάνει στο σπίτι μετά από κάποιες μέρες, αλλά χωρίς να συνοδεύεται από την υποτιθέμενη φίλη της. Στην προετοιμασία της τελετής και οι τρεις γυναίκες αποσύρονται στην κουζίνα, όπου αρχίζει μία έντονη διαμάχη μεταξύ της Ραβανού και της Χριστοδουλοπούλου.
Κάποια στιγμή, όταν τα πνεύματα έχουν οξυνθεί, η Ραβανού παίρνει έναν μπαλτά που βρίσκεται στην κουζίνα και χτυπάει πολλές φορές στο κεφάλι τη Καίτη Παπαδάτου σωριάζοντάς την στο έδαφος. Στη συνέχεια επιτίθεται και στη Χριστοδουλοπούλου, η οποία τραυματίζεται σοβαρά αλλά δεν πεθαίνει.
Για να την αποτελειώσει, η Ραβανού παίρνει μία πετσέτα και κλείνοντάς της το στόμα τη στραγγαλίζει. Στη συνέχεια, απόλυτα ψύχραιμη και έχοντας οργανώσει τις επόμενες κινήσεις της θα πάρει ένα πορτοφόλι, τις σαγιονάρες της Χριστοδουλοπούλου και τον μπαλτά και θα εξαφανιστεί.
Θα πάει στο σπίτι ενός Αιγύπτιου φίλου της στο Παγκράτι, του Χασάν, και θα αφήσει το πορτοφόλι και τις σαγιονάρες χωρίς αυτός να γνωρίζει τίποτε, ώστε να τον ενοχοποιήσει. Τον μπαλτά τον ξεφορτώθηκε κάπου στον Πειραιά. Την άλλη μέρα επέστρεψε στην Άρτα σαν να μην συνέβη τίποτα.
Η ανάκρισή της δεν έπεισε τους αστυνομικούς, οι οποίοι είχαν και ένα δυνατό χαρτί στα χέρια τους: είχαν βρεθεί δακτυλικά αποτυπώματα και γενετικό υλικό στο διαμέρισμα όπου είχε γίνει το μακελειό. Η Ραβανού τα αρνείται όλα και υποστηρίζει ότι όταν έφτασε στο διαμέρισμα, εκεί βρίσκονταν και τέσσερις Τούρκοι μάγοι, που επιδίδονταν σε όργια με τις άλλες γυναίκες, και αυτοί ήταν οι ένοχοι για τα εγκλήματα. Τελικά «λύγισε» και ομολόγησε τον φόνο, λέγοντας ότι δεν είχε σκοπό να κάνει κάποιο κακό, όμως οι δύο άλλες γυναίκες την έβρισαν και της επιτέθηκαν λεκτικά.
Η δίκη έγινε τον Δεκέμβριο του 1990 στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο των Αθηνών μέσα σε φορτισμένο κλίμα. Μάλιστα, κάποια στιγμή ο Παπαδάτος κατάφερε να της επιτεθεί λέγοντάς της ότι «ούτε τα ζώα δεν σκοτώνουν έτσι, καταραμένη γυναίκα».
Όπως γράφουν οι εφημερίδες της εποχής, ο έξαλλος Παπαδάτος την άρπαξε από τα μαλλιά και άρχισε να την κλωτσά με μανία, πριν επέμβουν οι αστυνομικοί για να τους χωρίσουν. Για να δείξουν πόσο αρρωστημένη προσωπικότητα ήταν η Ραβανού, τα δύο αδέλφια αποκάλυψαν ότι μετά τον θάνατο της Καίτης ζήτησε από τον Νίκο να τη φιλοξενήσει, και μάλιστα δέχτηκε να κοιμηθεί στο κρεβάτι της που λίγες ώρες πριν την είχε σκοτώσει με τόσο φριχτό τρόπο.
Η ίδια αρνήθηκε επίμονα ότι σκότωσε τις γυναίκες και έδειξε ιδιαίτερα απαθής στη διαδικασία του δικαστηρίου. Καταδικάστηκε πρωτόδικα σε δις ισόβια, ποινή που επικυρώθηκε και στο Εφετείο. Μέσα σε κατάρες και φωνές, οδηγήθηκε για εγκλεισμό στις Φυλακές της Θήβας.