Ένα από τα πιο πολύνεκρα φονικά όλων των εποχών στη χώρα μας και μία υπόθεση που συγκλόνισε την Ελλάδα με τις ανατριχιαστικές της λεπτομέρειες, αλλά και την ασύλληπτη απάθεια του φονιά που πήρε άδικα τις ζωές οκτώ ανθρώπων και μαζί και τη δική του.
Οι πολλαπλές ανθρωποκτονίες στο Παλαιομονάστηρο Τρικάλων τάραξαν την ελληνική κοινωνία και για μία ακόμα φορά έφεραν στην επιφάνεια την ψυχοπαθολογία του δράστη ενός τέτοιου εγκλήματος, αλλά και το νομικό καθεστώς που επιτρέπει την οπλοφορία σε ανθρώπους που έχουν εκδηλωμένα ψυχικά νοσήματα.
Το περιστατικό έγινε στις 28 Ιουνίου του 1991, όταν ο 48χρονος Σπύρος Σταρίδας πήρε την κυνηγετική του καραμπίνα Σμίθ-Γουέσον και βγήκε σε μία «περιπολία θανάτου» στο μέχρι τότε ήσυχο χωριό, λίγο έξω από την Πύλη Τρικάλων. Στην πορεία του σκότωνε όποιον συναντούσε. Διαδοχικά από τα πυρά του χτυπήθηκαν ο πατέρας του Αθανάσιος Σταρίδας 67 ετών, η μητέρα του Δήμητρα Σταρίδα 66 ετών, ο παππούς του Κωνσταντίνος Σταρίδας 88 ετών, η γιαγιά του Λαμπρινή Σταρίδα 87 ετών, η σύζυγός του Σταμούλω Σταρίδα 44 ετών, η θεία του Στυλιανή Ζιάγκα 57 ετών, ο θείος του Παναγιώτης Ζιάγκας 67 ετών και ο γείτονάς του Ηλίας Κουσκουρής 68 ετών.
Σε όλο αυτό το δολοφονικό αμόκ, υπήρξε μία τραγική στιγμή, την οποία ανέφεραν ως μαρτυρία οι εφημερίδες της εποχής. Έχοντας ξεκινήσει τη «βόλτα θανάτου» με τους γονείς του, ο Σταρίδας μπήκε στο σπίτι του όπου βρίσκονταν τα δύο μικρά παιδιά του, 10 και 12 ετών. Τα παιδάκια τον ικεύτευαν με σπαρακτικές φωνές «Μην μας σκοτώνεις και εμάς πατέρα», κάτι που, σύμφωνα με τις μαρτυρίες, έκανε τον δράστη να σταματήσει για λίγη ώρα και να δείχνει ότι επανέρχεται στα συγκαλά του. Όμως προσπέρασε τα παιδιά, ευτυχώς χωρίς να τα πειράξει, και συνέχισε το μακελειό, σκοτώνοντας και τους υπόλοιπους.
Έχοντας ήδη πυροβολήσει τους γονείς του, βγήκε στον δρόμο με την καραμπίνα και τους πρώτους που συνάντησε ήταν ο θείος και η θεία του, οι οποίοι προσπάθησαν να τον ηρεμήσουν και να τον κάνουν να σταματήσει. Όμως ο Σταρίδας βρισκόταν χαμένος στον δικό του κόσμο και σηκώνοντας την καραμπίνα πυροβόλησε και τραυμάτισε θανάσιμα το ζευγάρι.
Σειρά είχε ο γείτονάς του, ο Ηλίας Κουσκουρής, ο οποίος βρισκόταν στην αυλή του και προσπάθησε και αυτός να τον πείσει να αφήσει την καραμπίνα. Μάταια όμως, καθώς ο Σταρίδας τον πυροβόλησε και αυτόν και τον σκότωσε στην είσοδο του σπιτιού του. Σειρά είχε η γυναίκα του δράστη, η οποία είχε καταφύγει στο σπίτι του κουμπάρου τους για να τηλεφωνήσει στην Αστυνομία. Όμως ο Σταρίδας αντιλήφθηκε ότι βρισκόταν εκεί, έφτασε εκτός εαυτού και στην αυλή του σπιτιού πυροβόλησε και τη γυναίκα του. Μετά από αυτό, στήριξε την καραμπίνα στο έδαφος και αυτοπυροβολήθηκε, βάζοντας τέλος στη ζωή του, έχοντας ρίξει συνολικά 15 φυσίγγια.
Όλα όσα εκτυλίχθηκαν τις επόμενες ώρες και ημέρες στο χωριό θύμιζαν σκηνές αρχαίας τραγωδίας. Ενώ και οι δημοσιογράφοι που είχαν φτάσει εκεί μετέδιδαν αφηγήσεις και έστελναν φωτογραφίες που προκάλεσαν μεγάλη αίσθηση σε όλη την Ελλάδα για ένα ανήκουστο φονικό
. Η εικόνα με τα οκτώ φέρετρα (μεταξύ αυτών και του δράστη, όχι όμως της μητέρας του που πέθανε μία μέρα μετά) ήταν συγκλονιστική, ενώ οι σπαρακτικές φωνές σε κάθε γωνιά του χωριού δημιουργούσαν ένα απόκοσμο σκηνικό. Οι νεκροί συγγενείς (μαζί και ο δράστης) τάφηκαν σε ομαδικό τάφο, ενώ χωριστός τάφος υπήρξε για τον γείτονα. Σε ξεχωριστό τάφο επίσης έγινε και η ταφή της μητέρας μία ημέρα μετά.
Η υπόθεση του Παλαιομονάστηρου συγκλόνισε την ελληνική κοινή γνώμη, όχι μόνο για το πλήθος των δολοφονημένων ανθρώπων αλλά και για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε. Το ενδιαφέρον στράφηκε αμέσως στο προφίλ του δράστη, για τον οποίον οι ρεπόρτερ της εποχής αποκάλυψαν ότι έπασχε από σοβαρή ψυχική ασθένεια και μάλιστα είχε νοσηλευτεί. Τον τελευταίο καιρό πριν από το έγκλημα είχε πάψει να παίρνει τη φαρμακευτική αγωγή του και παράλληλα είχε ξεκινήσει να πίνει πολύ.
Μία χαρακτηριστική λεπτομέρεια που γράφτηκε στις εφημερίδες της εποχής ήταν ότι λίγες ώρες πριν από το μακελειό είχε ζητήσει από τη γυναίκα του να του ετοιμάσει το καλό παντελόνι και το πουκάμισο με τα αστέρια γιατί εκείνο το βράδυ θα σκοτωνόταν. Της είχε ζητήσει επίσης να πάρει τα παιδιά και να φύγουν. Οι συγγενείς του είχαν μπει σε υποψίες ότι κάτι ετοίμαζε, όμως κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί την έκταση του κακού.
Η ασύλληπτη τραγωδία στο Παλαιομονάστηρο έφερε στην επιφάνεια και μία άλλη παράμετρο. Το πώς είναι δυνατόν το κράτος να επιτρέπει σε ανθρώπους με βεβαρημένο και βεβαιωμένο από τις αρμόδιες υπηρεσίες ιστορικό ψυχικών παθήσεων να μπορούν να βγάζουν άδεια οπλοφορίας (το όπλο του το είχε κάνει δώρο μία εξαδέλφη του από τον Καναδά).
Η υπόθεση οδήγησε σε ευρύτερη συζήτηση για το συγκεκριμένο θέμα και ευαισθητοποίησε τις αρμόδιες αρχές σχετικά με την ευκολία με την οποία δίνεται μία κυνηγετική άδεια σε άτομα που πάσχουν από ψυχικές νόσους.