Ο Μητροπολίτης Κυδωνιών Γρηγόριος. Το κοσμικό του όνομα ήταν 'Αναστάσιος 'Αντωνιάδης ή Σαατσόγλου και, κατά μεταγλώττιση δική του, Ωρολογάς.
Γεννήθηκε το 1864 στη Μαγνησία της Μ. Ασίας και ήταν απόφοιτος της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης. Διετέλεσε δε και καθηγητής, Ιεροκήρυκας και πρωτοσύγκελλος στις Ι. Μητροπόλεις Θεσσαλονίκης, Σερρών και Δράμας. Ως Ιεροκήρυκας ανήκει στους πρώτους πού στο κήρυγμα χρησιμοποίησαν τη δημοτική γλώσσα. Το 1902 έγινε Μητροπολίτης Στρωμνίτσης και από το 1908 έως το 1922 Μητροπολίτης Κυδωνιών με έδρα το Αϊβαλί.
Εργάστηκε με ζήλο και επιτυχία για την προάσπιση των εθνικών ελληνικών δικαίων και ιδιαίτερα συνεργάστηκε γι' αυτά με τον μητροπολίτη Δράμας Χρυσόστομο Καλαφάτη (1902-1910), τον κατόπιν εθνομάρτυρα μητροπολίτη Σμύρνης (1910-1922). Όντας πατέρας πνευματικός και προστάτης του ποιμνίου του, έσωσε πολλούς φυλακισμένους και μελλοθανάτους. Φυγάδευσε το μεγαλύτερο μέρος του ποιμνίου του σε ασφαλείς τόπους, εκτός των τουρκικών ορίων. αγωνίστηκε όχι μόνο κατά των τούρκων αλλά ιδιαίτερα εναντίον του βουλγαρικού κομιτάτου, μέλη του οποίου προσπάθησαν, πολλές φορές, να τον δολοφονήσουν (1905).
Ή τουρκική κυβέρνηση, όταν πληροφορήθηκε την εθνική δράση του Γρηγορίου, ανάγκασε το Οικουμενικό Πατριαρχείο να απομακρύνει τον Γρηγόριο, μεταθέτοντας τον στη νεοσύστατη μητρόπολη Κυδωνιών στις 22 Ιουνίου 1908, όπου ο Γρηγόριος συνέχισε την εθνική του δράση. Το 1918 κατηγορήθηκε από τους Τούρκους για εσχάτη προδοσία, δικάστηκε δύο φορές στο Στρατοδικείο της Σμύρνης, καταδικάστηκε και φυλακίστηκε.
Μετά την αποφυλάκιση του (16 'Οκτωβρίου 1918) και την κατάληψη των Κυδωνιών από τον ελληνικό στρατό (19 Μαΐου 1919), ό Γρηγόριος δεν απομακρύνθηκε από την επαρχία του, για υποθέσεις της οποίας
πολλές φορές ήλθε σε αντίθεση με τον ύπατο αρμοστή στη Σμύρνη 'Αριστείδη Στεργιάδη. Μετά την αποχώρηση των ελληνικών πολιτικών και στρατιωτικών αρχών από τις Κυδωνιές, ο Γρηγόριος, σε σύσκεψη με τη δημογεροντία, εισηγήθηκε την αναχώρηση των κατοίκων των Κυδωνιών και τη μεταφορά τους στη Μυτιλήνη, για να αποφύγουν τη σφαγή από τους Τούρκους, αλλά δυστυχώς οι υποδείξεις του δεν έγιναν αποδεκτές. Έτσι το δράμα των κατοίκων των Κυδωνιών άρχισε στις 22 Αυγούστου 1922, όταν άτακτος τουρκικός στρατός κατέσφαξε κοντά στην κωμόπολη Φράνελι του Άδραμυττηνού Κόλπου περίπου 3.000 Έλληνες κατοίκους των Κυδωνιών.
Ό μητροπολίτης Γρηγόριος, παρά τους εξευτελισμούς πού ύφίστατο από τις τουρκικές αρχές, τις επισκεπτόταν και αγωνιζόταν να σώσει και να θρέψει το ποίμνιο του.
Όταν δε στις 15 Σεπτεμβρίου πληροφορήθηκε τη σφαγή του μητροπολίτη Μοσχονησίων Αμβροσίου και των 6.000 κατοίκων τους από τους Τούρκους, ο Γρηγόριος αγωνίστηκε υπεράνθρωπα και κατόρθωσε να συγκατατεθούν οι Τούρκοι να έλθουν ελληνικά πλοία από τη Μυτιλήνη με αμερικανική σημαία και με την εγγύηση του Αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού και να παραλάβουν 20.000 Έλληνες από τις 35.000 πού κατοικούσαν τις Κυδωνιές.
Ό Γρηγόριος αρνήθηκε να αναχωρήσει και στις 30 Σεπτεμβρίου οι Τούρκοι τον συνέλαβαν και τον φυλάκισαν. Στη φυλακή βασανίστηκε φρικτά και στις 3 'Οκτωβρίου, μαζί με άλλους Ιερείς και προκρίτους των Κυδωνιών πού είχαν επίσης συλληφθεί θανατώθηκε.
Συγκακουχούμενος ο ίδιος με εκείνους που είχαν απομείνει, οδηγήθηκε μαζί τους σε εκτόπιση. Τέλος, ενώ οι Τούρκοι είχαν σκάψει και ετοιμάσει λάκκο γι’ αυτόν, ξεψύχησε από εγκεφαλικό επεισόδιο και «ετελειώθη» ως νεομάρτυς στις 3 Οκτωβρίου του 1922.
ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ ΤΟΥ ΑΙΒΑΛΙΟΥ
«Ο Κυδωνίων Γρηγόριος έμεινε στην πόλη με τα γυναικόπαιδα, έκανε ό,τι του περνούσε για τη σωτηρία του ποιμνίου του, διαβήματα εκκλήσεις προς τους Τούρκους, νομίζοντας πως ακόμα το κύρος της Εκκλησίας, τα προνόμια τα σουλτανικά, είχαν σημασία. Σε λίγες μέρες άρχισαν να φτάνουν στο λιμάνι βαπόρια με αμερικανική σημαία, να παραλάβουν τα γυναικόπαιδα.
Οι Τούρκοι είπαν στην αρχή:
«Η άδεια της αναχωρήσεως ισχύει μόνο για 24 ώρες. Όσοι δεν προλάβουν να φύγουν, θα μεταφερθούν στο εσωτερικό της Ανατολής!».
Ο Δεσπότης πήγε και βρήκε τον Τούρκο φρούραρχο. Είχε πάντα το κουράγιο να μιλά αυστηρά, αν και μάντευε το τέλος που τον περίμενε. Διαμαρτυρήθηκε: πόσοι προλαβαίναν να μπαρκάρουν σε 24 ώρες με τα λίγα μέσα που υπήρχαν;… Επέστρεψε στη Μητρόπολή του κατώδυνος την ψυχήν:
«Φύγετε όλοι αμέσως! Ο σώζων εαυτόν σωθήτω!».
Του είπαν να ετοιμασθή να φύγη και εκείνος. Αρνήθηκε:
«Εφόσον και ένας ακόμη εκ των πιστών του ποιμνίου μου ευρίσκεται εδώ, θα μείνω και εγώ».
Την 30 Σεπτεμβρίου του 1922 οι Τούρκοι ορίσανε ως ημέρα που θα επέτρεπαν και στους παπάδες των ένδεκα μεγάλων εκκλησιών του Αϊβαλιού να φύγουν. Ο Δεσπότης πάλι είπε:
«Εγώ είμαι υποχρεωμένος να μείνω».
Επειδή έμεναν ακόμη χριστιανοί στην πόλη. Και είχε γνωσθεί η τελευταία αγριότητα. Όταν οι Τούρκοι μάζεψαν τους άντρες από 18-45 ετών και τους σκοτώσανε έξω απ’ την πόλη, είχαν εξαιρέσει από αυτή την ομαδική στρατολογία και σφαγή τα σινάφια: τους επαγγελματίες, τους φουρναραίους, τους χτίστες, τους μαραγκoύς. Ο διευθυντής της αστυνομίας τους κάλεσε όλους να παρουσιαστoύνε. Τους πήγαν σ’ ένα λόφο λεγόμενο «Mπογιά» και τους σκότωσαν με τσεκούρια. Ένας μόνο γλύτωσε και είπε το τι έγινε.
Τέλος, πιάσαν τον Δεσπότη και τους παπάδες. Ύστερα από τέσσερις μέρες φυλακή και βασανιστήρια, τους σηκώσανε και τους οδήγησαν έξω από την πόλη… Τους γυμνώσανε, τους δέρνανε, τους βιάζανε να περπατούν ξυπόλυτοι…
Ήμουν με την προτελευταία αποστολή σκλάβων που οι Τούρκοι οδηγούσανε στο εσωτερικό της Aνατολής. Γυμνοί, πεινασμένοι, διψασμένοι, καταματωμένοι, είχαμε φτάσει στην Πέργαμο. Μας ρίξαν σε μιαν αποθήκη. Την άλλη μέρα, κατά το μεσημέρι, άνοιξε η πόρτα και μπήκε ένα νέο κοπάδι σκλάβων. Ήταν, σε αξιοθρήνητη κατάσταση, οι παπάδες του Αϊβαλιού: αλλοσούσουμοι, καταματωμένοι κι αυτοί, με ξεσκισμένα ράσα, πεινασμένοι, ξυπόλυτοι, άγριοι απ’ τη μαρτυρική πορεία. Ο Κυδωνίων Γρηγόριος, αν και είχε ξεκινήσει μαζί τους, δεν έφτασε στην Πέργαμο. Έξω απ’ το Αϊβαλί οι Τούρκοι τον ξεχωρίσανε μαζί με μερικούς άλλους απ’ το κοπάδι και τον παραδώσανε σ’ ένα απόσπασμα εκτελεστικό που είχε, εκτός απ’ τα όπλα και φτυάρια. Οι άλλοι οι παπάδες συνεχίσανε το δρόμο. Σαν πέρασε λίγη ώρα, ακούσανε πίσω τους ντουφεκιές. Το απόσπασμα ενώθηκε μαζί τους αργότερα. Ένας Τούρκος του αποσπάσματος είπε:
«Τον Δεσπότη τον θάψαμε ζωντανό. Οι ντουφεκιές ήταν για τους άλλους».
Απ’ την Πέργαμο συνεχίσαμε τη μαρτυρική πορεία προς το εσωτερικό της Ανατολής, μαζί με τους παπάδες. Έξω απ’ την Πέργαμο σκότωσαν τον γερο-ιερέα της ενορίας μας, που δεν μπορούσε να βαδίση. Τον παραδώσανε στον όχλο – στους πολίτες και στα παιδιά – που παρακολουθούσαν τη θλιβερή θεωρία. Κι ο όχλος τον σκότωσε μπρος στα μάτια μας με λιθοβολισμό.
Φτάσαμε στο Κιρκαγάτς. Εκεί, τη νύχτα οι Τούρκοι ξεχώρισαν τους παπάδες και τους πήραν δεμένους να τους πάνε στο Αξάρι. Μάθαμε αργότερα πως τους σκότωσαν όλους στο δρόμο.
Από 3.000 άνδρες που πιάσανε οι Τούρκοι στο Αϊβαλί, τον ανθό του πληθυσμού, σωθήκαμε και φτάσαμε, ύστερα από, δεινά πολλά, στην Ελλάδα είκοσι τρεις ψυχές (αριθμός 23).
Αυτή τη μαρτυρία καταθέτω για την Ορθοδοξία της Μικρασίας, πoυ έδιδε αγίους και μάρτυρες ταπεινούς και αφανείς, επειδή τους, οδηγούσε ένα μόνο: η πίστη και το χρέος». (Ηλία Βενέζη, Μικρασία χαίρε, σελ. 45)