Καμιά φορά οι γονείς, για να κατευνάσουν τη γκρίνια των παιδιών, που προκύπτει ως αποτέλεσμα των περιορισμών και των απαγορεύσεων, κάνουν εξαιρέσεις στους αυστηρούς κανόνες που έχουν θέσει.
Μερικές από αυτές τις εξαιρέσεις αφορούν σε διατροφικές «ατασθαλίες», που επιτρέπουν στα παιδιά να καταναλώσουν παραδοσιακά «απαγορευμένα» τρόφιμα, όπως γλυκά και αναψυκτικά.
Νέα μελέτη, ωστόσο, προειδοποιεί για την υπερβολική κατανάλωση καφεϊνούχων και ενεργειακών ποτών από τα μικρά παιδιά, συνδέοντάς την με επιπτώσεις στην εγκεφαλική λειτουργία, αλλά και με την ανάπτυξη ανθυγιεινών συνηθειών, όπως η χρήση αλκοόλ από πολύ μικρή ηλικία.
Η κορεάτικη μελέτη, τα αποτελέσματα της οποίας δημοσιεύθηκαν στο Substance Use & Misuse, διαπιστώνει, ειδικότερα, ότι τα παιδιά ηλικίας 9-10 ετών που καταναλώνουν καθημερινά καφεϊνούχα αναψυκτικά έχουν διπλάσιες πιθανότητες να αρχίσουν την κατανάλωση αλκοόλ μέσα σε ένα χρόνο. Η ίδια μελέτη κατέληξε, επιπλέον, στο συμπέρασμα ότι τα παιδιά που έχουν αυτή τη συνήθεια τείνουν να είναι πιο παρορμητικά και χαρακτηρίζονταν από φτωχότερη μνήμη εργασίας.
Στη μελέτη πήραν μέρος περισσότερα από 2.000 παιδιά από τις ΗΠΑ, με τους ερευνητές να λαμβάνουν υπόψη τους παράγοντες όπως το οικογενειακό ιστορικό χρήσης ναρκωτικών και το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο των γονέων. Αξιοποιήθηκαν, επιπλέον, δεδομένα από τη Μελέτη Adolescent Brain Cognitive Development (ABCD), τη μεγάλη αμερικανική διαχρονική μελέτη για την ανάπτυξη του εγκεφάλου και την υγεία του παιδιού.
Ανάλογες συσχετίσεις έχουν γίνει και στο παρελθόν για εφήβους και νεαρούς ενήλικες, ωστόσο η νέα μελέτη τεκμηριώνει ότι η επίδραση είναι η ίδια και στα μικρότερα παιδιά.
Οι ειδικοί θέλησαν να διερευνήσουν τόσο κατά πόσο η κατανάλωση καφεϊνούχων αναψυκτικών και ενεργειακών ποτών σε μικρή ηλικία σχετιζόταν με πρόωρη κατανάλωση αλκοόλ, καθώς και πώς αυτή η συνήθεια σχετιζόταν με άλλες γνωστές επιπτώσεις στην υγεία, όπως η μειωμένη μνήμη εργασίας και η παρορμητικότητα.
Για τις ανάγκες της μελέτης, ανατέθηκε στα παιδιά να εκτελέσουν μια σειρά εργασιών, ενώ παράλληλα καταγραφόταν η εγκεφαλική τους δραστηριότητα. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τόσο η υψηλή παρορμητικότητα, όσο και η χαμηλή μνήμη εργασίας συσχετίστηκαν σημαντικά με την καθημερινή κατανάλωση καφεϊνούχων αναψυκτικών και ενεργειακών ποτών.
Γενικότερα, η εγκεφαλική λειτουργία των παιδιών που είχαν υιοθετήσει αυτή την ανθυγιεινή συνήθεια ήταν διαφορετική συγκριτικά με τα συνομήλικα παιδιά που δεν έπιναν τόσο συχνά αναψυκτικά.
Για παράδειγμα, στη διαδικασία ελέγχου των παρορμήσεων, τα παιδιά που κατανάλωναν αυτά τα ροφήματα κατέγραφαν χαμηλότερη δραστηριότητα σε μια περιοχή του εγκεφάλου, στην οποία παρουσιάζουν μειωμένη δραστηριότητα τα παιδιά με διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητα (ADHD) και άτομα που κάνουν χρήση ουσιών.
Στο τεστ εργασιακής μνήμης, επιπροσθέτως, τα παιδιά με την ανθυγιεινή συνήθεια παρουσίασαν λιγότερη ενεργοποίηση σε μια περιοχή του εγκεφάλου, που αποτελεί μέρος του μετωπιαίου λοβού. Προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι η μειωμένη ενεργοποίηση στον μετωπιαίο φλοιό σχετίζεται με χαμηλότερη χωρητικότητα μνήμης εργασίας.
Συνολικά, αυτά τα ευρήματα υποδηλώνουν έντονα μια συσχέτιση μεταξύ της καθημερινής κατανάλωσης αναψυκτικών και της χαμηλής μνήμης εργασίας και υψηλής παρορμητικότητας, που αναγνωρίζονται ως παράγοντες κινδύνου για κατάχρηση ουσιών.
Η επικεφαλής συντάκτρια της μελέτης, Mina Kwon, από το Τμήμα Ψυχολογίας του Εθνικού Πανεπιστημίου της Σεούλ, εξηγεί: «Τα ευρήματά μας υποδηλώνουν ότι η καθημερινή κατανάλωση καφεινούχων αναψυκτικών από τα παιδιά είναι προγνωστική για τη χρήση ουσιών στο εγγύς μέλλον. Μια πιθανή εξήγηση είναι ότι οι ουσίες που περιέχονται σε αυτά τα ροφήματα θα μπορούσαν να προκαλέσουν μια τοξικολογική επίδραση στον εγκέφαλο, καθιστώντας το άτομο πιο ευαίσθητο στις ενισχυτικές επιδράσεις σκληρότερων ουσιών, όπως το αλκοόλ».
Πρόκειται για μια επιστημονική θεωρία που υποστηρίζει ότι τα παιδιά που είναι λιγότερο ικανά να ρυθμίζουν τις παρορμήσεις τους, είναι πιο πιθανό να αναζητήσουν ουσίες όπως η καφεΐνη σε νεαρή ηλικία. Στη συνέχεια, καθώς μεγαλώνουν, καθίσταται ευκολότερη η πρόσβαση σε ουσίες, όπως το αλκοόλ ή τα ναρκωτικά.
Η ομάδα εμπειρογνωμόνων συνιστά μια «κρίσιμη ανάγκη» για μελλοντική έρευνα. «Αναγνωρίζουμε ότι πολλές μεταβλητές, εκτός από την πρόσληψη καφεΐνης, μπορεί να μεσολαβούν στη σχέση μεταξύ νευροσυμπεριφορικών παραγόντων κινδύνου και μελλοντικής χρήσης αλκοόλ. Παρ’ όλα αυτά, είναι ζωτικής σημασίας να αναπτυχθούν συστάσεις βασισμένες σε στοιχεία για την κατανάλωση τέτοιου είδους ροφημάτων από τα παιδιά.
Δεν υπάρχει κατανάλωση που να θεωρείται ασφαλής για τα παιδιά, ενώ ορισμένα μπορεί να είναι πιο ευάλωτα στις πιθανές επιπτώσεις», καταλήγει ο καθηγητής Woo-Young Ahn, Διευθυντής του Εργαστηρίου Υπολογιστικής Κλινικής Επιστήμης στο Εθνικό Πανεπιστήμιο της Σεούλ.