Aπόσπασμα από το βιβλίο "Κρουσώνας- Από το μύθο στην ιστορία" του Μύρων και Γιώργη Ξυλούρη
Το βράδυ της 7ης Νοεμβρίου 1866 ξεκίνησαν από τα Κρουσανιώτικα όρη εκατόν είκοσι έξι Κρουσανιώτες οπλισμένοι, με σκοπό να ενισχύσουν τους πολιορκημένους της μονής Αρκαδίου.
Κατά την διάρκεια της νυκτερινής διαδρομής τους ξέσπασε δυνατή βροχή και τους έβρεξε το μπαρούτι, με αποτέλεσμα να αναγκαστούν να σταματήσουν την πορεία τους και να περάσουν το υπόλοιπο της νύχτας στο χωριό Ανώγεια. Στ’ Ανώγεια είχαν συγκεντρωθεί και άλλοι επαναστάτες με σκοπό να βοηθήσουν και αυτοί στο Αρκάδι.
Ο Μουσταφά Πασάς πληροφορήθηκε για την συγκέντρωση των επαναστατών στ’ Ανώγεια και για να τους απασχολήσει ώστε να μην βοηθήσουν τους πολιορκημένους στο Αρκάδι, έδωσε εντολή στον Ρεσίτ Πασά να εξορμήσει με τον στρατό του στο Μυλοπόταμο και να συντρίψει τους επαναστάτες. Στις 8 Νοεμβρίου ο Ρεσίτ Πασάς ξεκίνησε από το Μεγάλο Κάστρο με όλο τον τακτικό στρατό του καθώς και τους άτακτους Τουρκοκρητικούς κατά των συγκεντρωμένων επαναστατών στ’Ανώγεια. Οι συγκεντρωμένοι επαναστάτες τα ξημερώματα πληροφορήθηκαν ότι δεν μπορούσαν να επέμβουν στο Αρκάδι λόγω της ισχυρής δύναμης των Τούρκων.
Οι Κρουσανιώτες αποφάσισαν να επιστρέψουν στο Μαλεβίζι απ’ τη μεριά που βρίσκεται το Γωνιανό φαράγγι. Όταν έφτασαν στην ανατολική είσοδο του φαραγγιού, αντιλήφθηκαν το τουρκικό στράτευμα που όδευε προς τ’ Ανώγεια. Αποφάσισαν τότε να αμυνθούν πιάνοντας τις κατάλληλες θέσεις μάχης ενώ συγχρόνως έστειλαν ένα αγγελιοφόρο στ’ Ανώγεια για να ενημερώσει τους εκεί επαναστάτες να προστρέξουν σε βοήθεια.
Οι Κρουσανιώτες αγωνιστές πολέμησαν με λύσσα προσπαθώντας να κρατήσουν τις θέσεις τους. Σύντομα ενισχύθηκαν και από ένοπλα σώματα Ανωγειανών και Μυλοποταμίτων που μάχονταν στο πλευρό τους. Η μάχη αυτή, που κράτησε πάνω από τέσσερις ώρες, ανάγκασε τον Ρεσίτ Πασά να αποσυρθεί, αφού άφησε τριάντα δυο νεκρούς και αρκετά λάφυρα.
Οι επαναστάτες είχαν μερικούς τραυματίες, μεταξύ αυτών οι τρεις ήταν Κρουσανιώτες. Οι Κρουσανιώτες μετά την λήξη της μάχης κατευθύνθηκαν στα ορεινά του Κρουσώνα όπου την επομένη μέρα έδωσαν άλλη μια μάχη μαζί με άλλους επαναστάτες στο χωριό Ασίτες κατά του τουρκικού στρατεύματος. Οι απώλειες των Τούρκων στην μάχη αυτή ήταν τέσσερις νεκροί.
Το βράδυ της ίδιας μέρας (9 Νοεμβρίου μία ώρα μετά την δύση του ηλίου) οι πολιορκημένοι στη μονή Αρκαδίου έλαβαν τη γενναία απόφαση από κοινού να αυτοθυσιαστούν παρά να πέσουν στα χέρια των Οθωμανών. Η φοβερή έκρηξη που προκλήθηκε από τους πολιορκημένους Έλληνες στην πυριταδαποθήκη συμπαρέσυρε στο θάνατο πλήθος αγωνιστών και γυναικόπαιδων. Μεταξύ των ανδρείων αγωνιστών του Αρκαδίου που πέρασαν στο πάνθεο των ηρώων ήταν και ο εικοσιοκτάχρονος Κρουσανιώτης Εμμανουήλ Σπυριδάκης.
Ο Λουτρακιανός αγωνιστής Αρτέμιος Κρασάς επέζησε του ολοκαυτώματος που προκλήθηκε στο Αρκάδι, συνελήφθη από τους Τούρκους και οδηγήθηκε μαζί με άλλους αιχμαλώτους στο Ρέθυμνο όπου έκτοτε χάθηκαν τα ίχνη του δια παντός. Η εθελοθυσία του Αρκαδίου αποδεικνύει τον μέγα πόθο των Κρητικών για ελευθερία και Ένωση της Κρήτης με την μητέρα Ελλάδα. Αρκετοί άνθρωποι του πνεύματος σε ολόκληρη την Ευρώπη δήλωσαν αισθήματα συμπάθειας υπέρ των Κρητικών που μάχονταν για την ελευθερία τους και παρότρυναν τις κυβερνήσεις τους να επέμβουν στο Κρητικό Ζήτημα ώστε να απελευθερωθεί η Κρήτη από τον Οθωμανό δυνάστη.
«Η ηρωϊκή Μονή, η δίκην Φρουρίου αγωνιζομένη αποθνήσκει, ως ηφαίστειον. Τα Ψαρά δεν είναι επικώτερα, το Μεσολόγγι δεν είναι υψηλότερο… Βίκτωρ Ουγκώ»