Το ελληνικό ελαιόλαδο, γνωστός "υγρός χρυσός" της χώρας, παραμένει αναξιοποίητος θησαυρός, καθώς, παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι η τρίτη μεγαλύτερη παραγωγός χώρα στην Ευρώπη και η πέμπτη παγκοσμίως, το 80% της παραγωγής της εξάγεται "χύμα" στην Ιταλία.
Εκεί, τυποποιείται και πωλείται ως ιταλικό προϊόν στις διεθνείς αγορές.
Η διαδικασία αυτή, γνωστή και ως “ιταλοποίηση”, δεν συναντά σημαντικά εμπόδια, καθώς όλα τα απαραίτητα έγγραφα εκδίδονται νόμιμα. Ωστόσο, όπως επισημαίνουν στελέχη της αγοράς, οι απαιτούμενοι έλεγχοι συχνά παραλείπονται. «Οι Ιταλοί έμποροι έρχονται σε συμφωνία με τις ελαιοκομικές ενώσεις για να καθορίσουν τις ποσότητες που επιθυμούν να αγοράσουν. Με νόμιμα παραστατικά παραλαμβάνουν το ελληνικό ελαιόλαδο. Όταν φτάσουν στην Ιταλία, όμως, τα παραστατικά αλλάζουν και γίνονται ιταλικά», αναφέρει υψηλόβαθμο στέλεχος από μεγάλο συνεταιρισμό της Πελοποννήσου. Επιπλέον, υπάρχουν έμποροι που αγοράζουν το προϊόν χωρίς παραστατικά και δημιουργούν ψεύτικα όταν φτάσει στη γειτονική χώρα.
Το ελληνικό ελαιόλαδο αναμειγνύεται με λάδια από άλλες χώρες και πωλείται ως ιταλικό, καθιστώντας τη διαδικασία εξαιρετικά κερδοφόρα για τους Ιταλούς εμπόρους. «Το ελαιόλαδο που εξάγεται δεν πωλείται ποτέ ατόφιο. Συνήθως αναμειγνύεται με προϊόντα από άλλες χώρες, χαμηλώνοντας το κόστος και αυξάνοντας το περιθώριο κέρδους», επισημαίνει εκπρόσωπος του ελαιοκομικού κλάδου.
Σημειώνεται ότι οι Ιταλοί τυποποιούν το ελληνικό ελαιόλαδο με το δικό τους brand, εμφανίζοντας καθαρά την ελληνική προέλευση. Όμως, το προϊόν ενδέχεται να περάσει στην αντίληψη των καταναλωτών ως ιταλικό.
Όσον αφορά τις ποσοτικές εξαγωγές χύδην ελαιολάδου, οι εκτιμήσεις κυμαίνονται από 110.000 έως 120.000 τόνους, με την τιμή εξαγωγής να ανέρχεται στα 7,5 ευρώ το κιλό. Στη συνέχεια, το προϊόν πωλείται στην Ιταλία ως επώνυμο ελαιόλαδο, φτάνοντας μέχρι και 17 ευρώ το λίτρο, παρά την αναλογία του με λάδια άλλων χωρών.
Τα εμπόδια για τους Έλληνες παραγωγούς
Αναρωτιέται κανείς γιατί οι Έλληνες παραγωγοί δεν εκμεταλλεύονται την ποιότητα του ελληνικού ελαιολάδου για να το τυποποιήσουν οι ίδιοι και να το εξάγουν. Η απάντηση έρχεται από την έλλειψη πόρων και δικτύου πωλήσεων, που περιορίζει την πρόσβαση τους στις διεθνείς αγορές.
«Είναι εφικτό να το τυποποιήσουμε, αλλά δεν μπορούμε να το πουλήσουμε εκτός Ελλάδας λόγω έλλειψης ρευστότητας. Το χύμα ελαιόλαδο προπληρώνεται, ενώ για το τυποποιημένο απαιτείται αναμονή 5-6 μηνών για πληρωμές», εξηγεί εκπρόσωπος μεγάλου συνεταιρισμού. Επίσης, το κόστος παραγωγής υψηλής ποιότητας ελαιολάδου είναι μεγάλο. Οι συνεταιρισμοί θα αναγκάζονταν να πουλήσουν γύρω από 14-15 ευρώ το λίτρο, καθιστώντας το προϊόν μη προσιτό για πολλούς καταναλωτές.
Ένας ακόμη παράγοντας είναι το μικρό μέγεθος των εταιριών παραγωγής, οι οποίες δεν διαθέτουν τους απαραίτητους πόρους για την προώθηση του ελληνικού ελαιολάδου στις διεθνείς αγορές.
Το 2023, οι εξαγωγές ελαιολάδου έφτασαν σχεδόν το 1 δισεκατομμύριο ευρώ, όμως το 2024 αναμένεται σημαντική πτώση, κυρίως λόγω της μειωμένης παραγωγής και του αυξημένου κόστους του προϊόντος. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ., το εννεάμηνο του 2024 οι εξαγωγές στην κατηγορία «έλαια και λίπη» υποχώρησαν κατά 36,1%, φτάνοντας τα 782 εκατ. ευρώ, σε σύγκριση με 1,22 δισ. ευρώ την ίδια περίοδο πέρυσι. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται και άλλα είδη ελαίων, πέραν του ελαιολάδου.
Η ελληνική αγορά ελαιολάδου βρίσκεται σε σταυροδρόμι. Εάν δεν υπάρξει στρατηγική για την τυποποίηση και εμπορία του προϊόντος στην εγχώρια και ξένη αγορά, η πατρίδα του ελαιόλαδου κινδυνεύει να παραμείνει απλός προμηθευτής πρώτης ύλης, επιτρέποντας στους άλλους να απολαμβάνουν τα κέρδη και την αναγνώριση της ποιότητας.