Το Θαύμα του Αγίου Νικολάου-Προστάτη όσων μοχθούν στη θάλασσα αλλά και όσων αντιμετωπίζουν φουρτούνες στη ζωή τους.
Ο Άγιος Νικόλαος , γεννήθηκε στα Πάταρα της Λυκίας της Μικράς Ασίας, ενώ χωρίς να είναι γνωστή η ακριβής χρονολογία, τοποθετείται η γέννησή του γύρω στο 230 με 250 μ.Χ.
Γεννημένος σε ευσεβή και φωτισμένη οικογένεια, αν και έμεινε νωρίς ορφανός στην καρδιά και την ψυχή του πρόλαβαν οι γονείς του να ενσταλάξουν τη αγάπη , τη δικαιοσύνη και τη βαθιά πίστη για το χριστιανισμό. Προστάτης των ναυτικών αλλά και όσων οι φουρτούνες και οι ταλαιπωρίες της ζωής καταρρακώνουν την ψυχή τους, στάθηκε πάντα βράχος αρωγής για τους φτωχούς και απελπισμένους.
Στο Θαύμα που περιγράφουμε , η οικογένεια των Μικρασιατών , ήταν ακριβώς αυτοί οι ταλαιπωρημένοι, άνθρωποι, με τρία παιδιά , που εργάζονταν με τέχνη και έστεκαν το βιος και την οικογένειά τους, ξεριζωμένοι από τη βίαιη συμπεριφορά των Τούρκων το 1915 , στο κύμα φυγής πριν την καταστροφή της Σμύρνης το 1922, όταν πολλοί αποχωρούσαν καθώς οι Τούρκοι έκαναν από τότε αφόρητη την καθημερινότητα των χριστιανών.
Η οικογένεια είχε μακρά πορεία Τσεσμέ, Χίο Κρήτη , και το επάγγελμα όλα αυτά τα χρόνια, μοδιστρική. Όταν γεννήθηκε το 1916 η Μαρία, το τρίτο παιδί, έπασχε από παραμόρφωση στα δάχτυλα των ποδιών. Το πέλμα και τα δάχτυλα και στα δυο πόδια ένα κουβάρι και το κοριτσάκι δεν μπορούσε να περπατήσει.
Θεοσεβούμενοι οι γονείς, η Αργυρώ και ο Γιάννης , είχαν ταξιδέψει και στην Τήνο το προηγούμενο καλοκαίρι να ζητήσουν το Θαύμα από την Παναγία, με το κοριτσάκι στην αγκαλιά. Δύσκολες εποχές και οι άνθρωποι με ιδιαιτερότητες και δη σωματικές δυσπλασίες αντιμετωπίζονταν σα μιάσματα και μάλιστα η κακεντρέχεια και η πνευματική φτώχεια οδηγούσε τους ανθρώπους να θεωρούν κατάρα από το Θεό, τη δυσπλασία του παιδιού. Αν είναι ποτέ δυνατόν ο Θεό να τιμωρεί μέσω μικρών παιδιών .
Το Θαύμα πραγματοποιήθηκε στη συνοικία Φορτέ Τζαμί. Το σπίτι της οικογένειας είχε πάνω δώμα και εκεί βρίσκονταν οι εικόνες. Ήταν Χειμώνας μέρα της γιορτής του Αγίου. Αν και το ταξίδι στην Τήνο δεν είχε
θεραπεύσει τη μικρή εντούτοις η πίστη της οικογένειας δεν είχε καμφθεί και συνέχιζαν να ελπίζουν και να προσδοκούν σε ένα Θαύμα. Και το Θαύμα έγινε. Το κοριτσάκι καθισμένο στον καναπέ , περίπου τριών χρονών έπαιζε.
Η μητέρα του η κα Αργυρώ , παρακαλούσε τους Αγίους, άναβε στο δώμα το καντήλι για τη γιορτή του Αγίου Νικολάου. Όταν κατέβηκε , η μικρή Μαρία , στέκονταν μόνη της στη μέση του δωματίου με τα χεράκια της
ανοικτά. Τα πόδια της είχαν λυθεί. Η Αργυρώ κάλεσε το Γιάννη που έτρεξε από τη δουλειά.
Το παιδί με όσες κουβέντες μπορούσε, αφηγήθηκε ότι ένας ηλικιωμένος με άσπρα γένια και μαλλιά τη σήκωσε στην αγκαλιά του και την απίθωσε στη μέση του δωματίου. Όλοι συνδύασαν τη μορφή όπως και τη μέρα 6 Δεκεμβρίου με τον Άγιο Νικόλαο. Ολόκληρη η συνοικία έμαθε για το θαύμα, οι καμπάνες χτύπησαν δυνατά. Μικρός ο κόσμος τότε και μαθεύτηκε αμέσως η χαρμόσυνη είδηση. Το γέλιο με το κλάμα ανακατεύτηκαν.
Η Μαρία μεγάλωσε και ήταν όμορφη και δοτική. Έκανε κι εκείνη τρία παιδιά και η παράδοση του θαύματος συνεχίζεται προφορικά, αυτή τη φορά και γραπτά.
Συραγώ Χορταριά