Οι εορτές των Χριστουγέννων της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων στην Τύλισο είναι γεμάτες πλούσια παράδοση, έθιμα και συμβολισμούς, που αποτυπώνουν τα ήθη και τις αξίες μιας άλλης εποχής.
Αυτά τα έθιμα, γεμάτα με την απλότητα και τη σοφία των προγόνων, διατηρούν την αυθεντικότητα της κρητικής κουλτούρας και την αίσθηση της ενότητας και της οικογένειας.
Η εορταστική προετοιμασία ξεκινούσε από τις 14 Νοεμβρίου, ημέρα του Αγίου Φιλίππου, με την έναρξη της νηστείας της Σαρακοστής.
Την καταγραφή έκανε η Κοκολάκη Στέλλα, φοιτήτρια στο τμήμα Φιλολογίας του Παν/μίου Αθηνών, το 1969, η οποία κατάγεται από την Τύλισο.
Το τεσσαρακονθήμερο προ της εορτής των Χριστουγέννων
Του Αγίου Φιλίππου (14 Νοεμβρίου) λέγουν:
Ο βοσκός φιλεί την κόρη (κατεβαίνει στον κάμπο)
κι η πηλιά (πούλια) φιλεί τ' αόρι (βασιλεύει)
κι ο ζευγάς την έχερη (η χειρολαβή του αλετριού).
Η παροιμία είναι σχετική με τη σπορά.
✮ Του Αγίου Ανδρέα του «τρυποτηγανά» όποιος δεν κάμει τηγανίτους τρυπά το τηγάνι ντου.
Το δωδεκαήμερον
✮ Παραμονή των Χριστουγέννων
Ζυμώνεται το Χριστόψωμο. Τα κουλούρια που κάνομε τα λέμε «κουλούρια χριστουγενιάτικα». Η καθεμιά τα κάνει όπως θέλει. Δεν υπάρχει ορισμένος τρόπος. Επίσης κάνομε και τα πουλιά ή πέρδικες και τους βάνομε άσπρα αυγά.
✮ Σφάξιμο των χοίρων
Έρχονται οι πια στενοί συγγενείς για να σφάξουνε το χοίρο. Απής τονε σφάξουνε, τονε ζεματίζουνε με χοχλακιστό νερό και τονε σκεπάζουνε από πάνω με φάρδους. Τον έχουνε απάνω σε μια πόρτα που έχουνε ξεμασκουλεμένη. Άμα τονε μαδήσουνε τονε κρεμούνε για να τονε σκίσουνε. Τη χολή ντου τη φυλάγουνε για φάρμακο. Τηνε ποτίζουνε του γαϊδάρου όντε δα τονε κρατά πόνος. Άμα τονε πλύνουνε, τον αλατίζουνε και τονε λεμονιάζουνε, ύστερα του ανοίγουνε τη μπούκα του (=στόμα) και του βάνουνε ένα μεγάλο λεμόνι για να τρέχη το αίμα. Ύστερα τονε φέρνουνε μέσα στο σπίτι και τονε κρεμούνε από τα μεσοδόκια και τονε σκεπάζουνε με το κνισάρι ντου για να μην τονε κατουρήσει λέει ο καλικάντζαρος. Επίσης του βάνουνε απάνω και μια κνισάρα για τον ίδιο λόγο.
✮ Σαρακοστή
Μια μεγάλη γυναίκα που κάθεται στην καμινάδα και έχει τα πόδια τζη κρεμασμένα μέχρι κάτω. Άμα, λέει, δα ψήσουνε κρέας δα παίξει μια στο τσικάλι και δα το χύσει.
✮ Παραμονή Πρωτοχρονιάς
Κάνουνε κουλουράκια σισαμωτά, καβρούς, ζεμπίλια, κούκλες, πατητά (=καλοχερίδια). Επίσης κάνουνε και δίπλες με το μέλι και το σισάμι και κουραμπιέδες.
Αποσπέρας ο άντρας (ένας άντρας) από κάθε σπίτι θα πομείνει στο καφενείο ίσαμε να ‘λλάξει η νύχτα κι έρχεται ύστερα και κάνει το «ποδαρικό». Αλλά πολλές φορές, το κάνει την ημέρα τση πρωτοχρονιάς όποιος νάναι. Όποιος κάμει το ποδαρικό κρατά και μια πέτρα και τη βάνει μέσα και λέει «καλό χρόνο». Ύστερα καθίζει απάνω στην πέτρα για να κλωσήσει και η όρνιθα.
Επίσης ο άντρας γεμίζει το σταμνί νερό από τη βρύση.
Πολύ συνηθίζεται και η «καλή χέρα» δηλαδή λεφτά που δίνουνε στα μικρά ιδίως παιδιά οι συγγενείς οι στενοί, για το καλό του χρόνου.
✮ Παλιά κάλαντα Πρωτοχρονιάς
Ταχιά-ταχιά ‘ν’ αρχιμενιά κι αρχή του Γεναρίου
κι αρχή που βγήκεν ο Χριστός στη γη κι επεριπάτει
και βγήκε και χαιρέτιξε όλους τσι ζευγολάτες
ο πρώτος που χαιρέτηξε ήταν ο Άϊ Βασίλης.
– Καλώς τα κάνεις Βασιλειό, καλό ζευγάριν έχεις.
– Καλό το λέω αφέντη μου καλό και βλοημένο,
απού το βλόγησ’ ο Χριστός με τη δεξά ντου χέρα,
με τη δεξά με τη ζερβή με τη μαλαματένια.
– Πες μας να ζήσεις Βασιλειό τί σπέρνεις την ημέρα;
– Σπέρνω σιτάρι δώδεκα κριθάρι δεκαπέντε,
ταγή και ρόβι δεκαοχτώ κι από νωρίς στο στάβλο.
– Ασήμι νάν’ τ’αλέτρι σου, μάλαμα ο ζυγός σου,
τ' απανοζεύλια του ζυγού αθός του μαλαμάτου.
Το βουκεντράκι που κρατάς βασιλικού κλωνάρι
και νάσαι και του λόγου σου, σαφή μαργαριτάρι.
Επόπαμε του Βασιλειού να πούμε και τ’ αφέντη:
– Ξύπνησ’ αφέντη, ξύπνησε, ξύπνησε να δειπνήσεις
να φας από λαγού μερί κι από αγριμιού τη μέση
κι από τση μαύρης όρνιθας όποια γουλιά σ’ αρέσει.
Επόπαμε τ’ αφέντη μας να πούμε τση κεράς μας:
Κερά μαρμαροτράχηλη και φεγγαροστηθούσα
κερά το παπουτσάκι σου είναι κακοραμμένο
και φέρε μου το στο σκολειό να σου το καλοράψω.
Να βάλω αϊτούς, σταυραϊτούς, πουλιά και χελιδόνια,
να κελαϊδούνε τα πουλιά να λέν τα χελιδόνια:
– Κερά ‘κκλησά ‘θελα γενείς με τσι χρυσές κολώνες.
Κάθε κολώνα το κερί και κάθε δυο το λάδι,
και κάθε τρείς και τέσσερις τ’ αρσενικό λιβάνι.
Επόπαμενε τση κεράς, να πούμε και τση κόρης:
– Έχετε κόρη όμορφη γραμματικός τη θέλει,
μ’αν είναι και γραμματικός, πολλά λεφτά γυρεύγει.
Γυρεύγει αμπέλια ατρύγητα, χωράφια με τα στάχυα,
γυρεύγει και την κοπελιά με τα ψηλά παλάθια.
Επόπαμε τση κόρης σας, να πούμε και του γιού σας:
Έχετε γιό στα γράμματα, βαλτό στο ψαλητήρι,
του χρόνου σανε σήμερο να βάλη πετραχείλι.
Επόπαμε και του υιού, να πούμε και τση βάγιας:
Βάστα, βαγι’ άψε το κερί, βαγίτσα το διπλέρι
και κάτσε και λογάριασε, ίντα δα μα σε φέρεις.
Γη απάκι, για λουκάνικο, γη αφράτο παξιμάδι
γη από τση μαύρης όρνιθας κιανένα αυγουλάκι.
Κι αν είναι από τση γαλανής, ας είναι ζευγαράκι
κι από τον πόρο του βουτσού(βαρελιού) να πιούμε μια γεμάτη.
Επά που καλαντίσαμε, καλά μας επλερώσαν
καλά νάναι τα τέλη ντος και τα ποδόματά ντος.
Κι αν έχουν θηλυκό παιδί στα πούπουλα χωσμένο,
κι αν έχουν αρσενικό παιδί, στη σέλα καβαλάρης.
Κι από χρόνου!
✮ Παραλλαγή
Άι Βασίλης έρχεται, από την Καισαρεία
βαστά εικόνα και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι.
Του παραγύραν τα χαρθιά κι εχύθη το μελάνι
και βάψανε τα ρούχα του, του μοσχοκανακάρη.
Κι η μάνα του τον ήδειρε μ'ένα χρυσό βιτσάλι,
ως κι η κερά δασκάλισσα με τα κλαδιά το μόσκο.
Και παίρνον ντου τα κλάϋματα στο σπίτι ντου και πάει,
γυρίζουν, τριγυρίζουν τον στη μέση τονε βάνουν.
– Πες μας να ζήσεις Βασιλειό πες μας ’να τραγουδάκι.
– Μα ’γω γράμματα μάθαινα, τραγούδια δεν ηξεύρω.
– Και σαν ηξεύρεις γράμματα, πες μας την αλφαβήτα.
Και στο ραβδί ντου κούμπισε, να πει την αλφαβήτα,
μα το ραβδί ήτανε ξερό, χλωρούς βλαστούς επέτα,
κι απάνω στσι χλωρούς βλαστούς αϊτοφωλιά χτισμένη
κι απάνω στην αετοφωλιά χώρα ξετελεμένη.
✮ Θεοφάνεια
Την ημέρα των Φώτων (τω φωτώ) παίρνουνε Αγιασμό και ρίχνουνε στο σπίτι, στο αμπέλι και στην ελιά.
𝝨𝝟𝝚𝝭𝝚𝝞𝝨-𝝥𝝖𝝦𝝖𝝩𝝜𝝦𝝜𝝨𝝚𝝞𝝨
Η αρχαία συνήθεια της θυσίας χοίρου κατά τις τελευταίες ημέρες του χρόνου καταφέρνει να επιβιώσει πολύ εύκολα στα βυζαντινά χρόνια και να παραμείνει μέχρι και το τρίτο τέταρτο του 20ου αιώνα ως κυρίαρχο στοιχείο του χριστουγεννιάτικου εθιμολογίου.
Για τον Κρητικό κάτοικο της υπαίθρου ο Άγιος Βασίλης ήταν ζευγολάτης που ξημεροβραδιαζόταν στα χωράφια για να προλάβει τη σπορά πριν προχωρήσει ο χειμώνας. Έσπερνε κριθάρι, σιτάρι, ταγή και ρόβι, όπως λένε τα κάλαντα, όπως έκανε και ο κάθε κρητικός αγρότης.
Για να αποφευχθούν ανεπιθύμητες πρωτοχρονιάτικες επισκέψεις, οι άνθρωποι λάμβαναν τα μέτρα τους επιλέγοντας για το «ποδαρικό» της χρονιάς ένα παιδί άκακο και προκομμένο. Ωστόσο, σε πολλές περιοχές δεν το διακινδυνεύανε. Αντί για άνθρωπο επέλεγαν ένα ζώο ή ένα εικόνισμα. Κατά γενικό κανόνα, οι οικογένειες που είχαν ως κύρια κατεύθυνσή τους την αγροτική παραγωγή, επέλεγαν μιαν αγελάδα για να τους κάνει το ποδαρικό. Κι αν είχαν ως προτεραιότητα την κτηνοτροφία, ένα πρόβατο.