Ήθη και έθιμα για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νέοι – Οι εορταστικές συνήθειες, που άλλοτε ενθουσίαζαν μικρούς και μεγάλους, σύντομα θ’ αποτελούν μια όμορφη ανάμνηση για όσους τις ζούσαν και αναβίωναν κάθε χρόνο
Η ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ για την άφιξη του νέου χρόνου άρχιζε φυσικά από πολύ νωρίς, με την είσοδο στο 40ήμερο των νηστειώνΑϊ-Βασίλη Βασιλιά, δείξε μου τζι εμέν την τύχη μου… φώναζαν οι παλιοί μπροστά στο τζάκι, ενώ αναρωτιούνται οι τωρινοί για τη σημασία τού στίχου.
Ήθη και έθιμα μιας άλλης εποχής – όχι τόσο μακρινής χρονικά από τη σημερινή. Κι όμως, μεγάλο μέρος της παράδοσης και αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορίας μας τείνει να μείνει τυπωμένο στις σελίδες των βιβλίων.
Οι εορταστικές συνήθειες, που άλλοτε ενθουσίαζαν μικρούς και μεγάλους, σύντομα θ’ αποτελούν μια όμορφη ανάμνηση για όσους τις ζούσαν και αναβίωναν κάθε χρόνο, ενώ οι μικρότεροι δεν θα έχουν την εμπειρία αλλά ούτε και τη γνώση των παραδοσιακών μας εθίμων.Το «ασπρόγιασμα», τα ζυμώματα, τα δίστιχα και τρίστιχα που τιμούσαν την κάθε άγια μέρα, το πέταμα της ελιάς στη νισκιά και άλλα πολλά έκαναν ακόμη πιο γιορτινό το κλίμα της εποχής.
Μιας εποχής όπου το κάθε σπιτικό πλημμύριζε από χαρά, γλέντι, άφθονο φαγητό, μα πάνω απ’ όλα αγάπη, όπως είπαν όσοι θυμούνται τη δική τους Πρωτοχρονιά, στον δικό τους τόπο.
Πρωτοχρονιά με… κόλλυβα
Η προετοιμασία για την άφιξη του νέου χρόνου άρχιζε φυσικά από πολύ νωρίς, με την είσοδο στο 40ήμερο των νηστειών. Η καθαρότητα του σώματος από τα «μυλλωμένα» ήταν βασική αρχή για την υποδοχή του νέου έτους. Το «ασπρόγιασμα», δηλαδή το εξωτερικό βάψιμο του σπιτιού, γινόταν σε κάθε σπίτι, επειδή το νέο έτος σηματοδοτούσε μια νέα αρχή. Σε πολλές περιοχές, όπως και στα Άρδανα της επαρχίας Αμμοχώστου, ράντιζαν το πάτωμα με ασβέστη και με τη βοήθεια κάποιου ξύλου δημιουργούσαν διάφορους σχηματισμούς, ώστε να φαίνεται το σπίτι καινούριο. Το «χύλωμα» του φούρνου ήταν απαραίτητο για να δεχτεί τα ζυμώματα των νοικοκυρών.
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς οι γυναίκες ετοίμαζαν κόλλυβα για να φάει ο Αϊ-Βασίλης.
Στο Ριζοκάρπασο, μάλιστα, πρόσθεταν αμυγδαλόψιχα, ρόδι, σταφίδες και σησάμι, και τα έλεγαν «βασιλούθκια». Πάνω σε αυτά έβαζαν τη βασιλόπιτα με ένα κερί αναμμένο, προς τιμήν του Αγίου.
Ένα άλλο ζύμωμα κατ' εξοχήν παραδοσιακό ήταν ο «Βασίλης». Ένα ανθρωπόμορφο ψωμί, που το κρεμούσαν με μια κόκκινη κορδέλα από την «καρελιά» και το φύλαγαν μέχρι την επόμενη χρονιά.
Στην Ανώγυρα της Λεμεσού και όχι μόνο τοποθετούσαν και κλωνάρια της ελιάς δίπλα από ένα δοχείο με κρασί. Πολλές φορές έβαζαν το πορτοφόλι του νοικοκύρη για να το «γεμίσει» ο Αϊ-Βασίλης και μια χτενιά.
Στην Κυθρέα η βασιλόπιτα ήταν σ’ ένα κόσκινο στο πατάρι του σπιτιού. Κοντά της ήταν πάντοτε κι ένα καντήλι αναμμένο όλη τη νύκτα. Ο Αϊ-Βασίλης που επισκεπτόταν το σπίτι θα δοκίμαζε το δείπνο, θα έπινε το κρασί, θα κτένιζε τα γένια του και θα ευλογούσε τα αγαθά του σπιτιού.
Κάθε τους ενέργεια, κάθε ζύμωμα, κάθε ευχή δεν ήταν τυχαία. Τα πάντα γίνονταν για να εξασφαλίσουν την καλή τύχη καθ’ όλην τη νέα χρονιά.Γι' αυτόν τον σκοπό έριχναν και μερικά κόλλυβα στις φάτνες των βοδιών.
Η παράδοση, μάλιστα, θέλει τα βόδια να τραγουδούν «φάτε να φάμεν τζι ένι που τους κόπους μας». Στο Ριζοκάρπασο έριχναν λίγα κόλλυβα στις στέγες των σπιτιών, ενώ στην Πιτσιλιά βράζουν τα κόλλυβα κατά τα Κάλαντα των Φώτων. Προς Πάφο μεριά, συνήθιζαν να ρίχνουν λίγο σιτάρι στο θυμάρι της στάμνας του νερού. Με την υγρασία του νερού το σιτάρι βλαστούσε και ονομαζόταν «Βασίλης».
Στον Άγιο Δημήτριο Μαραθάσας, το πρωί της Πρωτοχρονιάς συναγωνίζονταν οι γυναίκες για το ποια θα πρωτοπάει στη βρύση με τη στάμνα της, για να πάρει τα «κάλλη της βρύσης».
Αϊ-Βασίλη Βασιλιά…
Το βράδυ της παραμονής όλη η οικογένεια μαζευόταν στο σπίτι. Το καθαρό και νέο πολλές φορές τραπεζομάντιλο στρωνόταν ευλαβικά πάνω στο τραπέζι.
Το πλούσιο δείπνο απλωνόταν στο τραπέζι, ενώ το κρασί δεν έλειπε ποτέ από 'κεί. Τα παστά που έφτιαχνε κάθε νοικοκυρά από τον οικόσιτο χοίρο, που μεγάλωνε ειδικά για να θρέψει όλη την οικογένεια -όχι μόνο την περίοδο των γιορτών αλλά όλη τη χρονιά- στόλιζαν γευστικά τον εσωτερικό χώρο του σπιτιού.
Τα διάφορα ψητά είχαν την τιμητική τους, ενώ σε πολλές περιοχές όπως και στη Μόρφου, καθιερωμένο γιορτινό φαγητό ήταν το χοιρινό με τα παντζάρια, τα κουπέπια και τ’ αφέλια.
Μετά το γιορτινό φαγοπότι ακολουθούσαν ειδικές «τελετουργίες», για να σιγουρέψουν οι νοικοκύρηδες ότι ο Άγιος θα έρθει στο σπίτι τους. Οι νεαρές κοπέλες που κάθονταν γύρω από το τζάκι (τσιμινιά) έριχναν πάνω στα κάρβουνα χλωρά φύλλα ελιάς, λέγοντας κάποιες επικλήσεις στον Άγιο Βασίλη για να τους φανερώσει αν τους αγαπά αυτός που έχουν στο μυαλό τους. «Αϊ-Βασίλη Βασιλιά, τζιαι πρωτολουτουρκίτη, επήες πέρα των περών τζ’ ηύρες την τύχην των τυχών, ηύρε τζι εμέ την τύχη μου τζιαι πε της πως την σσιαιρετώ τζιαι να 'ρτει πόψε να την δω, δείξε τζιαι φανέρωσε για τούτην την δουλειάν αν μ’ αγαπά ο…».
Αν το φύλλο της ελιάς αναπηδούσε στη φωτιά με κρότο, σήμαινε ότι υπάρχει αγάπη από το πρόσωπο που κατονομάστηκε, αλλιώς όχι.
Γουρλίδικη χρονιά
Η ΛΑΪΚΗ αντίληψη έλεγε ότι όπως θα περάσει η μέρα της Πρωτοχρονιάς θα περάσει κι ολόκληρος ο χρόνος. Έτσι οι κάτοικοι του κάθε χωριού πρόσεχαν την κάθε τους κίνηση όλη εκείνη την ημέρα. Αν και είναι αργία, πολλοί δούλευαν λίγο για να 'χουν δουλειά όλον τον χρόνο.
Δεν δανείζουν χρήματα την ημέρα αυτή, ωστόσο προσπαθούν να πάρουν περισσότερα με κάθε τρόπο. Οι άντρες που έπαιζαν χαρτιά στα καφενεία προσπαθούσαν πολύ να κερδίσουν, για να είναι οι τυχεροί της χρονιάς. Αυτό ίσχυε και για όσους έκαναν ποδαρικό στο σπίτι τους.
Αυτός που πρώτος θα 'μπαινε στο σπίτι θα έπρεπε να μπει με το δεξί πόδι και να 'ναι και τυχερός.
Η καμπάνα τα μεσάνυκτα σηματοδοτούσε την έλευση του νέου χρόνου και ένα παιδί που εθεωρείτο τυχερό έκανε ποδαρικό στα σπίτια. Από την άλλη, στο Ριζοκάρπασο οι πόρτες παρέμεναν κλειστές όλη τη μέρα για να αποφύγουν την επίσκεψη ενός κακότυχου, που θα κουβαλούσε για όλη τη χρονιά κακή τύχη στο σπίτι. Κακοτυχία επίσης μπορούσε να φέρει ένας σκύλος όταν έμπαινε στο σπίτι την Πρωτοχρονιά, ενώ καλοτυχία μπορούσαν να φέρουν οι κουμπάροι που ερχόντουσαν να φέρουν τα δώρα στα βαφτιστήρια τους. «Με το δεξί να μπει, με το δεξί να βγει», έλεγαν, για να 'ναι καλή όλη η χρονιά.
Ο τυχερός της χρονιάς αναδεικνυόταν τότε όπως και σήμερα με το κόψιμο της βασιλόπιτας. Αυτός που βρίσκει το χρυσό φλουρί στην πίτα θεωρείται ο πιο τυχερός, που η χρονιά θα του τα φέρει όλα όπως τα θέλει. Σε μερικές περιοχές του τόπου μας, η τύχη συνοδεύεται με φτάρνισμα. Όποιος φταρνιζόταν ανήμερα την Πρωτοχρονιά, θα ζούσε και την επόμενη χρονιά.
Μερικοί συνήθιζαν να κρεμάζουν στα δοκάρια του σπιτιού ή της μάντρας μιαν «αβρόσσιλλα»(σκιλλοκρεμμύδα) και την άφηναν εκεί όλον τον χρόνο. Κάποιοι συνήθιζαν να μαζεύουν διπλούς βολβούς σκιλλοκρεμμύδας και τους έριχναν την Πρωτοχρονιά στις μάντρες, για να γεννήσουν οι προβατίνες δίδυμα. Υποδοχή του νέου χρόνου
Στο μεγαλύτερο μέρος της Κύπρου, όμως, τα περισσότερα από τα πατροπαράδοτα ήθη και έθιμά μας είναι καταχωνιασμένα στο ράφι μιας βιβλιοθήκης, αποτελώντας μια γλυκιά ανάμνηση για τους μεγαλύτερους, που συνηθίζουν ακόμη να διηγούνται διάφορες Πρωτοχρονιές από τα δικά τους παιδικά χρόνια. Το γλέντι και το φαγοπότι δεν λείπουν φυσικά από κάθε σπίτι, και το κυνήγι της τύχης ενόψει της νέας χρονιάς εξακολουθεί να ενθουσιάζει μικρούς και μεγάλους.
Η κοπή της βασιλόπιτας, αφού ο δείκτης του ρολογιού γυρίσει στις 12 τα μεσάνυκτα, ταυτόχρονα αναδεικνύει τον τυχερό της πρώτης μέρας του χρόνου και συνάμα όλης της χρονιάς.
Ο νικητής των διαφόρων παιχνιδιών, που είθισται να είναι μέρος της βραδιάς, θεωρείται επίσης ως το άτομο που θα κουβαλά μαζί του την τύχη για όλη τη χρονιά. Στη σημερινή εποχή, όμως, οι νεότεροι δεν κάθονται γύρω από το τζάκι ν’ ακούσουν τις ιστορίες του παππού, ούτε να περιμένουν κάποια φύλλα ελιάς να τους ομολογήσουν την τύχη τους. Οι πλείστοι, αφού ανταλλάξουν ευχές με τους συγγενείς τους, ορμούν στ’ αυτοκίνητα για να γιορτάσουν το νέο έτος στα διάφορα κέντρα διασκεδάσεως με τους φίλους τους.