Η οδήγηση είναι μια καθημερινή δραστηριότητα που συχνά θεωρούμε δεδομένη, αλλά οι συνέπειές της μπορεί να είναι καταστροφικές.
Στις ελληνικές πόλεις και δρόμους, εκατοντάδες άνθρωποι χάνουν τη ζωή τους κάθε χρόνο σε τροχαία ατυχήματα, και πίσω από κάθε στατιστική κρύβεται μια ανθρώπινη ιστορία και μια οικογένεια που βιώνει τον πιο οδυνηρό πόνο.
Η φράση «Πόσες μάνες θα κλάψουν ακόμα;» εξυπακούει την αγωνία και την ανησυχία που προκύπτουν από αυτή την πραγματικότητα. Μητέρες που θρηνούν τα παιδιά τους, γονείς που χάνουν την ελπίδα και οικογένειες που καταστρέφονται σε μια στιγμή. Κάθε απώλεια είναι μια δημόσια υπενθύμιση για το πόσο ευάλωτοι είμαστε στους δρόμους.
Ο αριθμός των τροχαίων ατυχημάτων παραμένει υψηλός και οι λόγοι είναι ποικιλόμορφοι: υπερβολική ταχύτητα, οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ, απροσεξία ή ακόμα και κακή κατάσταση των οδικών υποδομών. Παρά τις εκστρατείες ενημέρωσης και τις αυστηρότερες ποινές, φαίνεται ότι η αλλαγή στην οδήγηση και την κουλτούρα του δρόμου είναι μια αργή διαδικασία.
Αυτό που χρειάζεται είναι μια συλλογική προσπάθεια για να αλλάξει η νοοτροπία μας. Κάθε οδηγός έχει τη δύναμη να γίνει παράγοντας αλλαγής. Μικρές πράξεις, όπως η τήρηση των ορίων ταχύτητας, η αποφυγή της οδήγησης μεθυσμένος ή η χρήση της ζώνης ασφαλείας, μπορούν να κάνουν τη διαφορά και να προστατεύσουν ζωές.
Η υποστήριξη στους ανθρώπους που αντιμετωπίζουν την απώλεια λόγω τροχαίων ατυχημάτων πρέπει να είναι προτεραιότητα για την κοινωνία. Οι οικογένειες αυτές χρειάζονται αλληλεγγύη και κατανόηση, καθώς προσπαθούν να βρουν το δρόμο τους ξανά μετά από μια τόσο οδυνηρή εμπειρία.
Ας ελπίσουμε ότι οι δημόσιες αρχές, οι οργανώσεις και οι πολίτες θα ενωθούν ώστε οι δρόμοι μας να γίνουν πιο ασφαλείς για όλους. Μόνο τότε θα μπορέσουμε να μειώσουμε τον αριθμό των τροχαίων και, ίσως, να σταματήσουμε το κλάμα των μανάδων που θρηνούν τους ανθρώπους τους. Η αλλαγή ξεκινά με εμάς.