Υπήρξε, ίσως ο πιο αμφιλεγόμενος Ελληνας συγγραφέας, που στο πρόσωπο του συγκέντρωσε θανατικούς αντιπάλους με πρώτο το παπαδαριό.
“Μου δώσατε μια κατάρα, Άγιοι Πατέρες, σας δίνω μια ευχή: Σας εύχομαι να’ ναι η συνείδησή σας τόσο καθαρή όσο η δική μου και να είστε τόσο ηθικοί και θρήσκοι όσο είμαι εγώ”
Από την άλλη έτυχε παγκόσμιας αναγνώρισης και προτάθηκε από την Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών το 1946 για το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας μαζί με το Σικελιανό, ενώ το συγγραφικό του έργο μεταφράστηκε σε πολλές ξένες γλώσσες και πολλά από τα μυθιστορήματά του έγιναν επιτυχημένες κινηματογραφικές ταινίες ή διασκευάστηκαν σε θεατρικά έργα.
Εσβησε στις 26.10.57. αφήνοντας πίσω του ένα τεράστιο λογοτεχνικό έργο με τα βιβλία του «Ασκητική» (1927), «Οι Αδερφοφάδες», «Θέλει λέει να’ ναι ελεύθερος, σκοτώστε τον!», (1963), «Συμπόσιον (1973)», «Ο Τελευταίος Πειρασμός» (1951), «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» (1948) και αρκετά άλλα.
Τις πρώτες θύμησές του από τη ζωή, που ταυτόχρονα ήταν οι επιρροές για τις μετέπειτα αναζητήσεις του, τις περιγράφει ο ίδιος στην «Αναφορά στον Γκρέκο». «Ό,τι έπεσε στο παιδικό μυαλό μου τυπώθηκε μέσα του τόσο βαθιά και με τόση το δέχτηκα απληστία, που δε χορταίνω, και τώρα στα γεράματα, να το ξαναφέρνω στο νου και να το ξαναζώ· θυμούμαι με άσφαλτη ακρίβεια τις ολοπρώτες μου γνωριμιές με τη θάλασσα, με τη φωτιά, με τη γυναίκα και με τις μυρωδιές του κόσμου.
Η πρώτη θύμηση της ζωής μου είναι ετούτη: σούρθηκα μπουσουλώντας στο κατώφλι· δεν μπορούσα ακόμα να σταθώ όρθιος· με λαχτάρα, με φόβο, πρόβαλα έξω στον ανοιχτό αέρα της αυλής το ανάπαλο κεφάλι. Ως τώρα κοίταζα μέσα από το τζάμι του παραθυριού, μα δεν έβλεπα· τώρα δεν κοίταξα μονάχα, είδα για πρώτη φορά τον κόσμο· όραμα καταπληκτικό! Το μικρό περιβολάκι της αυλής μού φάνταξε απέραντο· βούισμα από χιλιάδες αόρατα μελίσσια, μυρωδιά μεθυστικιά, ήλιος ζεστός, πηχτός σαν μέλι, ο αγέρας άστραφτε σαν νάταν αρματωμένος με σπαθιά, κι ανάμεσα από τα σπαθιά προχωρούσαν καταπάνω μου έντομα με πολύχρωμες ακίνητες φτερούγες, όρθια, σαν άγγελοι. Τρόμαξα, έσυρα φωνή, γέμισαν τα μάτια μου δάκρυα κι ο κόσμος αφανίστηκε.
Μιαν άλλη μέρα, θυμούμαι, ένας άντρας με αγκαθωτά γένια με πήρε στην αγκαλιά του και με κατέβασε στο λιμάνι. Όσο ζυγώναμε άκουγα ένα θεριό να βρουχιέται και ν’ αναστενάζει, σα να φοβέριζε ή σαν να ‘ταν λαβωμένο· κι εγώ φοβόμουν, τινάζουμουν μέσα στην αγκάλη του αντρός, ήθελα να φύγω και σκλήριζα σαν πουλί. Άξαφνα, δριμιά μυρωδιά από χαρούπι, κατράμι και σαπημένα κίτρα. Άνοιγαν τα σπλάχνα μου να τη δεχτούν κι έτριζαν. Ανατινάζουμουν πεταρίζοντας μέσα στα μαλλιαρά χέρια που με σήκωναν, και στο απογύρισμα ενός δρόμου, τι θεριό ήταν αυτό, τι δροσιά, τι απέραντο αναστέναγμα – αλάκερη η θάλασσα, σκούρα λουλακιά, χοχλαστική, όλο φωνές και μυρωδιές, χύθηκε μέσα μου αφρίζοντας· γκρεμίστηκαν τα μαλακά μελίγγια μου και γέμισε γέλια, αρμύρα και φόβο η κεφαλή μου.
Κι ύστερα θυμούμαι μια γυναίκα, γειτόνισσά μας, την Αννίκα· μικρομάνα, αφράτη, νιόπαντρη· μακριά ξανθά μαλλιά, μεγάλα μάτια· κι εγώ θα ’μουν ως τριών χρονών· έπαιζα το δειλινό εκείνο στην αυλή, μύριζε το περβολάκι καλοκαίρι. Η γυναίκα έσκυψε, με πήρε και με ανέβασε στην ποδιά της και με αγκάλιασε· κι εγώ έκλεισα τα μάτια, έπεσα στον ανοιχτό κόρφο της και μυρίζουμουν το σώμα της. Άρωμα ζεστό, πηχτό, ξινή μυρωδιά γάλα και ιδρώτα, άχνιζε το νιόπαντρο σώμα, κι εγώ ανάπνεα βαλαντωμένος, κρεμασμένος στον όρθιο κόρφο. Κι άξαφνα μου ’ρθε ζαλάδα. λιποθύμησα· κι η γειτόνισσα τρόμαξε, με κατέβασε και μ’ απίθωσε ανάμεσα σε δυό γλάστρες βασιλικό, κατακόκκινη. Κι από τότε πια δε με ανέβασε στην ποδιά της · με κοίταζε με τα μεγάλα μάτια της, τρυφερά πολύ, και χαμογελούσε.
Και μια νύχτα καλοκαιριάτικη καθόμουν πάλι στην αυλή μας, στο σκαμνάκι μου. Θυμούμαι, σήκωσα τα μάτια κι είδα, για πρώτη φορά, τ’ άστρα. Πετάχτηκα απάνω, φώναξα με τρόμο: ”Σπίθες! Σπίθες” Απέραντη πυρκαγιά μού φάνταξε ο ουρανός, και το μικρό κορμί μου καίγουνταν.
Τέτοια ήταν η πρώτη επαφή μου με τη γης, με τη θάλασσα, με τη γυναίκα, με τον έναστρο ουρανό. Και τώρα ακόμα, στις βαθιές στιγμές της ζωής μου, με την ίδια απαράλλαχτη λαχτάρα, σαν όταν ήμουν μωρό, ζω τα τέσσερα ετούτα φοβερά στοιχεία. Και τότε μονάχα, ακόμα και σήμερα, νιώθω πως ζω βαθιά – όσο βαθύτερα μπορούν η ψυχή μου και το κορμί μου- τα τέσσερα αυτά στοιχεία, όταν κατορθώσω να ξαναζήσω την ίδια κατάπληξη, τρομάρα και χαρά που μου ’δωκαν όταν ήμουν μωρό. Κι επειδή ήταν ετούτες οι πρώτες δυνάμες που έκαμαν συνειδητά κατοχή στην ψυχή μου, έσμιξαν και οι τέσσερις μέσα μου αξεδιάλυτα κι έγιναν ένα. Θαρρείς κι είναι το ίδιο πρόσωπο που μεταλλάζει μάσκες. Όταν κοιτάζω τον έναστρο ουρανό, πότε περβόλι μου φαίνεται ανθισμένο, πότε θάλασσα σκοτεινή κι επικίντυνη, πότε σιωπηλό, πλημμυρισμένο δάκρυα πρόσωπο.
Κι ακόμα: κάθε μου συγκίνηση, κάθε ιδέα, κι η πιο αφηρημένη, είναι καμωμένη από τα τέσσερα ετούτα πρωταρχικά συστατικά· και το πιο μεταφυσικό πρόβλημα παίρνει μέσα μου σώμα φυσικό, ζεστό, που μυρίζει θάλασσα και χώμα κι ανθρώπινο ιδρώτα. Ο Λόγος, για να με αγγίξει, πρέπει να γίνει ζεστή σάρκα. Τότε μονάχα καταλαβαίνω, όταν μπορώ να μυριστώ, να δω και ν’ αγγίξω».
Γράφει, ο Νίκος Καζαντζάκης, σε γράμμα του προς τη στην πρώτη του σύζυγο, την Γαλάτεια, από τη Γερμανία.
«Το νέο πρόσωπο του Θεού μου, όπως συχνά Σού ‘γραψα, είναι ένας αργάτης που πεινάει, δουλέβει κ’ εξανίσταται. `Ενας αργάτης που μυρίζει καπνό και κρασί, σκοτεινός, δυνατός, όλος επιθυμίες και δίψα εκδίκησης. Είναι σαν τους παλιούς ανατολίτες αρχηγούς με προβιές στα πόδια, με διπλό τσεκούρι στη δερματένια ζώνη, ένας Τσιγκισχάνος, που οδηγάει καινούργιες ράτσες που πεινούν και γκρεμίζει τα παλάτια και τα κελάρια των χορτασμένων κι αρπάζει τα χαρέμια των ανίκανων. Είναι σκληρός ο Θεός μου, όλος πάθος και θέληση, χωρίς συβιβασμούς, ανένδοτος. Η Γης τούτη είναι το χωράφι του, ουρανός και Γης είναι ένα».
Απόσπασμα από το «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά»
«Είμαστε σκουληκάκια μικρά μικρά, απάνω σ’ ένα φυλλαράκι γιγάντιου δέντρου. Το φυλλαράκι αυτό είναι η γης μας. τ’ αλλα φύλλα είναι τ’ αστέρια που βλέπεις να κουνιούνται μέσα στη νύχτα. Σουρνόμαστε απάνω στο φυλλαράκι μας, και το ψαχουλεύουμε με λαχτάρα τ’ οσμιζόμαστε, μυρίζει, βρωμάει, το γευόμαστε, τρώγεται, το χτυπούμε, αντηχάει και φωνάζει σαν πράμα ζωντανό.
Μερικοί άνθρωποι, οι πιο ατρόμητοι, φτάνουν ως την άκρα του φύλλου. Από την άκρα αυτή σκύβουμε, με τα μάτια ανοιχτά, τα αυτιά ανοιχτά, κάτω στο χάος. Ανατριχιάζουμε. Μαντεύουμε κάτω μας το φοβερό γκρεμό, ακούμε ανάρια ανάρια το θρο που κάνουν τα φύλλα του γιγάντιου δέντρου, νιώθουμε το χυμό ν’ ανεβαίνει από τις ρίζες του δέντρου και να φουσκώνει την καρδιά μας. Κι έτσι σκυμμένοι στην άβυσσο, νογούμε σύγκορμα, σύψυχα, να μας κυριεύει τρόμος. Από τη στιγμή εκείνη αρχίζει… ο μεγάλος κίντυνος. ‘Αλλοι ζαλίζουνται και παραμιλούν, άλλοι φοβούνται και μοχτούν να βρούν μιαν απάντηση, που να τους στυλώνει την καρδιά και λένε: “Θεός”. ‘Αλλοι κοιτάζουν από την άκρα του φύλλου το γκρεμό ήσυχα, παλικαρίσια και λένε: Μου αρέσει.»
Η ευτυχία είναι πράγμα απλό και λιτοδίαιτο -ένα ποτήρι κρασί, ένα κάστανο, ένα φτωχικό μαγκαλάκι, η βουή της θάλασσας. Τίποτα άλλο”.
Στις 18 Φλεβάρη 1883 γεννιέται ένας απ’ τους σπουδαιότερους, σημαντικότερους και μεγαλύτερους Ελληνες λογοτέχνες του 20ού αιώνα. Ο Νίκος Καζαντζάκης. Ο πατέρας του, Μιχάλης, ήταν έμπορος γεωργικών προϊόντων και καταγόταν από τους Βαρβάρους, όπου σήμερα βρίσκεται το Μουσείο Καζαντζάκη.
Γεννήθηκε λοιπόν το 1883 και όχι το 1881 όπως λανθασμένα είχε αναγραφεί στο Δημοτολόγιο Ηρακλείου. Τούτο το λάθος σχετικά με τη χρονολογία γέννησης είχε πυροδοτήσει στο παρελθόν πολλές συζητήσεις, ωστόσο κάποια στιγμή τα πάντα… ξεδιάλυναν αφού σημαντικά ντοκουμέντα που δεν σήκωναν αμφισβήτηση, ήρθαν για να βάλουν τα πράγματα στη θέση τους!
Η ιδιόχειρη επιστολή του Καζαντζάκη όπου γίνεται λόγος για «σοβαρό λάθος» της χρονολογίας γέννησής του που έχει καταγραφεί στο Δημοτολόγιο Ηρακλείου!
Έχεις τα πινέλα, έχεις τα χρώματα, ζωγράφισε τον παράδεισο και μπες μέσα”
ΤΑ ΑΔΙΑΨΕΥΣΤΑ ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ
Ενα εικόνισμα που στην πίσω πλευρά του αναγράφεται (με ανορθρόγραφο γραφικό χαρακτήρα που αποδίδεται στη Μαρία ή Μαργή Χριστοδουλάκη, μητέρα του Καζαντζάκη), η ακριβής χρονολογία και ημερομηνία γέννησης του συγγραφέα, ήταν ένα από τα ντοκουμέντα που δεν σηκώνουν αμφισβήτηση! Διαβάζουμε:
«Μιχαήλ Σακλαμπάνη
1883 γενήθικε Νικόλαος
ημέρα Παρσκεβή το μήνα Φεβρουαριο
18, ωρα το πρωή
Νικολαος Μ. Ψομακης 1891 ετος
Αναστασία 1884 εγενηθη 8 Οκτωβρίου ημέρα Σαβατο
Ελένη 1888 8 της ημέρας
Ελένη ημέρα Δευτέρα της 13 Απριλιου
Ωρα 8 ημέρας».
Εξάλλου σε μια επιστολή του Ν.Κ. την οποία είχε αποστείλει στον ανιψιό του Νίκο Σακλαμπάνη, γιο της αδερφής του Αναστασίας, ο Καζαντζάκης αναφέρεται σε αυτό το «σοβαρό λάθος», που έγινε στη χρονολογία γέννησής του!
Τη επιστολή βρήκαμε σε δημοσίευμα του “Πανοράματος” της εφημερίδας “Τόλμη” στην οποία εκτός άλλων ο Ν.Κ. επεξηγεί πώς προέκυψε το λάθος «εξαιτίας μιας λανθασμένης απάντησης της αδελφής του Ελένης, σε δημοτικούς υπαλλήλους και μάλιστα ζητά μεσολάβηση του Νίκου Σακλαμπάνη, ώστε το λάθος να διορθωθεί».
Διατηρείται η ορθογραφία του Ν. Καζαντζάκη:
«Αntibes, 31-8-55
Αγαπητέ Νίκο,
Γύρισα από ένα μεγάλο ταξίδι -Ιταλία, Ελβετία, Γερμανία- κ βρήκα εφημερίδες εδώ κ γράμματα που μιλούσαν για την εξαιρετικη τιμη που εκαμε ο Δήμος Ηρακλείου για ένα ζωντανο άνθρωπο. Συνήθως οι τιμες αφτες γίνονται για πεθαμένους γιατι αφτοι πάντα “δεδικαίωνται”. Συγκινήθηκα πολύ κ χάρηκα που ζω ακόμα.
Όμως ένα σοβαρο λάθος έγινε στη χρονολογία: Δε γενήθηκα στα 1881 παρα στα 1883, 18 του Φλεβάρη. Βέβαια τα Μητρώα του Δήμου γράφουν 1881, γιατι όταν έγινε, χρόνια τώρα, η απογραφη, χτύπησαν οι υπάλληλοι του Δήμου την πόρτα, πρόβαλε η αδερφή μου η Ελένη, μικρη ακόμα, τη ρώτησαν πότε γενήθηκα, κ είπε έναν αριθμο, 1881. Μα ο αραβώνας του πατέρα μου γράφει 1882, τότε αραβωνιάστηκε ο πετέρας μου κ το Φλεβάρη του 83 γενήθηκαα γιατι τότε πριν από το γάμο δε γενιόνταν παιδια. Η μητέρα Σου το ξέρει καλα κ παραξενεύτηκα πώς να μη διαμαρτυρηθει να διορθοθει η ανακριβεια.
Το λες, Σε παρακαλω, στο Δημαρχο να το διορθοσει…».
Υπήρξε, ίσως ο πιο αμφιλεγόμενος Ελληνας συγγραφέας, που στο πρόσωπο του συγκέντρωσε θανατικούς αντιπάλους με πρώτο το παπαδαριό.
“Μου δώσατε μια κατάρα, Άγιοι Πατέρες, σας δίνω μια ευχή: Σας εύχομαι να’ ναι η συνείδησή σας τόσο καθαρή όσο η δική μου και να είστε τόσο ηθικοί και θρήσκοι όσο είμαι εγώ”
Από την άλλη έτυχε παγκόσμιας αναγνώρισης και προτάθηκε από την Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών το 1946 για το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας μαζί με το Σικελιανό, ενώ το συγγραφικό του έργο μεταφράστηκε σε πολλές ξένες γλώσσες και πολλά από τα μυθιστορήματά του έγιναν επιτυχημένες κινηματογραφικές ταινίες ή διασκευάστηκαν σε θεατρικά έργα.
Εσβησε στις 26.10.57. αφήνοντας πίσω του ένα τεράστιο λογοτεχνικό έργο με τα βιβλία του «Ασκητική» (1927), «Οι Αδερφοφάδες», «Θέλει λέει να’ ναι ελεύθερος, σκοτώστε τον!», (1963), «Συμπόσιον (1973)», «Ο Τελευταίος Πειρασμός» (1951), «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» (1948) και αρκετά άλλα.
Τις πρώτες θύμησές του από τη ζωή, που ταυτόχρονα ήταν οι επιρροές για τις μετέπειτα αναζητήσεις του, τις περιγράφει ο ίδιος στην «Αναφορά στον Γκρέκο». «Ό,τι έπεσε στο παιδικό μυαλό μου τυπώθηκε μέσα του τόσο βαθιά και με τόση το δέχτηκα απληστία, που δε χορταίνω, και τώρα στα γεράματα, να το ξαναφέρνω στο νου και να το ξαναζώ· θυμούμαι με άσφαλτη ακρίβεια τις ολοπρώτες μου γνωριμιές με τη θάλασσα, με τη φωτιά, με τη γυναίκα και με τις μυρωδιές του κόσμου.
Η πρώτη θύμηση της ζωής μου είναι ετούτη: σούρθηκα μπουσουλώντας στο κατώφλι· δεν μπορούσα ακόμα να σταθώ όρθιος· με λαχτάρα, με φόβο, πρόβαλα έξω στον ανοιχτό αέρα της αυλής το ανάπαλο κεφάλι. Ως τώρα κοίταζα μέσα από το τζάμι του παραθυριού, μα δεν έβλεπα· τώρα δεν κοίταξα μονάχα, είδα για πρώτη φορά τον κόσμο· όραμα καταπληκτικό! Το μικρό περιβολάκι της αυλής μού φάνταξε απέραντο· βούισμα από χιλιάδες αόρατα μελίσσια, μυρωδιά μεθυστικιά, ήλιος ζεστός, πηχτός σαν μέλι, ο αγέρας άστραφτε σαν νάταν αρματωμένος με σπαθιά, κι ανάμεσα από τα σπαθιά προχωρούσαν καταπάνω μου έντομα με πολύχρωμες ακίνητες φτερούγες, όρθια, σαν άγγελοι. Τρόμαξα, έσυρα φωνή, γέμισαν τα μάτια μου δάκρυα κι ο κόσμος αφανίστηκε.
Μιαν άλλη μέρα, θυμούμαι, ένας άντρας με αγκαθωτά γένια με πήρε στην αγκαλιά του και με κατέβασε στο λιμάνι. Όσο ζυγώναμε άκουγα ένα θεριό να βρουχιέται και ν’ αναστενάζει, σα να φοβέριζε ή σαν να ‘ταν λαβωμένο· κι εγώ φοβόμουν, τινάζουμουν μέσα στην αγκάλη του αντρός, ήθελα να φύγω και σκλήριζα σαν πουλί. Άξαφνα, δριμιά μυρωδιά από χαρούπι, κατράμι και σαπημένα κίτρα. Άνοιγαν τα σπλάχνα μου να τη δεχτούν κι έτριζαν. Ανατινάζουμουν πεταρίζοντας μέσα στα μαλλιαρά χέρια που με σήκωναν, και στο απογύρισμα ενός δρόμου, τι θεριό ήταν αυτό, τι δροσιά, τι απέραντο αναστέναγμα – αλάκερη η θάλασσα, σκούρα λουλακιά, χοχλαστική, όλο φωνές και μυρωδιές, χύθηκε μέσα μου αφρίζοντας· γκρεμίστηκαν τα μαλακά μελίγγια μου και γέμισε γέλια, αρμύρα και φόβο η κεφαλή μου.
Κι ύστερα θυμούμαι μια γυναίκα, γειτόνισσά μας, την Αννίκα· μικρομάνα, αφράτη, νιόπαντρη· μακριά ξανθά μαλλιά, μεγάλα μάτια· κι εγώ θα ’μουν ως τριών χρονών· έπαιζα το δειλινό εκείνο στην αυλή, μύριζε το περβολάκι καλοκαίρι. Η γυναίκα έσκυψε, με πήρε και με ανέβασε στην ποδιά της και με αγκάλιασε· κι εγώ έκλεισα τα μάτια, έπεσα στον ανοιχτό κόρφο της και μυρίζουμουν το σώμα της. Άρωμα ζεστό, πηχτό, ξινή μυρωδιά γάλα και ιδρώτα, άχνιζε το νιόπαντρο σώμα, κι εγώ ανάπνεα βαλαντωμένος, κρεμασμένος στον όρθιο κόρφο. Κι άξαφνα μου ’ρθε ζαλάδα. λιποθύμησα· κι η γειτόνισσα τρόμαξε, με κατέβασε και μ’ απίθωσε ανάμεσα σε δυό γλάστρες βασιλικό, κατακόκκινη. Κι από τότε πια δε με ανέβασε στην ποδιά της · με κοίταζε με τα μεγάλα μάτια της, τρυφερά πολύ, και χαμογελούσε.
Και μια νύχτα καλοκαιριάτικη καθόμουν πάλι στην αυλή μας, στο σκαμνάκι μου. Θυμούμαι, σήκωσα τα μάτια κι είδα, για πρώτη φορά, τ’ άστρα. Πετάχτηκα απάνω, φώναξα με τρόμο: ”Σπίθες! Σπίθες” Απέραντη πυρκαγιά μού φάνταξε ο ουρανός, και το μικρό κορμί μου καίγουνταν.
Τέτοια ήταν η πρώτη επαφή μου με τη γης, με τη θάλασσα, με τη γυναίκα, με τον έναστρο ουρανό. Και τώρα ακόμα, στις βαθιές στιγμές της ζωής μου, με την ίδια απαράλλαχτη λαχτάρα, σαν όταν ήμουν μωρό, ζω τα τέσσερα ετούτα φοβερά στοιχεία. Και τότε μονάχα, ακόμα και σήμερα, νιώθω πως ζω βαθιά – όσο βαθύτερα μπορούν η ψυχή μου και το κορμί μου- τα τέσσερα αυτά στοιχεία, όταν κατορθώσω να ξαναζήσω την ίδια κατάπληξη, τρομάρα και χαρά που μου ’δωκαν όταν ήμουν μωρό. Κι επειδή ήταν ετούτες οι πρώτες δυνάμες που έκαμαν συνειδητά κατοχή στην ψυχή μου, έσμιξαν και οι τέσσερις μέσα μου αξεδιάλυτα κι έγιναν ένα. Θαρρείς κι είναι το ίδιο πρόσωπο που μεταλλάζει μάσκες. Όταν κοιτάζω τον έναστρο ουρανό, πότε περβόλι μου φαίνεται ανθισμένο, πότε θάλασσα σκοτεινή κι επικίντυνη, πότε σιωπηλό, πλημμυρισμένο δάκρυα πρόσωπο.
Κι ακόμα: κάθε μου συγκίνηση, κάθε ιδέα, κι η πιο αφηρημένη, είναι καμωμένη από τα τέσσερα ετούτα πρωταρχικά συστατικά· και το πιο μεταφυσικό πρόβλημα παίρνει μέσα μου σώμα φυσικό, ζεστό, που μυρίζει θάλασσα και χώμα κι ανθρώπινο ιδρώτα. Ο Λόγος, για να με αγγίξει, πρέπει να γίνει ζεστή σάρκα. Τότε μονάχα καταλαβαίνω, όταν μπορώ να μυριστώ, να δω και ν’ αγγίξω».
Γράφει, ο Νίκος Καζαντζάκης, σε γράμμα του προς τη στην πρώτη του σύζυγο, την Γαλάτεια, από τη Γερμανία.
«Το νέο πρόσωπο του Θεού μου, όπως συχνά Σού ‘γραψα, είναι ένας αργάτης που πεινάει, δουλέβει κ’ εξανίσταται. `Ενας αργάτης που μυρίζει καπνό και κρασί, σκοτεινός, δυνατός, όλος επιθυμίες και δίψα εκδίκησης. Είναι σαν τους παλιούς ανατολίτες αρχηγούς με προβιές στα πόδια, με διπλό τσεκούρι στη δερματένια ζώνη, ένας Τσιγκισχάνος, που οδηγάει καινούργιες ράτσες που πεινούν και γκρεμίζει τα παλάτια και τα κελάρια των χορτασμένων κι αρπάζει τα χαρέμια των ανίκανων. Είναι σκληρός ο Θεός μου, όλος πάθος και θέληση, χωρίς συβιβασμούς, ανένδοτος. Η Γης τούτη είναι το χωράφι του, ουρανός και Γης είναι ένα».
Απόσπασμα από το «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά»
«Είμαστε σκουληκάκια μικρά μικρά, απάνω σ’ ένα φυλλαράκι γιγάντιου δέντρου. Το φυλλαράκι αυτό είναι η γης μας. τ’ αλλα φύλλα είναι τ’ αστέρια που βλέπεις να κουνιούνται μέσα στη νύχτα. Σουρνόμαστε απάνω στο φυλλαράκι μας, και το ψαχουλεύουμε με λαχτάρα τ’ οσμιζόμαστε, μυρίζει, βρωμάει, το γευόμαστε, τρώγεται, το χτυπούμε, αντηχάει και φωνάζει σαν πράμα ζωντανό.
Μερικοί άνθρωποι, οι πιο ατρόμητοι, φτάνουν ως την άκρα του φύλλου. Από την άκρα αυτή σκύβουμε, με τα μάτια ανοιχτά, τα αυτιά ανοιχτά, κάτω στο χάος. Ανατριχιάζουμε. Μαντεύουμε κάτω μας το φοβερό γκρεμό, ακούμε ανάρια ανάρια το θρο που κάνουν τα φύλλα του γιγάντιου δέντρου, νιώθουμε το χυμό ν’ ανεβαίνει από τις ρίζες του δέντρου και να φουσκώνει την καρδιά μας. Κι έτσι σκυμμένοι στην άβυσσο, νογούμε σύγκορμα, σύψυχα, να μας κυριεύει τρόμος. Από τη στιγμή εκείνη αρχίζει… ο μεγάλος κίντυνος. ‘Αλλοι ζαλίζουνται και παραμιλούν, άλλοι φοβούνται και μοχτούν να βρούν μιαν απάντηση, που να τους στυλώνει την καρδιά και λένε: “Θεός”. ‘Αλλοι κοιτάζουν από την άκρα του φύλλου το γκρεμό ήσυχα, παλικαρίσια και λένε: Μου αρέσει.»