Επιμέλεια κειμένου Ρίκη Ματαλλιωτάκη
«Εκεί ήσαν κάμποι με βουνά, και δάση και πηγάδια, δέντρα μ' ανθούς και με καρπούς και δροσερά λιβάδια, μετόχια με πολλούς βοσκούς κι αρίφνητα κουράδια…»
Βιτσέντζος Κορνάρος
Δείτε το 1ο μέρος ΕΔΩ
Α΄Βυζαντινή περίοδος (330 – 824 μ.Χ.)
Οι ιστορικές συνθήκες διαρκώς αλλάζουν και όλα όσα είχαν δημιουργηθεί κατά τους αιώνες της Ρωμαϊκής κυριαρχίας δημιουργούν νέα ιστορικά δεδομένα.
Η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία το 395 μ. Χ. χωρίζεται σε δύο κράτη, το Ανατολικό και Δυτικό, και το Δυτικό καταλαμβάνεται από διάφορους άλλους λαούς που έχουν κατέβει από τον Βορρά, ενώ η κατάληξη του Ανατολικού ήταν η εξέλιξη του σε Ελληνικό και η μετεξέλιξη του στην μετέπειτα Βυζαντινή αυτοκρατορία.
Η Κρήτη, στην νέα αυτή τάξη πραγμάτων αποτέλεσε «θέμα» επαρχία δηλαδή της καινούργια αυτοκρατορίας, το θλιβερό όμως είναι πως οι ιστορικές γνώσεις για την περίοδο αυτή στο νησί είναι από ελάχιστες έως ανύπαρκτες.
Ο πληθυσμός της υπολογίζεται σε 25.000 κατοίκους περίπου κι αποτελείται αποκλειστικά από Έλληνες ορθόδοξους, με 21 επισκοπές και πάνω από 22 μεγάλες πόλεις.
Ο πληθυσμός αυτός λοιπόν με την ένταξη του στην Βυζαντινή αυτοκρατορία θα πρέπει να ευημερούσε καθώς υπήρχε ηρεμία τότε, χωρίς πειρατές, και κατά τους πρώτους τουλάχιστον αιώνες να ζούσε σε μακαριστή αφάνεια. Ωστόσο, μπορεί το νησί να μην βίωσε μεγάλες εχθρικές επιθέσεις, εν τούτοις βασανίστηκε από τις καταστροφικές συνέπειες πέντε ισχυρών σεισμών που το ισοπέδωσαν παντελώς ενώ συχνές επίσης ήταν και οι επιδημίες της πανώλης-πανούκλας όπως την λέει ο λαός- με σπουδαιότερη εκείνη του 54 που εξαπλώθηκε από την Αίγυπτο και θέρισε σχεδόν ολάκερο τον Μεσογειακό κόσμο.
Περίοδος Αραβοκρατίας 824-961 μ. Χ.
Εν τω μεταξύ το Βυζάντιο περνούσε εσωτερική κρίση, αποτέλεσμα της οποίας ήταν η παραμέληση της φύλαξη των ακραίων συνόρων του κράτους.
Παράλληλα η νέα θρησκεία του Μωάμεθ είχε αρχίσει να διαδίδεται επικίνδυνα από τους Άραβες οι οποίοι με τον ισχυρό φανατισμό που τους ενέπνευσε ο ηγέτης τους, άρχισαν να διενεργούν επιθέσεις στα παράλια του χριστιανικού κόσμου σκορπώντας την φρίκη και την καταστροφή.
Έτσι, αντιλαμβανόμενοι το κενό της φύλαξης, οι Άραβες δεν άργησαν να καταλάβουν την Κρήτη της οποίας η γεωγραφική θέση τους χρειάζονταν σαν ορμητήριο των πειρατικών και ληστρικών τους επιθέσεων.
Ας σταθούμε λοιπόν για λίγο στην περίοδο της Αραβοκρατίας που αναμφισβήτητα υπήρξε από τις σκοτεινότερες που γνώρισε ποτέ ο Κρητικός πληθυσμός καθώς οι σφαγές που αναφέρονται ξεπερνούν τα όρια της γενοκτονίας. -Έχουν αποδειχθεί φόνοι βρεφών και κατακρεουργήματα εγκύων ενώ μέσω της προφορικής παράδοσης οι κάτοικοι των νοτίων παραλίων διατηρούν ακόμα στις μνήμες τους θρύλους από τις επιθέσεις αυτές που συνεχίστηκαν έως και τον 16ο αιώνα, και οι οποίοι μιλούν για κουρσάρους με μορφή τεράτων δαιμονικών κι άγρια γουρλωτά μάτια που έρχονταν, λεηλατούσαν τα χωριά, άρπαζαν τους νέους και τις νέες κι εξαφανίζονταν-.
Το περίεργο ωστόσο είναι πως μπόρεσαν δέκα χιλιάδες Άραβες (μάχιμοι και άμαχοι) να καταλάβουν το νησί και να εδραιωθούν εκεί για 140 χρόνια.
Υπάρχουν βέβαια ενδείξεις ότι δεν κατακτήθηκε όλο το νησί από τους Άραβες μα περιοχές του όπως τα Σφακιά κι άλλες ορεινές έμειναν εκτός ζυγού, έστω κι έτσι όμως η εγκατάσταση τους στην Κρήτη βύθισε τον Κρητικό λαό σε μια νύκτα 140 ετών.
Ο Κρητικός πολιτισμός αποκόπηκε τελείως από τον Βυζαντινό και υποχώρησε σε υποτυπώδη μορφή, κανένα μνημείο ή φιλολογικό έργο δεν δημιουργήθηκε για όσο διήρκεσε η παραμονή των Σαρακηνών εκεί, και οι Κρήτες εξαθλιώθηκαν οικονομικά.
Οι κατακτητές, για τις πειρατείες που έκαναν στα νησιά του Αιγαίου είχαν επιλέξει ως ορμητήριο τους την θέση του σημερινού Ηρακλείου, το οποίο είχαν οχυρώσει κάνοντας το φρούριο απόρθητο.
Το περιστοίχισαν με τοίχο αρκετού πλάτους που άρχιζε από την θέση του σημερινού Αρχαιολογικού μουσείου, συνέχιζε την οδό Δαιδάλου και Χάνδακος, κι έφτανε ως την θάλασσα. Στην γραμμή αυτή είχαν σκάψει βαθιά τάφρο, η οποία αν ήθελαν σε λιγότερο από μια ώρα θα μπορούσε να γεμίσει θαλασσινό νερό, κι έτσι η πόλης μετατρέπονταν σε απόρθητη νησίδα. Για τον λόγο αυτό της έμεινε και για πολλά χρόνια το τοπωνύμιο Χάνδακας.
Κάπως έτσι λοιπόν οι Άραβες κατάφεραν και μετέτρεψαν την Κρήτη, και ιδιαίτερα το Ηράκλειο, από τύμβο Μινωικού πολιτισμού στο μεγαλύτερο πειρατικό λιμάνι της Μεσογείου και συνάμα σε τερατώδες σκλαβοπάζαρο της Ανατολής.
Στην σημερινή πλατεία Ελευθερίας-Λιοντάρια- βρίσκονταν το ανάκτορο του Εμίρη όπου εκεί συνάζονταν ένα διεθνές δουλεμπόριο από το οποίο ο καθένας θα μπορούσε να αγοράσει δούλους και δούλες, ευνούχους και παλλακίδες, έως και μικρά παιδιά.
Κι όλα αυτά ασφαλώς δεν ήταν δυνατόν παρά να επιφέρουν την αλλοίωση της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης των κατοίκων της Κρήτης, και πάλι όμως όχι τόσο πολύ αφού παρ’ όλη την δύναμη του κατακτητή ο Κρητικός λαός δεν φάνηκε να επηρεάστηκε από τον Αραβικό κόσμο, δεν έχασε την παράδοση του, καθώς ελάχιστες είναι οι Αραβικές λέξεις που χρησιμοποιούνται μέχρι σήμερα.
Στην διάρκεια αυτών των 140 χρόνων οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες πολλές φορές προσπάθησαν να ανακαταλάβουν την Κρήτη χωρίς, ωστόσο, επιτυχία.
Η δόξα έμελλε να δοθεί στον άξιο αραβομάχο στρατηγό του Βυζαντίου Νικηφόρο Φωκά ο οποίος με μεγάλο στόλο και στρατό εκστράτευσε κατά των Αράβων της Κρήτης το θέρος του 960 και μετά από πολύμηνη πολιορκία κατέλαβε την πρωτεύουσα τους το Χάνδακα. Ακολούθησε γενική σφαγή των Αράβων αλλά και των προσκυνημένων σε αυτούς- κάποιοι μιλούν για 200.000 νεκρούς σε όλη την Κρήτη, στοιχεία όμως δείχνουν πως ο αριθμός είναι υπερβολικός- κι έτσι επιτέλους η Κρήτη καθάρισε από κάθε αραβικό στοιχείο.
Οι θησαυροί των Αράβων που έπεσαν στα χέρια των Βυζαντινών, ήταν αμύθητοι. Λέγεται ότι χρειάστηκαν 300 φορτηγά πλοία για να μεταφερθούν στην Κωνσταντινούπολη, μαζί με τους αιχμαλώτους, ανάμεσα στους οποίους ήταν ο εμίρης του Χάνδακα Αβδούλ Αζίζ Κοτορμπής ( ή κατά τους βυζαντινούς Κουρούπης) και ο γιος του Ανεμάς που αργότερα ασπάστηκε το χριστιανισμό και υπηρέτησε πιστά τον αυτοκράτορα. Πρέπει να αναφέρουμε σ’ αυτό το σημείο ότι ένα μεγάλο μέρος από τα λάφυρα δόθηκαν από το Φωκά στον πνευματικό του Αθανάσιο τον Αθωνίτη που ίδρυσε και οργάνωσε τη πρώτη μονή του Αγίου Όρους ,αυτή της Μεγίστης Λαύρας όπου και υπάρχουν ως σήμερα.
Β΄Βυζαντινή περίοδος 961-1204 Μ. Χ.
Με την ανάκτηση της Κρήτης και την ένταξη της και πάλι στον κορμό της βυζαντινής αυτοκρατορίας, αρχίζει μια νέα περίοδος για το νησί, που διαρκεί 250 χρόνια.
Αμέσως μετά την αποχώρηση των Αράβων ο Νικηφόρος Φωκάς μετέτρεψε όλα τα τζαμιά σε εκκλησίες κι επιπλέον έκτισε κι άλλες καινούργιες, ίδρυσε επίσης νέο φρούριο προστασίας σε επαρχία που ονόμασε Τέμενος, το φρούριο Ρόκα στο Κανλί Καστέλλι, τον σημερινό Προφήτη Ηλία, ενώ στους στρατιώτες που τον ακολούθησαν και θέλησαν να παραμείνουν στην Κρήτη δια παντός μοίρασε γεωργικό κλήρο κι εκείνοι έκτισαν ολόκληρα χωριά που από τότε κρατούν ως ακόμα και σήμερα τα ίδια τοπωνύμια.
Μερικά από αυτά είναι τα χωριά Αρμένοι, Βαρβάροι, Σκλάβοι Σκλαβεροχώρι, Σκλαβοπούλα, Ρουσοχώρια, Βουλγάρω και άλλα.
Πρωτεύουσα του νησιού παύει να είναι πλέον η Γόρτυνα και γίνεται το Ηράκλειο το οποίο εξυπηρετεί καλύτερα τα συμφέροντα της αυτοκρατορίας.
Κύριο μέλημα πλέον του Βυζαντίου είναι η αποκατάσταση και σταθεροποίηση της εξουσίας στο νησί, γι αυτό και καταβάλλει έντονες προσπάθειες να μειώσει τις συνέπειες της αραβοκρατίας στον πολιτικό, κοινωνικό και θρησκευτικό τομέα, καθώς και την αντίσταση του τοπικού πληθυσμού έναντι της νέας Βυζαντινής διοίκησης.
Έτσι, ο Αυτοκράτορας Αλέξιος Κομνηνός ο Α' στέλνει προς τα τέλη του 10ου αιώνα έναν αριθμό διακεκριμένων Βυζαντινών οικογενειών από την Κωνσταντινούπολη να αποικήσουν την Κρήτη, με σκοπό να ανυψώσουν το ηθικό του πληθυσμού και τα θρησκευτικά ιδεώδη αλλά και να επιβάλλουν καλύτερο έλεγχο στον ντόπιο πληθυσμό, ενώ την θρησκευτική συνείδηση ανέλαβε να αποκαταστήσει ο μοναχός Νίκωνας ο οποίος γύριζε όλη την Κρήτη φωνάζοντας «μετανοείτε… μετανοείτε» και για τον λόγο τούτο πέρασε και στην ιστορία ως ο «Νίκωνας ο Μετανοείται.»
Ωστόσο, αυτή η πρώτη αποστολή δεν επέτυχε στο σκοπό της και έναν αιώνα αργότερα, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του αυτοκράτορα Αλέξιου Κομνηνού του Β', δισέγγονου του Αλέξιου Κομνηνού Α', μία νέα ομάδα Βυζαντινών ευγενών έφθασε στην Κρήτη. Τους δόθηκαν σημαντικά περιουσιακά και διοικητικά προνόμια και άφιξή τους έμεινε γνωστή μέσα από το πέρασμα των αιώνων ως η ιστορία των Δώδεκα Αρχοντόπουλων.
. Η ιστορία τους , ή θρύλος για μερικούς, περιγράφεται ως εξής:
Ο Αλέξιος Κομνηνός Β', ανησυχώντας για τη συνεχή αναταραχή στην Κρήτη, έστειλε 12 επιφανείς Βυζαντινές οικογένειες για να δημιουργήσουν νέους δυνατούς δεσμούς με την Πόλη και να βελτιώσουν τις θρησκευτικές, ηθικές και οικονομικές συνθήκες του ντόπιου πληθυσμού. Σε ένα έγγραφο γνωστό ως «Χρυσόβουλλο» (έγγραφο που φέρει χρυσή σφραγίδα για την αυθεντικότητα της υπογραφής του αυτοκράτορα) ο αυτοκράτορας, αφού απειλεί τους Κρήτες με αυστηρή τιμωρία σε περίπτωση ανυπακοής τους προς τη θέλησή του, λέει ότι τους στέλνει ως βασιλιά και θεματοφύλακά του τον γιό του Ισαάκιο μαζί με 12 Άρχοντες.
Οι οικογένειες που ονομάζονται σε αυτό το έγγραφο, και οι οποίες είχαν διακεκριμένη θέση στην ιστορία της Κρήτης είναι:
Ιωάννης Φωκάς (το όνομα της οικογένειας άλλαξε κατά την εποχή της Ενετοκρατίας σε Καλλέργη), Μαρίνος Σκορδύλης, ανιψιός του αυτοκράτορα, Φίλιππος Γαβαλάς, Θωμάς Αρχολέος, Ευστάθιος Χορτάτζης, Λέων Μουσούρος, Κωνσταντίνος Βαρούχας, Ανδρέας Μελισσινός, Λουκάς Λίθινος, Νικηφόρος Αργυρόπουλος, Δημήτριος Βλαστός και Ματθαίος Καλαφάτης, και όλοι τους ήσαν αρχηγοί οικογενειών που είχαν μέχρι και οκτώ αρσενικά μέλη.
Λόγω όμως της απουσίας των αυθεντικών εγγράφων που συνδέονται με την αποίκηση (σώζονται μόνο σε αρχεία από την βενετική εποχή υποτιθέμενων μεταφρασμένων ελληνικών αρχείων ή ελληνικές μεταφράσεις πρότερων βενετικών εγγράφων) και πιθανών λαθών στα μεταφρασμένα έγγραφα, υπάρχει η άποψη ότι το χρυσόβουλο και η ιστορία που συνδέεται με αυτό ήταν επινόηση μελών αυτών των οικογενειών με σκοπό να πείσουν τους Βενετούς για την αριστοκρατική τους καταγωγή και κατά συνέπεια να εξασφαλίσουν μία θέση ανάμεσα στη νέα πολιτική ελίτ.
Αυτό πάντως που δεν αμφισβητείται είναι, ότι οι οικογένειες αυτές που έφτασαν στην Κρήτη από το Βυζάντιο ήταν από εξέχουσες βυζαντινές οικογένειες και ότι όταν αποίκησαν στην Κρήτη σχημάτισαν τη νέα αρχοντική τάξη που θα έπαιζε σημαντικό ρόλο στην Κρήτη από τότε και στο εξής. Η εξέχουσα θέση τους επιβίωσε μέσα από τους αιώνες, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας.
Περίοδος Ενετοκρατίας1204-1669 μ. Χ.
Η περίοδος της Ενετοκρατίας στην Κρήτη, αρχίζει το 1204, με την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους Σταυροφόρους της Δ’ Σταυροφορίας. Αυτοί αντί να προχωρήσουν για την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων που ήταν ο σκοπός τους, παρέκλιναν και κατέλαβαν την Βυζαντινή Αυτοκρατορία, την οποία στην συνέχεια την μοιράστηκαν μεταξύ τους οι διάφοροι αρχηγοί.
Η Κρήτη δόθηκε ως δώρο στον φεδουάρχη της Β. Ιταλίας Βονιφάτιο Μομφερατικό, επειδή όμως γι’ αυτόν η παραχώρηση της νήσου ήταν «δώρο άδωρον» πριν περάσει ένας χρόνος την πουλά σαν να ήταν κληρονομιά από τον πατέρα του στην Δημοκρατία της Βενετίας ,στον δόγη Ερρίκο Δάνδολο, έναντι του εξευτελιστικού ποσού των 1000 μάρκων αργύρου ή 5.000 χρυσών δουκάτων, με συμφωνία που υπογράφηκε στις 12 Αυγούστου 1204.
Η αγοραπωλησία αυτή στάθηκε μοιραία για τους Κρητικούς. Ενώ σε λιγότερο από ένα αιώνα ανακτήθηκε η αυτοκρατορία, η Κρήτη έμελλε να μείνει υπόδουλη στους Ενετούς για 450 ολόκληρα χρόνια, κι όχι για να γνωρίσει κατόπιν την ελευθερία της, αλλά για να πέσει σε χειρότερη σκλαβιά στα χέρια των Τούρκων.
Οι Βενετοί, λαός θαλασσινός, ήθελαν την Κρήτη για να επεκτείνουν το εμπόριό τους και να εξασφαλίσουν την κυριαρχία στις θαλάσσιες οδούς προς την Αίγυπτο και την Ανατολή. Για να επιβεβαιώσουν λοιπόν την κυριαρχία τους στην Κρήτη, ενεπλάκησαν σε αιματηρό πόλεμο με τους Γενουάτες αλλά και τον αρχιπειρατή, κόμη της Μάλτας Ερρίκο Πεσκατόρε ο οποίος είχε επωφεληθεί από τις αναταραχές της εποχής και είχε κυριεύσει μεγάλο μέρος του νησιού. Οι πολεμικές επιχειρήσεις άρχισαν το 1206 και σταμάτησαν προς το τέλος του 1210 – αρχές του 1211, οπότε κατάφεραν πλέον να γίνουν οι αδιαφιλονίκητοι κυρίαρχοι του νησιού.
Από τότε αρχίζει μια περίοδος δουλείας της Κρήτης που θα διαρκέσει έως το 1669.
Η Βενετία, επιδίωκε όχι απλώς την κατάκτηση, αλλά την πλήρη ενσωμάτωση της Κρήτης, ήθελε δηλαδή να δημιουργήσει ένα κράτος ισότιμο και ισάξιο, το Βασίλειο της Κρήτης ( Regno di Candia).
Για μπορέσει να την θέσει υπό τον έλεγχό της, δεδομένου μάλιστα ότι το νησί ήταν μεγαλύτερο σε έκταση από την ίδια την μητρόπολη, επέλεξε την μέθοδο του αποικισμού, δηλαδή την εγκατάσταση ενετών σε συγκεκριμένες περιοχές, χορηγώντας τους γη (τιμάρια).
Με τους άποικους λοιπόν που έστειλε καθιερώθηκε απ' αρχής στην Κρήτη το Δυτικό φεουδαρχικό σύστημα. Η χώρα στο μεγαλύτερο της μέρος μοιράστηκε στους Ενετούς άποικους, όπως συμβαίνει με τους φεουδάρχες. Καθένας πήρε σαν φέουδο ένα ή περισσότερα χωριά της Κρήτης που του τα καλλιεργούσαν οι πάροικοι (Βιλλάνοι), δίνοντας στον άρχοντά τους το 1/3 απ' το εισόδημα.
Τα κύρια εισοδήματα του Νησιού εκείνη την εποχή ήταν τα δημητριακά και το εξαιρετικό Κρητικό κρασί που πουλιόταν και στο εξωτερικό. Κάθε φεουδάρχης έδινε ένα ορισμένο χρηματικό ποσό στο δημόσιο ταμείο και ήταν υποχρεωμένος να προσφέρει προσωπική στρατιωτική υπηρεσία με δύο καβαλαραίους υπασπιστές που τους συντηρούσε ο ίδιος.
Στους αποίκους παραχωρούνται από τις βενετσιάνικες αρχές εκτάσεις ως στρατιωτικά φέουδα. Οι ίδιοι οι άποικοι διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: τους ιππείς (milites), που τα φέουδά τους ονομάζονται καβαλαρίες, και τους πεζούς (pedites) που λαμβάνουν φέουδα μικρότερης αξίας.
Στην ανώτατη κοινωνική βαθμίδα ανήκαν οι ευγενείς Βενετοί και φεουδάρχες (nobili veneti, feudati). Στα έγγραφα αναφέρονται «ευγενέστατοι άρχοντες και εκλαμπρότατοι αφέντες».
Οι ευγενείς ήταν καθολικοί, άποικοι ή απόγονοι αποίκων και είχαν πλήρη πολιτικά δικαιώματα, οι τίτλοι ευγένειας τους ήταν κληρονομικοί, και στους πρώτους αιώνες της ενετοκρατίας κατείχαν τα μεγαλύτερα φέουδα.
Στα θρησκευτικά ζητήματα οι Ενετοί ακολούθησαν μια σχετική ανεξιθρησκεία. Είναι αλήθεια ότι κατάργησαν μητροπόλεις και εγκατέστησαν Λατινοεπισκόπους, όμως ουσιαστικά δεν ενόχλησαν τον κατώτερο κλήρο και άφησαν ελεύθερο το λαό να τελεί τα της λατρείας του. Αυτό που τους ενδιέφερε πρώτα απ' όλα ήταν η γαλήνη του τόπου και γι' αυτό δεν ήθελαν να προκαλέσουν το θρησκευτικό αίσθημα του λαού, πράγμα που θα μπορούσε να οδηγήσει σε φανατισμούς και αναταραχές.
Εξάλλου ήταν γνωστό το δόγμα των Ενετών:
Siamo Veneziani e poi Cristiani: «Είμαστε πρώτα Βενετοί, και μετά χριστιανοί».
Η θρησκευτική αυτή ανοχή, αν και τους γλύτωσε από μεγαλύτερους μπελάδες, είχε όμως και τα παρατράγουδα της, γιατί οι κρητικοί δεν άφησαν ανεκμετάλλευτα αυτά τα περιθώρια θρησκευτικής ανοχής που τους δόθηκαν
Σύμφωνα με ομολογία των Ενετών, ο ορθόδοξος κλήρος παίρνοντας θάρρος από την αδράνεια και των Διοικητών και των Επισκόπων του νησιού, άρχισε από την αρχή της 14ης εκατονταετηρίδας να προσηλυτίζει τους ξενοφερμένους Λατίνους και να μεταδίνει τους σπόρους της Ορθοδοξίας. Έλληνες παπάδες, παρακινημένοι από την υπερβολική τους αφοσίωση στο Ορθόδοξο δόγμα, προσποιηθήκανε πως ήτανε πρόθυμοι να γίνουν Καθολικοί κι αφού χειροτονήθηκαν Λατινεπίσκοποι, προώθησαν με δραστηριότητα την υπόθεση του προσηλυτισμού. Είναι βέβαιο πως με Αποστολική Επιστολή του Πάπα Ουρβανού του 5ου που την έστειλε στον Αρχιεπίσκοπο Κρήτης το 1368, απαγορεύεται στο εξής η είσοδος οποιουδήποτε Κρητικού στα τάγματα των Λατίνων Κληρικών και αποκλείονται από τη Λειτουργία και από κάθε Ρωμαϊκή (καθολική) ιεροτελεστία όλοι οι ντόπιοι Επίσκοποι ή γενικά Γραικοκατόλικοι (Ελληνοκαθολικοί).
Οι Ενετοί μπορεί να έστειλαν βέβαια τους δικούς τους αποίκους στο νησί, και να τους μοίρασαν γαίες και προνόμια, όμως το ντόπιο αρχοντολόι, τους αρχοντορωμαίους, δεν τους έθιξαν ουσιαστικά. Αυτό ήταν μια πολύ έξυπνη τακτική από τη μεριά τους. Αν έθιγαν τα συμφέροντά τους, θα είχαν κατόπιν να αντιμετωπίσουν ένα σύσσωμο λαό. Διαιρώντας όμως τον κατακτημένο πληθυσμό σε προνομιούχους και μη προνομιούχους, κατάφεραν να διατηρήσουν την κυριαρχία τους
Τα εκατόν πενήντα πρώτα χρόνια της ενετικής κυριαρχίας, το νησί συγκλονίστηκε από εξεγέρσεις. Αυτές αρχίζουν την επαύριο της εγκατάστασης των Ενετών, το 1212, με την επανάσταση των Αγιοστεφανιτών ή των Αργυρόπουλων. Το 1217 έχουμε την επανάσταση των Σκορδίληδων και των Μελισσηνών. Το 1230 επαναστατούν και πάλι οι Σκορδίληδες και οι Μελισσηνοί, μαζί με τους Δρακοντόπουλους. Το 1273 ξεσπά η επανάσταση των αδελφών Χορτάτση, που ο Σπύρος Ζαμπέλιος τους θέλει προγόνους του Χορτάτση, του ποιητή της Ερωφίλης.
Το 1283 έχουμε την επανάσταση του Αλέξιου Καλλέργη, που δεν σταματά παρά το 1299, με σύναψη ειρήνης ανάμεσα, στα δύο μέρη. Το 1332 έχουμε την επανάσταση του Κώστα Σμιρίλιου, που έγινε με την συνεργεία του Λέοντα Καλλέργη και των πεθερικών του, των Καψοκαλύβηδων. Την ίδια χρονιά επαναστατούν και οι Ψαρομήλιγγοι, στην Ανατολική Κρήτη. Το 1363 έχουμε άλλη μια επανάσταση, που αυτή τη φορά γίνεται από τους ίδιους τους Ενετούς ενάντια στη μητρόπολη. Η επανάσταση αυτή πνίγηκε στο αίμα. Μόλις όμως απεχώρησαν τα ενετικά στρατεύματα, ξεσηκώθηκαν αμέσως τρεις αδελφοί Καλλέργηδες, μαζί με τρεις άλλες ενετικές οικογένειες. Και αυτή η επανάσταση είχε το ίδιο τέλος.
Βλέπουμε ότι όλες σχεδόν οι επαναστάσεις που αναφέραμε πήραν το όνομά τους από τους αρχοντορωμαίους, που ήσαν κάθε φορά επικεφαλής του ξεσηκωμού. Αυτό όμως δεν πρέπει να δημιουργήσει καμιά ψεύτικη εικόνα. Οι επαναστάσεις ήσαν κατά βάση επαναστάσεις λαϊκές. Όλες τους ξεκινούσαν από την ύπαιθρο (με εξαίρεση την ενετικής πρωτοβουλίας εξέγερση του 1363), από τον αγροτικό πληθυσμό, που μέχρι και την τελευταία στιγμή υπέφεραν τα πάνδεινα από την ενετική κατοχή. Αν έμπαιναν επικεφαλής κάθε φορά κάποιοι αρχοντορωμαίοι, είναι ή γιατί ήσαν δυσαρεστημένοι με τους Ενετούς, ή γιατί ήλπιζαν σε μεγαλύτερα προνόμια αν πετύχαινε η επανάσταση. Ο Αλέξης Καλλέργης ξεκίνησε την επανάσταση του 1283 για να την εξαργυρώσει κατόπιν με άφθονα προνόμια, αφού παζάρεψε άγρια με τους Ενετούς με μυστικές διαπραγματεύσεις που κράτησαν μέχρι το 1299. Ο μόνος αρχοντορωμαίος που φαίνεται πως κινήθηκε από αγνό ιδεαλισμό, και μάλιστα με αρκετά επιδέξιο και συνομωτικό τρόπο, ήταν ο Λέοντας Καλλέργης, απόγονος του Αλέξη. Συνελήφθηκε όμως με δόλο από ένα θείο του, ο οποίος τον έπνιξε ρίχνοντάς τον στη θάλασσα, δεμένο μέσα σε ένα σακί.
Εξάλλου, δεν είναι απορίας άξιο πως πολλές από τις επαναστάσεις αυτές συνετρίβησαν χωρίς τη βοήθεια μητροπολιτικού στρατού; Ο λόγος είναι πολύ απλός: Οι Ενετοί είχαν απλούστατα την υποστήριξη άλλων ντόπιων αρχοντορωμαίων και ευκατάστατων νοικοκυραίων οι οποίοι, ποντάροντας σωστά, ή κέρδιζαν κατόπιν περισσότερα προνόμια, ή έπαιρναν τίτλους ευγένειας, αν δεν ήσαν ήδη τιτλούχοι. Στο τέλος μάλιστα οι ευγενείς είχαν πληθύνει τόσο πολύ, ώστε ο τίτλος του ευγενούς άρχισε να ξεφτίζει, με αποτέλεσμα να αναγκασθεί η μητρόπολη να βάλει κάποιο φρένο, απαιτώντας την προηγούμενη δική της έγκριση πριν από την απονομή οποιουδήποτε τίτλου.
Από τον το 16ο αι. πάντως και μετά το φεουδαρχικό σύστημα είχα αρχίσει να παρακμάζει. Τα φέουδα είχαν καταμεριστεί, είχαν μεταβιβαστεί σε τρίτους και σημαντικές εκτάσεις είχαν αποχερσωθεί. Έτσι πολλοί από τους παλιούς ευγενείς με τα μεγάλα φέουδα έχασαν και τους τίτλους ευγενείας, που είχαν πάψει να έχουν την αρχική τους σημασία και δεν αποτελούσαν πια παρά αντικείμενο συναλλαγών, κι οι Ενετοί της Κρήτης μιλούσαν μόνο ελληνικά ή τουλάχιστον μια μορφή ελληνικής γλώσσας εμπλουτισμένη με ελληνοποιημένα ιταλικά.
Σε πολλές εκθέσεις αξιωματούχων από τη Βενετία παρουσιάζεται η γλωσσική αφομοίωση και η θρησκευτική διάβρωση των παλαιών βενετικών οικογενειών. Ο Ιάκωβος Foscarini γράφει ότι «οι παλιοί Ενετοί έχουν ξεχάσει εντελώς την ιταλική γλώσσα και επειδή δεν υπάρχει σε κανένα χωριό του νησιού η δυνατότητα να λειτουργηθούν σύμφωνα με το λατινικό δόγμα, είναι αναγκασμένοι μένοντας στο χωριό να βαφτίζουν τα παιδιά τους, να παντρεύονται και να θάβουν τους νεκρούς τους, σύμφωνα με το ορθόδοξο δόγμα και τα ελληνικά έθιμα.
Και αυτοί είναι οι Βενιέρηδες, οι Μπαρμπαρίγοι, οι Μοροζίνηδες, οι Μπόνοι, οι Φοσκαρίνηδες, οικογένειες σε όλα ελληνικές…». Το 1584, ο Giulio Garzoni διαπιστώνει ότι οι Βενετοί της Κρήτης μπορούσαν να ονομάζονται Έλληνες. Στο συμβούλιο του 1610 παρουσιάστηκαν 30 Ενετοί και 70 Κρητικοί.
Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις και τις γραπτές μαρτυρίες, οι περισσότεροι Ενετοί της εποχής αυτής και ιδίως εκείνοι που διέμεναν σε απομακρυσμένα και απομονωμένα τιμάρια, θεωρούσαν πλέον πατρίδα τους την Κρήτη, είχαν γλώσσα τους την ελληνική , είχαν ασπαστεί έθιμα καθαρά κρητικά, είχαν γίνει ορθόδοξοι, κι είχαν αποφασίσει να αντιμετωπίσουν μαζί την καινούργια λαίλαπα που λέγονταν «Τουρκιά» κι είχε αρχίσει να καραδοκεί από το 1569.
Κι ίσως τελικά να ήταν κι ο κίνδυνος αυτός η αφορμή που έκανε την συμπεριφορά των Βενετών πιο ανθρώπινη, γ’ αυτό την περίοδο τούτη το νησί διανύει φάση πνευματικής άνθησης κι αναγέννησης σε όλες τις εικαστικές τέχνες.
Ο Μιχαήλ Δαμασκηνός, ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, ή πιο γνωστός ως EL GRECO, είναι ζωγράφοι που έφτασαν τότε στην κορύφωση της δημιουργίας και τα έργα τους θαυμάζονται ως ακόμα και σήμερα.
Πολλά ανώτερα σχολεία λειτουργούν σε πόλεις αλλά και σε μοναστήρια όπου υπάρχουν αξιόλογες βιβλιοθήκες όπως η Μονή Βροντησίου στο χωριό Ζαρός, η μονή των Τριών Ιεραρχών στην περιοχή Κόφινας, και άλλες πολλές.
Η άνθηση επίσης της λογοτεχνίας έχει φτάσει στο αποκορύφωμα της, έχει ανέβει σε δυσθεώρατα ύψη την εποχή των τελευταίων χρόνων της Ενετοκρατίας.
Έργα σαν τον «Ερωτόκριτο», την «Ερωφίλη», τον «Βασιλιά Ροδολίνο», τον «Κατσούρμπο», την «Βοσκοπούλα», προκαλούν ρίγη.
Οι παρακάτω στίχοι ενός εκ των αρτιότερων έργων της εποχής της «Θυσίας του Αβραάμ» του ίδιου Στειακού ποιητή που έχει γράψει και τον «Ερωτόκριτο», του Βιτζέντζου Κορνάρου, φανερώνουν άφταστη λεπτότητα και δύναμη ψυχής:
«Ώφου μαντάτο ώφου φωνή, ώφου καρδιάς λαχτάρα, ώφου φωθιά που μ’ έκαψε ώφου κορμιού τρομάρα, ώφου μαχαίρια και σπαθιά που μπήκαν στην καρδιά μου, κι έκαμαν εκατό πληγές μέσα στα σωθικά μου…»
Ήταν τόσο μεγάλη η άνθηση των γραμμάτων στην Κρήτη εκείνη την εποχή που όπως λέει ο γλωσσολόγος Γ.Ν. Χατζηδάκης «κανείς δεν μπορεί να υποθέσει τι είδους εξέλιξη θα είχε ολόκληρη η Ελλάδα αν το νησί που το γλωσσικό του ιδίωμα είχε γίνει η βάση της νεοελληνικής γλώσσας, δεν είχε πέσει στα χέρια των Τούρκων».
Δυστυχώς όμως και η ώρα της Κρήτης για μια ακόμα σκλαβιά πλησίαζε, κι η κατάληψη της από τους Τούρκους θεωρήθηκε το τραγικότερα, πανελλαδικά, συμβάν μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης.
Περίοδος Τουρκοκρατίας 1669-1898
Από το1453 οι Οθωμανικές ορδές, με ξεκίνημα την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης, έχουν ξεχυθεί σαν σαρωτική πλημμυρίδα σ’ ολόκληρη την Ελλάδα. Στο πέρασμα τους ξεριζώνουν δέντρα, ξεθεμελιώνουν χωριά, γκρεμίζουν και βεβηλώνουν μοναστήρια κι εκκλησιές, σφάζουν, κουρσεύουν, πυρπολούν, κι όσα δεν πελεκούσε το γιαταγάνι τους τα χάριζαν στις φλόγες για να τα καταπιούν!
Έχει ξεκινήσει μια άνιση μάχη σ’ Ανατολή και Δύση, ανάμεσα σε δυο κόσμους, με όσες ηθικές αξίες κρατούσε και αντιπροσώπευε ο καθένας τους.
Από όλον αυτόν τον πόλεμο δεν θα μπορούσε να λείπει η Κρήτη που στη διάρκεια των δύο τελευταίων αιώνων της Βενετοκρατίας βρισκόταν υπό τη συνεχή απειλή τουρκικής κατάληψης. Αρκετές φορές δε τουρκικά στρατεύματα είχαν καταφέρει να αποβιβαστούν σε διάφορα σημεία της, και μάλιστα, να καταλάβουν πρόσκαιρα μερικές οχυρωμένες πόλεις.
Μια τέτοια επιχείρηση σε μεγάλη κλίμακα σημειώθηκε το 1538, όταν ο περίφημος ναύαρχος Χαϊρεδίν Μπαρμπαρόσσα πέτυχε να θέσει υπό τον έλεγχό του τη δυτική και κεντρική Κρήτη, αλλά σταμάτησε μπροστά στο ισχυρό κάστρο του Χάνδακα και τελικά αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το νησί. Το 1645, όμως, ο Πουσούφ πασάς, επικεφαλής 60.000 στρατιωτών και 400 πλοίων αποβιβάστηκε δυτικά των Χανίων.
Σε σύντομο διάστημα κατέλαβε την πόλη και στην συνέχεια το 1646 το Ρέθυμνο και τα περισσότερα κάστρα του νησιού. Ως το τέλος του 1648, η Κρήτη είχε κυριευθεί και μόνο ο Χάνδακας συνέχιζε να ανθίσταται σε μια πολιορκία που άντεξε είκοσι ολόκληρα χρόνια!
Στη διάρκειά της χρησιμοποιήθηκαν τα τελειότερα μέσα και μέθοδοι πολιορκίας, ενώ Βενετοί και Κρήτες αντιστάθηκαν με πείσμα, ως που κάθε ελπίδα εξωτερικής βοήθειας αποδείχθηκε αδύνατη και στις 27 Σεπτεμβρίου 1669 ο υπερασπιστής του Χάνδακα Φραγκίσκος Μοροζίνης παρέδωσε με συνθήκη την πόλη στο Μεγάλο Βεζίρη Αχμέτ Κιοπρουλή.
Έτσι, η Κρήτη περιήλθε στην κυριαρχία του Σουλτάνου με εξαίρεση τα μικρά φρούρια της Γραμβούσας, της Σούδας και της Σπιναλόγκας που παρέμειναν για μερικές δεκαετίες ακόμα υπό βενετική διοίκηση.
Μέχρι τελευταία στιγμή ωστόσο, σ’ ένα πόλεμο θάρρους υπομονής μα και φθοράς, Κρητικοί και Βενετσιάνοι πολεμούσαν μαζί, σαν ποτέ να μην τους χώρισε το αγεφύρωτο χάσμα της αρπαγμένης γενέθλιας γης των πρώτων από τους δεύτερους.
Δίπλα –δίπλα οι αλλοτινοί νικητές προσπάθησαν ενωμένοι σαν μια γροθιά με τους σημερινούς ακατάκτητους κατεκτημένους να αντικρούσουν τον εισβολέα, όμως δυστυχώς δεν κατάφεραν τελικά να αποφύγουν το πνιγηρό σκοτάδι μιας καινούργιας σκλαβιάς που θα κατέπνιγε στην κυριολεξία το νησί για άλλους δυόμιση περίπου αιώνες.
Κι η νέα εποχή έμελλε να αποβεί μια από τις σκληρότερες στη μακραίωνη ιστορία του νησιού. Η κατάληψή του συνοδεύτηκε από τεράστιες υλικές καταστροφές ενώ κατά την πολιορκία πολλά από τα κάστρα υπέστησαν μεγάλες ζημιές και χρειάστηκε στα επόμενα χρόνια να επισκευασθούν. Πολλές από τις εκκλησίες ισοπεδώθηκαν, άλλες έγιναν τζαμιά, ενώ από τις υπόλοιπες αφαιρέθηκαν οι καμπάνες, με εξαίρεση τη Μονή Αρκαδίου. Ο λαμπρός μητροπολιτικός ναός του Αγίου Τίτου στο Χάνδακα μετατράπηκε σε μεγαλόπρεπο τέμενος, που πήρε το όνομα Βεζίρ τζαμί προς τιμή του Κιοπρουλή, του πορθητή του Μεγάλου Κάστρου ενώ από τις 500.000 χιλιάδες κατοίκους που είχε το νησί πριν τον πόλεμο, και ειδικα την περίοδο που με τον συγχρονισμό των δύο φυλετικών στοιχείων της βρίσκονταν σε διαρκή ανοδική πορεία, βρέθηκε ξάφνου μόνο με 150.000 κατοίκους- αν και πολλοί τις υπολογίζουν μόνο σε 50.000- καθώς η εκδικητική μανία των νικητών στράφηκε στην συνέχεια εναντίον του πληθυσμού που είχε αντιτάξει σθεναρή άμυνα.
Μεγάλης έκτασης σφαγές σημειώθηκαν από το ένα άκρο του νησιού στο άλλο, κατά χιλιάδες οι κάτοικοι οδηγούνται στην αιχμαλωσία, κι η Κρήτη κατεβάζει για μια ακόμα φορά το μαύρο τσεμπέρι της ως χαμηλά τα μάτια για να πενθήσει τα αδικοχαμένα παιδιά τη …κάτι που φαίνεται καθαρά στο έργο του Ρεθύμνιου ποιητή Μαρίνου Τζάνε Μπουνιαλή «Ο ΚΡΗΤΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ» – που είναι και ο μόνος που κατέγραψε το χρονικό αυτού του τραγικού πολέμου:
« Άντρες γυναίκες έσερναν και τα μικρά παιδάκια, έπιαναν και τα ρίχνασι απάνω στα χαράκια. Κι όπου κι αν ήθελες ιδεί κι αν ήθελες πατήσει ανθρώπου αίμα έβλεπες και ποιος να μην δακρύσει».
Η καταδυνάστευση των χριστιανών από την οθωμανική διοίκηση και από τους πολυάριθμους Τούρκους αποίκους που ήρθαν να εγκατασταθούν στις πόλεις και στις εύφορες εκτάσεις, συνεχίσθηκε και στις επόμενες δεκαετίες.
Κι οι χιλιάδες Κρητικοί, μη μπορώντας να αντέξουν την καθημερινή εξαθλίωση, εγκατέλειψαν το νησί και πολλοί εγκαταστάθηκαν στα βενετοκρατούμενα Επτάνησα.
Πολλοί κάτοικοι δε που προτίμησαν να ασπαστούν τον ισλαμισμό για να λυτρωθούν από τα δεινά, ενώ κρυφά διατηρούσαν τους τύπους της ορθόδοξης λατρείας, ονομάστηκαν «κρυπτοχριστιανοί».
Ακολουθώντας την τακτική που εφάρμοζαν σε όλες τις περιοχές που κατακτούσαν, οι Τούρκοι, προέβησαν σε γενικό αναδασμό της γης. Τα παλαιά δημόσια κτήματα περιήλθαν στο Σουλτάνο, ενώ μεγάλες ιδιωτικές εκτάσεις δόθηκαν σε Τούρκους αξιωματούχους ως «τιμάρια» ή σε μουσουλμανικά Θρησκευτικά ιδρύματα ως «βακούφια», Οι χριστιανοί αγρότες μεταβλήθηκαν σε δουλοπάροικους καλλιεργητές. Το φορολογικό σύστημα, που προέβλεπε μόνο δύο ειδών φόρους, τον «κεφαλικό» και τον «της ιδιοκτησίας», ήταν σκληρότερο στην Κρήτη παρά σε άλλες περιοχές της τουρκικής αυτοκρατορίας.
Με την υποδούλωση του νησιού στους Τούρκους τερματίστηκε και η εξουσία του Πάπα της Ρώμης στην Κρήτη, η οποία επανήλθε στους κόλπους του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης, παρ' όλα αυτά, οι διωγμοί κατά των χριστιανών και των Θρησκευτικών εκπροσώπων τους συνεχίσθηκαν. Η εξαθλίωση του κλήρου και η πτώση του μορφωτικού επιπέδου συνέτεινε ακόμα περισσότερο στην πνευματική απονέκρωση του πληθυσμού.
Οι συνθήκες δουλείας όμως είχαν ως αποτέλεσμα την έκρηξη διαδοχικών επαναστατικών κινημάτων. Το 1692 Βενετικές δυνάμεις αποβιβάστηκαν στο νησί και οι Κρητικοί έσπευσαν να ενωθούν μαζί τους σε μια προσπάθεια να εκδιώξουν τους Τούρκους από το νησί. Η αποτυχία όμως του εγχειρήματος έστρεψε την εκδικητική μανία των Οθωμανών ενάντια στο χριστιανικό πληθυσμό.
Νέα ευκαιρία για επανάσταση παρουσιάστηκε το 1770, όταν Ρώσοι, στη διάρκεια του πολέμου τους κατά των Τούρκων, προσπάθησαν να ξεσηκώσουν τους υπόδουλους Χριστιανούς. Οι Κρητικοί έσπευσαν να ανταποκριθούν και με αρχηγό τους τον Σφακιανό Δασκαλονιάννη σημείωσαν σημαντικές επιτυχίες στην αρχή. Η συνομολόγηση όμως ρωσοτουρκικής ειρήνης άφησε και πάλι έκθετους τους Κρητικούς. Τη φορά αυτή η μανία των Τούρκων στράφηκε ιδιαίτερα κατά των Σφακιανών, ενώ ο αρχηγός τους Δασκαλονιάννης, που αναγκάσθηκε να παραδοθεί, γδάρθηκε ζωντανός.
Παρ' όλα αυτά το επαναστατικό πνεύμα διατηρήθηκε ισχυρό. Παραμονές της Επανάστασης του 1821 σημαίνοντες Κρητικοί είχαν μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία. Η συμμετοχή της Κρήτης στον Αγώνα της Ανεξαρτησίας υπήρξε παλλαϊκή. Οι Κρητικοί αγωνιστές στη διάρκεια των τριών χρόνων (1821-1824) κατάφεραν να θέσουν υπό τον έλεγχό τους το σημαντικότερο μέρος του νησιού.
Κατά τον καθορισμό των ορίων του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους οι Ευρωπαϊκές Δυνάμεις αρνήθηκαν να συμπεριλάβουν σ' αυτά και την Κρήτη, Έτσι ο Σουλτάνος την παρεχώρησε στον Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου σε ανταμοιβή για τις υπηρεσίες του. Η Αιγυπτιοκρατία όμως δεν κράτησε παρά μια δεκαετία, καθώς μια αποτυχημένη εξέγερση των Αιγυπτίων (1840) ενάντια στον Σουλτάνο τους στέρησε και την Κρήτη.
Η περίοδος από το 1841 ως το 1898 είναι η τελευταία φάση της τουρκοκρατίας στο νησί. Η ύπαρξη πλέον ανεξάρτητου Ελληνικού κράτους, με πρωτεύουσα την Αθήνα, επενεργεί στην Κρήτη ως καταλύτης για νέες επαναστατικές κινητοποιήσεις, με σκοπό την ένωση. Οι κινητοποιήσεις αυτές υποδαυλίζονται από τις συνεχείς αυθαιρεσίες της οθωμανικής διοίκησης και κυρίως από την καταδυνάστευση του χριστιανικού στοιχείου από τους Τούρκους. Στα μέσα του αιώνα η κατάσταση φάνηκε ότι θα βελτιωνόταν καθώς οι ευρωπαϊκές δυνάμεις επέβαλαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία να υιοθετήσει ευρύτατες μεταρρυθμίσεις, Με το νόμο Χατί Χουμαγιούν το 1856 επιτράπηκε η ελεύθερη άσκηση της θρησκευτικής λατρείας και η υπό ορισμένους όρους συμμετοχή των χριστιανών σε όργανα της Διοίκησης. Την ευκαιρία αυτή εκμεταλλεύθηκαν πολλοί «κρυπτοχριοτιανοϊ», που εγκατέλειψαν τον ισλαμισμό. Η αντίδραση όμως των Τούρκων υπήρξε βίαιη, γιατί έβλεπαν τον αριθμό τους να συρρικνώνεται και τους πρώην υποτελείς τους ραγιάδες να ανέρχονται κοινωνικά, οικονομικά και πνευματικά. Κάτω από αυτές τις συνθήκες δεν ήταν περίεργο ότι το δεύτερο μισό του 19ου αι. σημαδεύτηκε από συνεχείς και αιματηρές εξεγέρσεις του Κρητικού λαού.
Η πιο σημαντική απ' αυτές – που έμεινε γνωστή ως η «Μεγάλη Κρητική Επανάσταση» άρχισε το 1866 και κράτησε ως το 1868. Με την ενίσχυση εθελοντών και οπλισμού από το ελεύθερο ελληνικό κράτος, οι επαναστάτες σημείωσαν αλλεπάλληλες νίκες. Ο αγώνας παρουσίασε πολλές διακυμάνσεις καθώς ισχυρές τουρκικές δυνάμεις έφθασαν στο νησί. Η προσφιλής μέθοδος των μαζικών αντιποίνων, κυρίως των αμάχων, οδήγησε τελικά στον τερματισμό του αγώνα και στην αναχώρηση των περισσότερων αρχηγών από το νησί. Κορυφαία στιγμή της Κρητικής Επανάστασης υπήρξε το ολοκαύτωμα της Μονής Αρκαδίου, όπου οι υπερασπιστές της, μαζί με εκατοντάδες γυναικόπαιδα που είχαν καταφύγει εκεί, προτίμησαν να ανατινάξουν την πυριτιδαποθήκη της Μονής και να ταφούν κάτω από τα ερείπια της μαζί με 1.500 περίπου Τούρκους ένοπλους, μια θυσία που συγκλόνισε τότε όλον τον κόσμο.
Από εκεί κι έπειτα ακολουθούν κι άλλες επαναστάσεις, το ίδιο μεγάλες σε ψυχική δύναμη όλες τους, ως το 1898 που η Κρήτη ανακηρύσσετε αυτόνομο κράτος, καθεστώς που ανέλαβαν να διασφαλίσουν οι Ευρωπαϊκές Δυνάμεις, οι οποίες για τον λόγο αυτό αποβίβασαν στρατεύματά τους εκεί κι εγκαταλείπει το νησί και ο τελευταίος τούρκος στρατιώτης.
Το νέο όμως καθεστώς δεν ικανοποιούσε το φιλελεύθερο πνεύμα των κατοίκων της οι οποίοι ζητούσαν συνεχώς την ένωση με την Μητέρα Ελλάδα, έως ότου την
1 Οκτωβρίου του 1912 ο Ελευθέριος Βενιζέλος προτείνει για πρώτη φορά στους Κρήτες Βουλευτές να πάρουν μέρος στην συνεδρίαση της Ελληνικής Βουλής. Η παρουσία τους γίνεται δεκτή από όλους με φρενίτιδα ενθουσιασμού και η ημερομηνία αυτή θεωρείται και ως η de facto Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα
Επίσημα ωστόσο η Ιστορία κατέγραψε ως ημέρα της Ένωσης την 1η Δεκεμβρίου του 1913, όταν η ελληνική Σημαία υψώθηκε στο φρούριο Φιρκά των Χανίων, παρουσία του βασιλέως Κωνσταντίνου και του πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου.
Λίγες ώρες μετά την είσοδο των Κρητών βουλευτών στο Κοινοβούλιο η Ελλάδα έμπαινε στους Βαλκανικούς Πολέμους. Και η οριστική λύση του Κρητικού ζητήματος δίδεται στη διάρκεια τους, το Φλεβάρη του 1913. Με τη συνθήκη του Λονδίνου, το Μάη του 1913, παραχωρείται η Κρήτη στην Ελλάδα και πλέον το όνειρο και ο πόθος κάθε Κρητικού έχει πάρει οστά, οι αγώνες του δικαιώθηκαν και στο εξής θα βαδίζει πια σαν αναπόσπαστο κομμάτι ολόκληρου του εθνικού κορμού.
Καθ’ όλη την διάρκεια της Τουρκοκρατίας, και κάτω από τέτοιες συνθήκες δουλείας, ο χριστιανικός λαός του νησιού είχε υποβαθμιστεί τόσο που δεν είναι βέβαια δυνατό να γίνει λόγος για πολιτιστική παραγωγή οποιασδήποτε μορφής καθώς πρωταρχική επιδίωξη των εξαθλιωμένων ήταν η επιβίωση, οπότε κατά την περίοδο αυτή εκλείπουν εντελώς τα έργα υψηλής τέχνης.
Κατασκευάζονται μόνο αντικείμενα καθημερινής χρήσης, ενώ οι λατρευτικοί χώροι κοσμούνται με εικόνες απλοϊκών ντόπιων, ως επί το πλείστον, ζωγράφων.
Επίσης αντίθετα με τις άλλες ιστορικές περιόδους, η Τουρκοκρατία δεν άφησε ουσιώδη αποτυπώματα του περάσματός της στην αρχιτεκτονική των μνημείων και των δημόσιων οικοδομημάτων. Τα περισσότερα τεμένη τους δεν ήταν παρά ορθόδοξοι και λατινικοί ναοί που μετατράπηκαν ανάλογα. Η κυριότερη και εμφανέστερη επίδραση σημειώθηκε στη μορφολογία των πόλεων, που σιγά σιγά πήραν τη γνωστή όψη των τουρκικών οικισμών, με τα στενά σοκάκια, τα καλντερίμια, τα κλειστά χαγιάτια, τους μιναρέδες και ορισμένες αξιόλογες κρήνες.
Όσο δε για την μακρά ποιητική παράδοση της περιόδου της Βενετοκρατίας, αυτή την συνέχισε, κατά κάποιο τρόπο, η λαϊκή μούσα, με τα ριζίτικα και τα δημοτικά τραγούδια, που τα συνόδευαν συνήθως λεβέντικοι χοροί στον ήχο της Κρητικής λύρας. Τα τραγούδια αυτά καταγράφουν, με λυρικό τρόπο, τη ζωή του υπόδουλου Κρητικού, με τις λύπες, τις χαρές του και το αδούλωτο φρόνημά του.
Η συμβολή και οι θυσίες των Κρητικών στο Μακεδονικό αγώνα 1903-1908 και στους Βαλκανικούς Πολέμους 1912-1913,
Και στους πολέμους αυτούς οι Κρητικοί δεν έμειναν ουδέτεροι και αμέτοχοι, ανεξάρτητα αν η Κρήτη- Η Κρητική Πολιτεία- βρισκόταν ακόμη κάτω από την επικυριαρχία του Σουλτάνου και οι Κρητικοί παρέμειναν εντός εισαγωγικών «Τούρκοι υπήκοοι».
Όμως, στην Κρήτη η επιστράτευση προχωρούσε παράλληλα με εκείνην (17 Σεπτεμβρίου 1912) στην υπόλοιπη χώρα και μέχρι τις 27 Σεπτεμβρίου συγκροτήθηκαν 16 λόχοι, οι οποίοι μόλις κηρύχθηκε ο πόλεμος μεταφέρθηκαν στον Πειραιά. Με αυτούς και άλλους που στάλθηκαν στη συνέχεια από την Κρήτη συγκροτήθηκαν στην Αθήνα τέσσερα Τάγματα Κρητών, από τα οποία τα τρία αποτέλεσαν το Ανεξάρτητο Σύνταγμα Κρητών που διατέθηκε στο Στρατό Ηπείρου και το 4ο Τάγμα στο Στρατό Θεσσαλίας, ως Ανεξάρτητο Τάγμα.
Η συμβολή και οι θυσίες των Κρητικών στο Μακεδονικό Αγώνα 1903- 1908 και στους Βαλκανικούς Πολέμους 1912-1913, ήταν όντως μεγάλη, αποτελεσματική, ηρωική, αξιοθαύμαστη, και αποκλειστικά ΕΘΕΛΟΝΤΙΚΗ.
Εύλογα λοιπόν γεννάται το ερώτημα ή η απορία πολλών, γιατί αυτή η μεγάλη ΕΘΕΛΟΝΤΙΚΗ συμμετοχή των Κρητικών στο Μακεδονικό Αγώνα;
Πώς βρέθηκαν από τα Κρητικά βουνά στην απόμερη αυτή μακεδονική γωνιά, που μόνο ακουστά την είχαν, τόσοι πολλοί Κρητικοί, είναι από τα θαυμαστά της ελληνική ψυχής.
«Έμαθαν ότι ζητούνταν παλικάρια πρόθυμα να παίξουν τη ζωή τους σ’ ένα εθνικό σκοπό και έτρεξαν για τη σωτηρία των αδελφών Μακεδόνων και ολόκληρος η Κρήτη είχε μεταβληθεί σε στρατόπεδο του Μακεδονικού Αγώνος.»
-Γεώργιος Μόδης, Μοναστηριώτης, Μακεδονομάχος και αργότερα Υπουργός του Βενιζέλου-
Η απάντηση είναι ότι οι σχέσεις της Κρήτης με τη Μακεδονία, διαχρονικά ήταν άριστες και παραδοσιακά είχαν ενσωματωθεί στη νοοτροπία των κατοίκων τους, όπως ιστορικά τεκμηριώνονται. Στο στρατό του Μεγάλου Αλεξάνδρου υπηρετούσαν Κρήτες τοξότες, περίφημοι για τις ικανότητές τους, ενώ ο ναύαρχος Νέαρχος του στόλου του Μακεδόνα βασιλιά ήταν Κρητικός. Αρκετές εκατονταετίες αργότερα, στον Ερωτόκριτο του Βιτζέντζου Κορνάρου, βρίσκουμε ένα ακόμα τεκμήριο της φιλίας Κρητών και Μακεδόνων.
Ο Χαρίδημος, το ρηγόπουλο της Κρήτης, και ο Νικόστρατος, ο αφέντης της Μακεδονίας, θεμελιώνουν αυτή τη φιλία σε αμοιβαίους όρκους και υπόσχονται πώς, αν η περίσταση το επιβάλλει, ο καθένας θα προστρέξει σε βοήθεια του άλλου.
ΝΙΚΟΣΤΡΑΤΟΣ «…Σ’ αγάπην έναν αδελφόν έχεις εμπιστεμένο…τη τζόγια (στεφάνι) την ολόχρυση και τη φιλία μου έχεις…τσι χώρας μου, τα πλούτη μου όριζε σα δικά σου.
ΧΑΡΙΔΗΜΟΣ «Μήνα μου δίχως ντήρησι σε κάθε σου χρειά, να ζήσεις κι αγάπα με ώστε να ζω, και μη με λησμονήσεις. –(Ερωτόκριτος σελ. 132- 133)-
Και αυτή η υπόσχεση, παρά το λογοτεχνικό της περιεχόμενο, τηρήθηκε κατά γράμμα και από τις δύο πλευρές. Στη διάρκεια των Κρητικών Επαναστάσεων (1866- 1869) εναντίον των Τούρκων, αρκετοί Μακεδόνες κατέβηκαν στην Κρήτη εθελοντικά για να βοηθήσουν στον αγώνα των Κρητικών. Στην πολύνεκρη μάχη του Βαφέ Χανίων στις 12 Οκτωβρίου 1966 μεταξύ των νεκρών ήταν και ο Μακεδόνας Αναστάσιος Βαφειάδης από τη Σιάτιστα. Πολλοί Μακεδόνες επίσης, εθελοντικά πολέμησαν στην Κρήτη το 1826, το 1844 εναντίον των Τούρκων και σε άλλες περιόδους. Και οι Κρητικοί ανταπέδωσαν την προσφορά και τις θυσίες τους πολλαπλασίως, πολεμώντας για την απελευθέρωση της Μακεδονίας. ΄ Ένιωθαν την απελευθέρωση των αδελφών σκλαβωμένων Μακεδόνων σαν δική τους υπόθεση. Άλλωστε, ο αγνός εθνικισμός ανέκαθεν κόχλαζε στην Κρήτη. Ο έρωτας προς την ελευθερία ήταν μια πελώρια κινητήρια δύναμη, να φύγουν από το Νότο και να πάνε στο βορρά της Επικράτειάς μας. Τους έσπρωχνε η ορμή της πολεμικής ράτσας και η παράδοση των ατελείωτων απελευθερωτικών αγώνων. Για αυτό η Κρήτη έγινε Στρατόπεδο προετοιμασίας μαχητών- ανταρτών, έμπεδο, θα λέγαμε στη στρατιωτική ορολογία, που τροφοδοτούσε το ΜΑ 1903-1908 και αργότερα το 1912- 1913, με άνδρες που ήταν αποφασισμένοι να πολεμήσουν για τη Μακεδονία, βάζοντας όπως πάντα οι Κρητικοί «τη λευτεριά πιο πάνω από τη ζωή» (Π. Πρεβελάκης) και παραμένοντας «η Κρήτη των τυράννων ακοίμητη φοβέρα» (Κ. Παλαμάς).
Ο Μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης το 1902 σε επιστολή του προς τον τότε πρωθυπουργό της Ελλάδας Αλέξανδρο Ζαϊμη, μεταξύ των άλλων έγραφε:
«…Στείλε μου πενήντα παλικάρια, πενήντα Κρητικούς να τους ενώσω με τους δικούς μου. Θα καταρτίσω έτσι είκοσι Σώματα και θα τα μοιράσω από τον Αλιάκμονα ως το Μαρίχοβο και το Μοναστήρι, τη Φλώρινα, το Όστροβο (Άρνισσα), Σέτινα, Βλάδοβο
(΄Αγρας), Βοδενά (Έδεσσα) και Καρατζόβα. Ο καιρός είναι κατάλληλος για δράση. Ένα σωρό πρόκριτοι, ιερείς, και διδάσκαλοι είναι μυημένοι και οι οπλαρχηγοί περιμένουν ενίσχυση από την Ελλάδα. Ο ερχομός των παλικαριών από κάτω (Κρήτη) θα δώσει κουράγιο στους δικούς μου, θα εμποδίσει την αποσκίρτησή τους και θα φοβίσει τους Βουλγάρους…»
Και η Κρητική ρίμα απαθανάτισε σε δημοτικό ριζίτικο τραγούδι το εθνικό αυτό κάλεσμα του Καραβαγγέλη:
«…Ελάτε σεις ηρωικοί τση Κρήτης πολεμάρχοι,
τσ’ Ηπείρου οι σταυραετοί και Μακεδονομάχοι,
Ρούβα και Βάρδα και Κλειδή και Θύμιε Καούδη,
Κατσίγαρη και Πούλακα, Σκουντρή και Νικολούδη
και Καραβίτη και Μακρή, Σκαλίδη, Μαυρογένη,
Μπολάνη και Καλογερή, Γαλάνη, Σεϊμένη…
ψυχές μεγάλες με τιμή σ’ αγώνες, αγιασμένες
τση Μάνας Κρήτης οι γενιές οι χιλιοδοξασμένες…
Νεώτεροι χρόνοι
Η ιστορία της Κρήτης όμως, η χιλιοβαμμένη με αίμα, έχει πολύ δρόμο ακόμα μπροστά της αφού μερικά χρόνια μόνο μετά την αυτονόμηση της, όταν ακόμα δεν είχε ορθοποδήσει εντελώς, το 1940, οι Ιταλοί κηρύττουν τον πόλεμο στην Ελλάδα.
Το ιστορικό ΟΧΙ της 28ης Οκτωβρίου αντηχεί σαν δεύτερο «ΜΟΛΩΝ ΛΑΒΕ» στα αυτιά του εχθρού απ’ τη μια άκρη της χώρας ως την άλλη κι ο Ελληνικός στρατός, σε μια ακόμα άνιση μάχη λίγων μηνών, οπισθοχωρεί τα στρατεύματα του Μουσολίνι ως τα μισά της Αλβανίας.
Κι ενώ τα παλικάρια μας γεμίζουν για μια ακόμα φορά καινούργιες σελίδες στην ιστορία γραμμένες από το αίμα όλων αυτών που απόμεινε το σκαρί τους στα αφιλόξενα βουνά της Αλβανίας, ο Γερμανός Χίτλερ επιτίθεται άνανδρα και εισβάλλει με τα στρατεύματα του στον Ελλαδικό χώρο.
Έτσι λοιπόν τον Απρίλη του 1941 οι Γερμανοί έχουν καταλάβει ολόκληρη την Ελλάδα πλην της Κρήτης.
Για την μάχη της Κρήτης, που έγινε τον Μάη του 1941, και την ηρωική της αντίσταση, μιλούσαν για καιρό όλα τα ραδιόφωνα του κόσμου.
Η μεγάλη τότε Γερμανική αυτοκρατορία δεν είχε χάσει σε καμιά άλλη πόλη τόσο στρατό σε ξηρά και θάλασσα.
Όμως τα αντίποινα, σαν αντίδραση για την μεγάλη τους ήττα, δεν άργησαν να φανούν.
Με την παραμικρή ευκαιρία έπιαναν ομήρους, έκαιγαν χωριά, τουφέκιζαν και βασάνιζαν τον άμαχο πληθυσμό.
Το ξέσπασμα όμως των Κρητικών για όλα αυτά άρχισε να διαγράφεται στον ορίζοντα από πολύ νωρίς και σαν για να εκπληρωθεί το δημοτικό τραγούδι, λίγους μήνες μετά την κατοχή τα βουνά του νησιού γίνηκαν πάλι « κάθε κορφή και φλάμπουρο κάθε κλαδί και κλέφτης».
Η αντίσταση στην Κρήτη μέρα με την μέρα, μήνα με τον μήνα, γίνονταν όλο και πιο έντονη, όλο και πιο ισχυρή, ως τον Σεπτέμβρη του 1944 που οι Γερμανοί νικήθηκαν εντελώς , πολιορκήθηκαν στα Χανιά κι εγκατέλειψαν καταντροπιασμένοι το νησί.
Επίλογος
Δεν τελειώνει ωστόσο εδώ η ιστορία της Κρήτης. Δεν μπορεί να τελειώσει ποτέ η ιστορία ενός τόπου, που από την αρχή της χρονικής του διαδρομής εκπλήρωνε την προτροπή και τα σοφά λόγια του Θουκυδίδη « άνδρες πόλεις και ου τείχη, ουδέ νήες ανδρών κεναί», που σημαίνει πως τις πόλεις δεν τις σώζουν ούτε τα κάστρα, ούτε τα άδεια από πλοία άνδρες, μα τις σώζουν οι ψυχωμένοι άνδρες που βρίσκονται πίσω και μέσα σ’ αυτά.
Κι οι άνθρωποι που βρίσκονται στα σπλάχνα της Κρήτης, δεν χρειάστηκαν ποτέ άλλη πανοπλία μπρος σ’ ένα εχθρό πλην μόνο το θάρρος που έβαζε στα στήθη τους η αγάπη που έτρεφαν για την πατρίδα τους γιατί είναι από εκείνους που προτιμούν την κεφαλή τους «καλλιά κομμένη παρά σκυμμένη…»
Όχι λοιπόν, δεν μπορεί να τελειώσει έτσι απλά η ιστορία ενός τόπου που γεννά ανθρώπους σαν στον τον Γιαμπουδάκη και τον ηγούμενο Γαβριήλ, σαν την Χαρίκλεια Δασκαλάκη, ανθρώπους σαν τον Ελευθέριο Βενιζέλο και τόσους άλλους που η ιστορία δεν κατάφερε να κρατήσει τα ονόματα τους όχι γιατί δεν το ήθελε, μα γιατί είναι τόσοι πολλοί που αν τους ανέφερε θα έπρεπε ίσως να μείνουν στην άκρη όλα τα υπόλοιπα που γέμισαν τις σελίδες της για να μπορούμε εμείς σήμερα να «ξέρουμε».
Κι αν κάποια από αυτά που είχαν εκείνοι οι περήφανοι άνθρωποι του χθες έχουν αλλάξει σήμερα σ’ εμάς, κι αν πολλές από τις παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμα του τόπου μας, όσο κι αν δεν θέλουμε να το δεχτούμε έχουν αλλοτριωθεί, κι αν το ρεύμα του σύγχρονου κόσμου μας παρασύρει ανεπιστρεπτί κι όλο πιο επικίνδυνα προς τα εμπρός, εν τούτοις εμείς πρέπει να νιώθουμε άμετρη περηφάνια που η παρουσία μας στην ζωή ξεπετάχτηκε μέσα από ένα πελώριο πάνθεον δόξας και πολιτισμού στην Εδέμ του κόσμου.
Στην κορυφή του μεγαλείου τους πνεύματος και της φιλοπατρίας ενός τόπου που το
‘χει ο αέρας του να γεννά ανθρώπους «κουζουλούς», ανθρώπους που δεν μπορούν να ζήσουν αν δεν εισπνέουν λευτεριά, και ξεπερνά ο πόθος αυτός τα όρια του λογικού, αγγίζει τα όρια του παραλόγου, και την πλήρωνε πάντα πολύ ακριβά ο Κρητικός ετούτη την κουζουλάδα.
Γι’ αυτό κι όταν κάποιοι παραξενευτήκαν κι έψαξαν για εξήγηση, η λευτεριά τους έδωσε την απάντηση:
« Σ’ όσους με ξερωτήξανε ποιας μάνας είμαι γέννα, είπα ντως πως μ’ ανάστησε το Κρητικό το αίμα!»