Η αμερικανική δημοκρατία δεν αριθμούσε παρά λίγα χρόνια ζωής όταν οι πρώην αποικιοκράτες αφέντες της έκαναν έφοδο στην πρωτεύουσα και έκαψαν τα δημόσια κτίρια της, συμπεριλαμβανομένης της επίσημης κατοικίας του αμερικανού προέδρου, γνωστή στις μέρες μας ως Λευκός Οίκος.
Ενας νεαρός αξιωματικός δοκίμασε το κρασί του Προέδρου και αποφάνθηκε: «Ποτέ το νέκταρ δεν ήταν πιο εύγευστο στους ουρανίσκους των θεών»
Στη συνέχεια, ο νεαρός αξιωματικός πήγε στην κρεβατοκάμαρα του Προέδρου και άλλαξε το ιδρωμένο και ματωμένο χιτώνιό του με ένα καλοσιδερωμένο πουκάμισο. Ένας από τους συντρόφους του αξιωματικού, την ίδια στιγμή μάζευε τα ασημένια μαχαιροπήρουνα του Λευκού Οίκου ενώ ο βρετανός διοικητής έδωσε ήρεμα διαταγή στους άντρες του να στοιβάξουν τις καρέκλες και τα τραπέζια και να πυρπολήσουν το κτίριο!
Φωτιά στον Λευκό Οίκο!Φωτιά στον Λευκό Οίκο!
Μια απροετοίμαστη Πολιτοφυλακή είχε επιχειρήσει να αναχαιτίσει τους βρετανούς ερυθροχίτωνες στα περίχωρα της πόλης· όλα τέλειωσαν μέσα σε λίγα λεπτά. Στο πλαίσιο της «μεγαλύτερης ατίμωσης των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων» ένας βρετανικός στρατός 4.500 ανδρών νίκησε το πολυάριθμο στράτευμα των Αμερικανών.
Οι νικητές κατέλαβαν την πρωτεύουσα, ενώ ο πρόεδρος Τζέιμς Μάντισον και όλα τα μέλη της κυβέρνησής του τράπηκαν σε φυγή· βρήκαν καταφύγιο σε μια μικρή πόλη, στο Μπρούκβιλ του Μέριλαντ, η οποία έκτοτε έμεινε γνωστή ως Πρωτεύουσα των Ηνωμένων Πολιτειών για μια μέρα.
Η καταιγίδα έσωσε την Ουάσιγκτον
Οι Βρετανοί πυρπόλησαν όλα τα δημόσια κτίρια ακόμα το Κογκρέσο, τα Γραφεία της διοίκησης, καθώς και το ίδιο το προεδρικό μέγαρο. Πριν κάψουν τον Λευκό Οίκο, οι βρετανοί αξιωματικοί κάθισαν να φάνε το δείπνο που είχε προετοιμαστεί για τον Μάντισον και έκαναν επιδρομή στο κελάρι με τα κρασιά. Η ζημιά περιορίστηκε από το ξέσπασμα μιας μεγάλης καταιγίδας, που έσβησε τις φωτιές και ανάγκασε τους εισβολείς να επιστρέψουν στα πλοία τους. Το συμβάν αυτό μνημονεύεται με θρησκευτική ευλάβεια ως «Η καταιγίδα που έσωσε την Ουάσιγκτον».
Οι ζημιές που υπέστη ο Λευκός Οίκος και οι οποίες θα μπορούσαν να ήταν πολύ μεγαλύτερες, επισκευάστηκαν και ο πρόεδρος κατάφερε να γυρίσει στο μέγαρο το φθινόπωρο του 1817.