Είναι δραματικός ο λόγος που το Ηράκλειο ένας άσημος οικισμός του Βυζαντίου, με ασήμαντη οικονομική ανάπτυξη ,«Κάστρο» όπως λέγονταν , καθώς ή ονομασία πρόβαλε την οχύρωσή του, ήρθε στο επίκεντρο των βυζαντινών επιχειρήσεων εξαιτίας της περιόδου της Αραβοκρατίας.
Το «Κάστρο» ήταν ασήμαντος οικισμός καθώς το οικονομικό επίκεντρο βρίσκονταν στη Νότιο Κρήτη και συγκεκριμένα στη Γόρτυνα, που αποτελούσε από τον 5ου έως και τον 8ο αιώνα μ.χ , το πολιτικό, διοικητικό και στρατιωτικό κέντρο της Κρήτης.
Όμως οι πειρατές λυμαίνονταν τον οικισμό του Κάστρου, αλλά και οι θεομηνίες σεισμοί και πανδημίες ,δεν επέτρεπαν το άπλωμα του οικισμού, ο οποίος εκείνη την περίοδο περιορίζονταν στα 80 με 100 στρέμματα γης.
Όταν όμως οι Άραβες σαλπάρουν από την Ισπανία, και επιχειρούν επιδρομές στα νησιά και τα παράλια απέναντι από την Κρήτη, το «Κάστρο» φαντάζει στα μάτια τους ως το ιδανικό ορμητήριο που θα μπορούσε να προστατεύσει τα λάφυρά τους. Εγκαθίστανται στο νησί, προκαλώντας καταστροφές και λεηλασίες στη Γόρτυνα. Εξάλλου δεν τους ενδιαφέρει η Γόρτυνα καθώς οι ληστρικές δραστηριότητες τους, αφορούν το Βόρειο τμήμα της Κρήτης. Επεκτείνουν δυτικά τον οικισμό του «Κάστρου» και ισχυροποιούν τα τείχη . Το νέο τείχος έχει βάση λίθινη και πλίνθους άψητους στα τοιχώματα του. Το πλάτος του τοίχου ήταν αρκετά μεγάλο ώστε επάνω του , μπορούσαν να κινούνται δύο άμαξες προς την αντίθετη κατεύθυνση. Όμως και σαν να μην ήταν τα τείχη αρκετά, οι Άραβες ανοίγουν βαθιά τάφρο περιφερειακά στη νέα πρωτεύουσα της αραβοκρατούμενης Κρήτης.
Σταδιακά ο Χάνδακας εξελίχτηκε στο μεγαλύτερο σκλαβοπάζαρο, ανθρώπινων ψυχών και λόγω των αγοραπωλησιών ανθρώπινης σάρκας έγινε γνωστό στην τότε οικουμένη. Το 904 , οι πειρατές ξεκινούν από το Χάνδακα και φτάνουν να αλώσουν ακόμη και τη Θεσσαλονίκη. Από εκεί χιλιάδες νέοι και νέες μεταφέρθηκαν σκλάβοι και πωλήθηκαν στα «Λιοντάρια» , όπου βρίσκονταν , κατά την παράδοση, η κατοικία του Εμίρη της Κρήτης. Η αναστάτωση των Βυζαντινών ήταν δικαιολογημένη. Ο οικισμός που δεν τους απασχολούσε είχε μετατραπεί στο μεγαλύτερο πλήγμα του Βυζαντίου. Το νησί της Κρήτης είχε μετατραπεί σε «βαρβαροτρόφον» και «Θεόλετον νήσον», όπως την χαρακτήριζαν οι Βυζαντινοί λόγιοι. Όσο για τους Άραβες , στα δικά τους κείμενα η Κρήτη ήταν ένα πνευματικό κέντρο , πλούσιο και με σπουδαία πολιτιστική ανάπτυξη. Αυτά βέβαια ισχυρίζεται πάντα ο κατακτητής , εξάλλου ,αυτή ήταν η νομιμοποίηση των αρπαγών και της ανθρώπινης εκμετάλλευσης , που όφειλαν για την ιστορία να δικαιολογήσουν.
Ο στρατηγός Κρατερός του Βυζαντίου επιχειρεί να ανακαταλάβει τη νήσο. Η τοπωνυμική διάσωση του παραλλαγμένου ονόματός του μας θυμίζει την πανωλεθρία που υπέστη ο στρατός του στην τοποθεσία Καρτερού ποταμού από τους Άραβες.
Τον Ιούνιο του 960 ο Νικηφόρος Φωκάς ξεκινά από τον Κεράτιο κόλπο για την Κρήτη. Τα πλοία που αποβιβάστηκαν στο νησί φαίνεται να είναι πάνω από 3.000. Εξοπλισμένα με το υγρό πυρ , άλλα και πολιορκητικούς κριούς , εκσφενδονιστικές μηχανές , μεταλλικά βλήματα και μείγματα με καυτό λάδι και λίπος , το πανίσχυρο φρούριο λυγίζει στις 7 Μαρτίου του 961. Οι Βυζαντινοί δε δείχνουν έλεος , πάνω από 200.000 είναι οι νεκροί ενώ πολλοί αιχμάλωτοι Σαρακηνοί μεταφέρονται στην Κωνσταντινούπολη. Οι θησαυροί των Αράβων πειρατών μεταφέρονται με τριακόσια φορτηγά πλοία από την Κρήτη στην Κωνσταντινούπολη.
Το σημαντικό είναι ότι η Κρήτη ελευθερώνεται , όπως και οι θαλάσσιοι δρόμοι της Μεσογείου που για πάνω από 130 χρόνια , ήταν αδιαπέραστοι για οποιαδήποτε εμπορική δραστηριότητα λόγω του τρόμου των πειρατών. Όπως γράφει ο Σλουμπερζέ: «H υπηρεσία που πρόσφερε το Βυζάντιο με τη νίκη αυτή στην πολιτισμένη ανθρωπότητα , υπήρξε τεράστια»
Συραγώ Χορταριά