Τα επαγγέλματα στις διάφορες εποχές διαμορφώνονται σύμφωνα με τις ανάγκες της κοινωνίας. Καθώς ο χρόνος περνά και η τεχνολογική εξέλιξη προχωρά, πολλά επαγγέλματα εξαφανίζονται ή ασκούνται πλέον από ελάχιστους και τα θυμόμαστε με νοσταλγία.
Ο λούστρος
Όταν ο κόσμος περπατούσε σε χωμάτινους δρόμους, τα παπούτσια σκονίζονταν ή λασπώνονταν εύκολα. Τότε γνώρισε άνθηση και το επάγγελμα του λουστραδόρου. Αυτός μ’ ένα κασελάκι μπροστά του, αληθινό κομψοτέχνημα, και γύρω του να κρέμονται οι βούρτσες και τα βερνίκια με τα διάφορα χρώματα, κάθονταν σ’ ένα χαμηλό σκαμνάκι, στην αρχή της πλατείας στο Καρπενήσι, και περίμενε υπομονετικά. Για να προσελκύσει τους πελάτες γίνονταν ταχυδακτυλουργός ή χτύπαγε ρυθμικά το κασελάκι. Ο πελάτης πλησίαζε κι άπλωνε, όπως ήταν όρθιος, πρώτα το δεξί πόδι πάνω στην ειδική μεταλλική θέση της κασέλας κι έπειτα το άλλο. Έτσι άρχισε η “ιεροτελεστία” του βαψίματος…
Ο πεταλωτής
Δουλειά του πεταλωτή ήταν να βάζει στα ζώα πέταλα που ήταν τα «παπούτσια» τους. Τα εργαλεία που χρησιμοποιούσε ήταν το πέταλο, το σφυρί, η τανάλια, το σατράτσι και τα καρφιά. Τα πέταλα ήταν σε διάφορα μεγέθη και κατασκευάζονταν από σίδερο. Επίσης είχαν τρύπες γύρω γύρω για να μπαίνουν τα καρφιά. Το ζώο φορούσε πέταλα και στα τέσσερα του πόδια για να μπορεί να περπατάει στους κακοτράχαλους δρόμους χωρίς να πληγώνονται τα πόδια του. Παράλληλα το βοηθούσαν στην διατήρηση της ισορροπίας του.
Ο καροτσέρης
Οι συμπαθείς αυτοί επαγγελματίες, τα χρόνια εκείνα, προτού ακόμα εμφανισθεί το αυτοκίνητο, προσέφεραν μεγάλη υπηρεσία στο κοινό. Για την ανέγερση των αρχοντικών και των σπιτιών καθώς και των διαφόρων δημοσίων και ιδιωτικών έργων, τα απαραίτητα υλικά, μεταφέρονταν με τα κάρα. Η δουλειά του καροτσέρη ήταν πολύ σκληρή, διότι έπρεπε με ζέστη, κρύο, βροχή, ακόμα και με χιόνι να κάνει τις διάφορες μεταφορές, που πολλές φορές ήταν και από μακρινές αποστάσεις, όπως πέτρες από τα λατομεία και άμμο από τα ποτάμια. Τα μονόκαρα ήταν και ανατρεπόμενα. Η ανακάλυψή τους στις αρχές του αιώνα θα διευκολύνει πολύ στην εκφόρτωση των οικοδομικών υλικών, όπως και των ανατρεπόμενων, μεταπολεμικά, αυτοκινήτων. Στο άδειο κάρο, ο καροτσέρης του μονόκαρου καθόταν εσωτερικά και στην αριστερή γωνιά, για να μπορεί, με το δεξί χέρι που κρατούσε τα γκέμια (ηνία) και το καμουτσίκι, να κατευθύνει και να ελέγχει το άλογο. Ο καροτσέρης του διπλόκαρου καθόταν μπροστά και στο μέσο της καρότσας, κρατώντας και με τα δύο χέρια τα γκέμια.
Ο καλαθοποιός
Ήταν ένας μάστορας – τεχνίτης που έφτιαχνε καλάθια. Σαν πρώτη ύλη είχαν βέργες από διάφορα δέντρα όπως μυρτιές, λυγαριές και καλάμια. Απαραίτητα εργαλεία στην δουλειά του ήταν ένα ειδικό μαχαίρι, με το οποίο κατασκεύαζε τους σκελετούς πάνω στους οποίους έπλεκαν τα σκισμένα καλάμια κατασκευάζοντας καλάθια, κοφίνια και ψαροκόφινα.
Ο πραματευτής(γυρολόγος)
Περνούσε από χωριό σε χωριό και πουλούσε πουκάμισα, κάλτσες κουμπιά, λάστιχα, κουβαρίστρες, τσατσάρες, τσιμπιδάκια, χτένια, βαφές και άλλα μικροπράγματα. Τα προϊόντα τους τα έβαζαν στον ώμο τους ή πάνω σε κάποιο ζώο ( συνήθως γαϊδουράκια).
Ο καρεκλάς
Με τη χρησιμοποίηση ξύλων από πλάτανο ή από άλλα άγρια συνήθως δέντρα και με τη βοήθεια σχοινιών από βουρλιά ή αφράτου των ποταμών, ο καρεκλάς δημιουργούσε τις καρέκλες που ήταν δύο ειδών. Οι καθημερινής χρήσης με κάθισμα και πλάτη πίσω και του σαλονιού (γιορτινές) που είχαν σκάλισμα στην πλάτη και στο πλέξιμο χρησιμοποιούνταν μαζί με το αφράτο και πράσινο συνθετικό χόρτο που έδινε μεγαλύτερη ομορφιά στο κάθισμα.
Ο βαρελάς
Ήταν τεχνίτης, ειδικός στην κατασκευή βαρελόσχημων και σκαφοειδών σκευών, που τα κατασκεύαζαν από ξύλο καστανιάς ή δρυός. Το ξύλο περνούσε από ειδική επεξεργασία και μετά το έκοβαν σε λεπτές σανίδες, που βρέχανε για να παίρνουν εύκολα την κατάλληλη κλίση. Κατόπιν περνούσαν τα στεφάνια, τα χτυπούσαν με το ματσακόνι για να σφίξουν καλά και μετά τοποθετούσαν τους δυο επίπεδους πυθμένες. Οι αποθήκες παλιά ήταν γεμάτες με βαρέλια κλπ.
Ο μπακάλης
Πνιγμένος στα ράφια με τις κονσέρβες, τις ζάχαρες τα ζυμαρικά και όλα τα απαραίτητα για το μαγείρεμα της νοικοκυράς. Τα περισσότερα χύμα και αγορασμένα βερεσέ. Χωρίς ψυγείο, πουλούσε όλα τα βασικά είδη και τρόφιμα χύμα. Συνήθως, το μπακάλικο ήταν εμπορικό και καπηλειό. Σήμερα με τους όρους που διαμορφώθηκαν από την σύγχρονη οικονομία και την επικράτηση των σούπερ μάρκετ τα μπακάλικα χάθηκαν, εκτός από εκείνα τα λίγα που λειτουργούν ακόμα στα χωριά.
Ο γανωτής
Τα περισσότερα σκεύη που χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι για τις καθημερινές ανάγκες, ήταν χάλκινα όπως ταψιά, καζάνια, κουτάλια και πιρούνια . Με την πολλή χρήση και τον καιρό οξειδώνονταν (σκούριαζαν) και γίνονταν επικίνδυνα για την υγεία. Γι’ αυτό έπρεπε να γανωθούν, να καλυφθεί δηλαδή η επιφάνεια τους μ’ ένα στρώμα κασσίτερου για να τα κάνει ακίνδυνα από την οξείδωση. Οι γανωτήδες είχαν δουλειά όλο τον χρόνο. Είχαν μαζί τους τα απαραίτητα εργαλεία και έκαναν την δουλειά επί τόπου.
Ο μυλωνάς
Οι χωρικοί πήγαιναν το σιτάρι με τσουβάλια πρωί-πρωί στον μύλο για να κάνει ο μυλωνάς το άλεσμα και επέστρεφαν αργά το βράδυ. Με αυτό τον τρόπο έπαιρναν το αλεύρι που το χρησιμοποιούσαν για την παρασκευή σταρένιου ή κριθαρένιου ψωμιού. Αλευρόμυλοι υπήρχαν σε πολλά χωριά. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν υδρόμυλοι δηλαδή τους κινούσε η δύναμη του νερού οπότε τους έχτιζαν δίπλα σε ποτάμια και ρεματιές. Ως αμοιβή ο μυλωνάς κρατούσε ένα μέρος από τα αλεστικά ενώ σπάνια έπαιρνε χρήματα.
Σήμερα λειτουργούν ελάχιστοι.Ο μύλος ήταν συνήθως και το σπίτι του μυλωνά. Κάτω από τις μυλόπετρες υπήρχε ένας μικρός χώρος, όπου ήταν εγκατεστημένος ο κινητός μηχανισμός, όπου έπεφτε από το ζουριό (χτιστός τοίχος με αυλάκι που περνούσε το νερό και έπεφτε κατακόρυφα στη άλλη άκρη) το νερό και τον περιέστρεφε.
Ο νερουλάς
Στην παλιά Αθήνα που δεν υπήρχαν βρύσες μέσα στα σπίτια, ο νερουλάς αναλάμβανε την τροφοδότησή τους με νερό. Υπήρχε συνήθως ένας νερουλάς σε κάθε γειτονιά και είχε σταθερή πελατεία.Έκανε πολλά κοπιαστικά δρομολόγια και αμειβότανε περίπου 1 δεκάρα τον τενεκέ.Το επάγγελμα του νερουλά διατηρήθηκε μέχρι το 1930, οπότε ιδρύθηκε η ΟΥΛΕΝ.
Ο ζευγάς
Οι ζευγάδες αναλάμβαναν το όργωμα, τη σπορά και τη συγκομιδή των χωραφιών. Οι ζευγάδες όργωναν με το ξύλινο αλέτρι που το έσερναν δύο βόδια ή μουλάρια (τα “ζευγαρόβοδα”). Κάποιες φορές, οι ίδιοι εκτός από τα δικά τους χωράφια, όργωναν κι έσπερναν και τα χωράφια άλλων κατοίκων και αμείβονταν επιπλέον , επειδή διέθεταν την τέχνη τους αλλά και τη “συρμαγιά” (δηλαδή τα βόδια και το αλέτρι). Σήμερα ο ζευγάς έχει εξαφανιστεί, αφού το όποιο όργωμα γίνεται πια με μηχανικά μέσα.
Ο γαλατάς
Στη δεκαετία του 1950 οι τελευταίοι πλανόδιοι γαλατάδες που διαλαλούσαν το εμπόρευμά τους με τη λέξη «γαλατάς» μετέφεραν το γάλα σε μεταλλικά κυλινδρικά δοχεία και το μοίραζαν στις γειτονιές χύμα σε οκάδες ή δράμια. Στην αρχή της δεκαετίας του 1960 η διάθεση του γάλακτος άρχισε να γίνεται σε γυάλινες φιάλες που διανέμονταν παστεριωμένο γάλα, κάθε πρωί στις διάφορες γειτονιές με διάφορα μέσα, ποδήλατα ή τρίκυκλες μοτοσικλέτες. Όμως μετά από μια σειρά αγορανομικών διατάξεων στη δεκαετία του 1970 απαγορεύθηκε και ο τρόπος αυτός, της πλανόδιας διάθεσης, προκειμένου να διασφαλισθεί περισσότερο η ποιότητα και η υγειονομική ασφάλεια των προς διάθεση γαλακτοκομικών προϊόντων.
Ο παγοπώλης
Όταν δεν υπήρχαν καν ψυγεία ή αργότερα τα ψυγεία πάγου ως τη δεκαετία 60΄'ανθισε το επάγγελμα του παγοπώλη που ήταν και πολύ προσοδοφόρο. Συνήθως με τρίκυκλα οι παγοπώλες, γύριζαν τις γειτονιές, φορούσαν την αδιάβροχη ποδιά και μοίραζαν τον πάγο στα σπίτια.
φωτό:pixabay