Καφέ με την 63χρονη που έπεσε θύμα του δολοφονικού του σχεδίου είχε πιει λίγο πριν το Πάσχα ο 38χρονος, ο οποίος συνελήφθη για το στυγερό έγκλημα στη Χαλκίδα.
Όπως είπε ο κατηγορούμενος στους αστυνομικούς, τον είχε φωνάξει στο σπίτι η κόρη της 63χρονης και παιδική του φίλη επειδή εκείνη έπρεπε να φύγει από το διαμέρισμα και κάποιος έπρεπε να προσέχει τη μητέρα της.
Ο 38χρονος περιέγραψε ότι η 63χρονη ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι και δεν φαινόταν καλά στην υγεία της, ενώ πρόσθεσε ότι έμεινε μαζί της επί περίπου 1,5 ώρα, ήπιε καφέ και στη συνέχεια αποχώρησε. Οι αστυνομικοί δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο κατά τη διάρκεια του καφέ ο καθ’ ομολογία δολοφόνος να αλίευσε πληροφορίες από θύμα του, τις οποίες αξιοποίησε μετέπειτα στο εγκληματικό σχέδιο που κατέστρωσε. Η 63χρονη αγαπούσε τον 38χρονο, καθώς τον ήξερε από παιδί και ουσιαστικά τον είδε να μεγαλώνει μαζί με την κόρη της.
Το κουβάρι για τη σύλληψή του άρχισε να ξετυλίγεται όταν ταυτοποιήθηκε δακτυλικό αποτύπωμά του με τμήμα αποτυπώματος που είχε βρεθεί πάνω σε πλαστικό κουτί με χρυσαφικά που εντοπίστηκε στο δάπεδο του υπνοδωματίου του θύματος. Ο 38χρονος υπάλληλος σούπερ μάρκετ ήταν ένα από τα άτομα που είχαν κληθεί στις 17 Μαΐου του 2024 να δώσουν γενετικό υλικό που εστάλη στη Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών.
Μία ημέρα νωρίτερα, στις 16 Μαΐου, είχε κληθεί στο Τμήμα Ασφαλείας Χαλκίδας για κατάθεση, αναφέροντας μία σειρά από ψευδή περιστατικά. Όπως λένε αστυνομικές πηγές, έπαιζε θέατρο λέγοντας ότι έπεσε από τα σύννεφα, ότι έμαθε από τις ειδήσεις για το έγκλημα και ότι δεν μπορεί να διανοηθεί ποιος θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο.
Πιο αναλυτικά, πληροφορίες από την ΕΛ.ΑΣ. αποκαλύπτουν ότι ο καθ’ ομολογία δολοφόνος είχε πει τότε στους αστυνομικούς της Ασφάλειας ότι γνώριζε από την κόρη της 63χρονης ότι η οικογένεια δεν είχε πολλά λεφτά και έτσι δεν μπορούσε να φανταστεί ότι κάποιος θα επέλεγε να ληστέψει το συγκεκριμένο σπίτι. Επίσης, φέρεται να είχε πει ότι ακόμα και εάν κάποιος ήθελε να κάνει μία τέτοια ληστεία, θα μπορούσε να μπει στο σπίτι σε ώρα που η 63χρονη και η κόρη της απουσίαζαν στη Βάθεια όπου συνήθιζαν να πηγαίνουν για να βλέπουν τον παππού και τη γιαγιά.
Το σοκαριστικό είναι, σύμφωνα με την Αστυνομία, ότι μετά τη δολοφονία ο 38χρονος πήρε τα χρήματα και πήγε να παίξει τυχερά παιχνίδια. Ήταν γνωστό στο περιβάλλον του ότι είναι εθισμένος στον τζόγο και αυτός ήταν ο λόγος που παρότι εργαζόταν και δεν είχε οικογένεια, χρωστούσε ενοίκια, λογαριασμούς αλλά και δανεικά που είχε πάρει από πρόσωπα του περιβάλλοντός του.
Ένα από τα άτομα από τα οποία έπαιρνε δανεικά ήταν και η κόρη της 63χρονης. Όταν οι αστυνομικοί προχώρησαν τελικά προχθές στη σύλληψή του, κατάλαβαν ότι ενδεχομένως η ομολογία να μην είναι απλή υπόθεση. Έτσι αποφασίστηκε να ανακριθεί στο Τμήμα Ανθρωποκτονιών στη ΓΑΔΑ.
Ο κατηγορούμενος πάντως εμφανίζεται τώρα, μέσω του δικηγόρου του, μετανιωμένος και μάλιστα λέει ότι είχε την πρόθεση να μιλήσει στις Αρχές. Αστυνομικές πηγές αντιτείνουν πάντως ότι είχε το χρόνο να το πράξει αλλά δεν το έκανε. Επίσης, σημειώνουν ότι όταν ρωτήθηκε προφορικά γιατί όταν είδε μπροστά του το θύμα δεν αποχώρησε για να μην της κάνει κακό, εκείνος απάντησε κυνικά ότι τον είχε ήδη αναγνωρίσει.