Πρόκειται για ένα από τα εγκλήματα που παρουσιάζονται στο βιβλίο «100 εγκλήματα στην Ελλάδα» που κυκλοφόρησε μαζί με το ΘΕΜΑ της προπερασμένης Κυριακής
Ήταν αργά το βράδυ της 5ης Αυγούστου του 1953, όταν στην περιοχή του Μικρού Καβουρίου ακούστηκαν τέσσερις πυροβολισμοί και μαζί οι φωνές μιας γυναίκας που ζητούσε βοήθεια. Όσοι έσπευσαν να βοηθήσουν βρέθηκαν μπροστά σε ένα φρικτό θέαμα. Ένας άνδρας βρισκόταν νεκρός στο έδαφος μέσα σε μια λίμνη αίματος και μια νεαρή κοπέλα είχε τραυματιστεί σοβαρά αλλά ζούσε ακόμα.
Κλήθηκε η Αστυνομία ενώ ένα ασθενοφόρο μετέφερε την κοπέλα στο νοσοκομείο, όπου και τελικά κατάφερε να αναρρώσει. Νεκρός ήταν ο Θεόδωρος Δέγλερης, ενώ η 24χρονη κοπέλα ονομαζόταν Σοφία Μαναβάκη. Κανείς δεν γνώριζε τι είχε συμβεί και οι περισσότεροι το απέδωσαν σε πράξη κάποιου από τους ηδονοβλεψίες που δρούσαν στην περιοχή.
Η κατάθεση της Μαναβάκη, όταν κατάφερε να συνέλθει στο νοσοκομείο, δεν βοήθησε πολύ ως προς τα χαρακτηριστικά του δράστη. Υποστήριξε επίσης ότι της πήρε την τσάντα με 30.000 δραχμές ενώ άρπαξε και το ρολόι του Δέγλερη προτού εξαφανιστεί μέσα στο σκοτάδι. Αναφερόμενη στο περιστατικό, είπε ότι ο άνδρας τους πυροβόλησε από πολύ κοντινή απόσταση και αφού αφουγκράστηκε τον Δέγλερη και της είπε ότι η καρδιά του χτυπούσε ακόμα, την πλησίασε με τρόπο που φαινόταν ότι ήθελε να της παράσχει βοήθεια.
Αυτές οι περιγραφές ήταν ιδανικές για ανάγνωσμα στις εφημερίδες της επόμενης ημέρας, οι οποίες συγκλόνισαν το αναγνωστικό κοινό, όμως δεν βοήθησαν καθόλου τους άνδρες της Αστυνομίας που είχαν αναλάβει την υπόθεση. Προσπαθούν να την συνδέσουν με μια ακόμα υπόθεση που είχε γίνει πριν από έξι ημέρες, όταν μια αυτοσχέδια χειροβομβίδα τραυμάτισε ένα νεαρό ζευγάρι πάλι στην ίδια περιοχή, όμως δεν φαίνεται να κατέληγαν κάπου.
Από αυτό το αδιέξοδο ήρθε να τους βγάλει ένας δημοσιογράφος και μια μέθοδος η οποία έχει μείνει στα χρονικά της Ελληνικής Αστυνομίας. Ο άνθρωπος αυτός ήταν ένας πανέξυπνος δημοσιογράφος, ο Θεόδωρος Δράκος, ο οποίος ανακοινώνει από την εφημερίδα «Ακρόπολις» ότι το πιο γνωστό μέντιουμ της εποχής, η Ελένη Κικίδου, θα μπορούσε να βοηθήσει στις έρευνες υποδεικνύοντας τον δράστη.
Ο δημοσιογράφος είναι εξαιρετικά επίμονος και καταφέρνει να καταρρίψει τους ενδοιασμούς της Κικίδου, κι έτσι μια νύχτα του Αυγούστου μερικές ημέρες μετά το έγκλημα εκείνη βρίσκεται μαζί με τον δημοσιογράφο στον τόπο του εγκλήματος.
Η Κικίδου ευρισκόμενη σε κατάσταση ύπνωσης «βλέπει» διάφορα πράγματα και περιγράφει στους παρευρισκόμενους τη σκηνή του φόνου αλλά και τη μορφή του δράστη και το προφίλ του. Το «πείραμα της διοράσεως», όπως το αποκάλεσαν τότε, είχε αρκετά μεγάλη επιτυχία, καθώς η Κικίδου με έναν πολύ παράξενο τρόπο έδωσε νέα ώθηση στις αστυνομικές έρευνες.
Οι έρευνες αυτές είχαν επικεντρωθεί στο 25ο Σύνταγμα Πεζικού στον Χολαργό. Κι αυτό γιατί το όπλο του εγκλήματος που είχε βρεθεί λίγα μέτρα μακριά από το σημείο του εγκλήματος και τυλιγμένο με ένα μαντίλι, είχε σειριακό αριθμό που ταίριαζε με αυτόν που ανήκε σε κάποιον στρατιωτικό της συγκεκριμένης μονάδας.
Όμως ο στρατιωτικός αυτός είχε παραδώσει το όπλο με το σειριακό αριθμό φεύγοντας με άδεια τις ημέρες του φονικού, οπότε τα πράγματα άρχισαν να περιπλέκονται ακόμα περισσότερο. Και γίνονταν ακόμα χειρότερα καθώς πάνω στο περίστροφο δεν είχε βρεθεί ένα ξεκάθαρο αποτύπωμα του δράστη.
Στο στόχαστρο των ερευνών μπαίνουν πλέον οι ηδονοβλεψίες της Βουλιαγμένης, οι «μπανιστές», όπως τους έλεγαν τα ΜΜΕ της εποχής. Ανακρίνονται δύο από αυτούς οι οποίοι αρνούνται οποιαδήποτε συμμετοχή, ονομάζουν όμως ένα τρίτο πρόσωπο, το οποίο από την πρώτη στιγμή που εμφανίστηκε στο ανακριτικό της Αστυνομίας κέντρισε το ενδιαφέρον. Ο 25χρονος Μιχάλης Στεφανόπουλος, γιος ενός κρεοπώλη, έχει απολυθεί πριν από τέσσερις μήνες από τον Στρατό.