Γράφει η Ρίκη Ματαλλιωτάκη
Σάλος έχει ξεσπάσει το τελευταίο διάστημα με το γηροκομείο-κολαστήριο των Χανιών και όλοι έχουν να ρίξουν κι ένα ανάθεμα στις ιδιοκτήτριες τους… και βέβαια στο σωρό των αναθεμάτων προσθέτω κι εγώ το δικό μου…
Μαζί με το ανάθεμα όμως θα προσθέσω και μια απορία που όσο κι αν προσπάθησα απάντηση δεν κατάφερα να της δώσω όλες ετούτες τις μέρες.
Αναρωτιέμαι λοιπόν, είναι άραγε στα γηροκομεία η θέση των ανθρώπων που μας γέννησαν;
Και προς Θεού, δεν εννοώ ασφαλώς το συγκεκριμένο κολαστήριο, κι ούτε αμφισβητώ πως υπάρχουν ανθρώπινοι οίκοι ευγηρίας, έστω και ιδιωτικοι.
Όσο ανθρώπινο όμως κι αν είναι ένα ίδρυμα, δεν παύει να είναι ίδρυμα, πως να το κάνουμε, και ειδικά τα γηροκομεία στα οποία εκείνος που διαβαίνει όρθιος το κατώφλι τους γνωρίζει καλά εκ των προτέρων πως την επόμενη φορά που θα το διαβεί προς τα έξω, θα το διαβεί ξαπλωτός… είναι σαν να λέμε η πόρτα που σηματοδοτεί το τέλος της ζωής.
Κι αυτό το ξέρουν καλά οι άνθρωποι που μπαίνουν εκεί μέσα-παρ΄ εκτός πια κι αν είναι σε μια κατάσταση που δεν κατανοούν τίποτα- και η γνώση αυτή φέρνει την κατάθλιψη, η κατάθλιψη φέρνει την άρνηση για τροφή, κι αυτά σε συνδυασμό με την έλλειψη των οικείων προσώπων και του οικείου περιβάλλοντος, φέρνουν το πρόωρο τέλος.
Προσωπικά γνωρίζω κάποιες περιπτώσεις ανθρώπων που δεν πρόλαβαν να συμπληρώσουν ούτε δίμηνο στο γηροκομείο.
Τώρα βέβαια θα μου πεις μα και τι να κάνουν τα παιδιά, ειδικά αν δουλεύουν πως μπορούν να ανταπεξέλθουν;
Σκέφτομαι όμως πως άραγε τα έφερναν βολτα πριν οι οίκοι ευγηρίας αρχίσουν σαν νέα μόδα να ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια ο ένας μετά τον άλλο δίπλα μας;
Ο αντίλογος θα μου πει "μα τότε τα πράγματα ήταν αλλιώς, οι γυναίκες δεν δούλευαν'.
Λάθος θα απαντήσω εγώ, πάντα οι γυναίκες δούλευαν, και μπορεί κάποιες να μην δούλευαν στις υψηλές θέσεις που δουλεύουν έξω, είχαν όμως σχεδόν όλες πάνω από τρία παιδιά, σε αντίθεση με τις τωρινές που ελάχιστες έχουν πάνω από ένα.
Για σκέψου λοιπόν πόση δουλειά έχουν τρία, τέσσερα, συχνά και πέντε παιδιά, και παρ' όλα αυτά πάλι έβρισκαν χρόνο για να αποδώσουν στο γέροντα την ύστατη τιμή που του άξιζε και η οποία δεν ήταν άλλη απο το να πεθάνει αξιοπρεπώς στο σπίτι του.
Γιατί μας αρέσει δεν μας αρέσει, μας βολεύει δεν μας βολεύει, αυτή είναι η ύστατη τιμή που αξίζει στον καθένα μας:
Να πεθαίνει αξιοπρεπώς κυκλωμένος απο την αγάπη εκείνων που έφερε στον κόσμο και μόχθησε για να τους αναστήσει, και όχι σαν σκυλί πεταμένο σε ένα χώρο έστω και πολυτελείας, έστω και πληρωματικό.
Κι επειδή για τα παιδιά πέρα απο κάθε λόγο εκείνο που μετρά περισσότερο είναι οι προσλαμβάνουσες, πα να πει αυτό που βλέπει λογαριάζει περισσότερο, σκέψου πως κάπου σε μια γωνιά τις κινήσεις σου τις παρακολουθούν τα δικά σου τέκνα, επομένως το μόνο σίγουρο είναι πως θα ακολουθήσουν το δικό σου παράδειγμα, επομένως και το δικό σου προβλέπεται μάλλον όμοιο με αυτό που χάρισες εσύ στο γονιό σου, καλό, ή κακό…