Γράφει η Ρίκη Ματαλλιωτάκη
Τι να πω πάλι; Να αρχίσω να λέω πως οι εποχές κάποτε, μια φορά κι ένα καιρό, ήταν αλλοιώτικες; Πιο χαρούμενες, πιο ζωντανές, πιο ζεστές, πιο ανθρώπινες; Στο τέλος θα χαρακτηριστώ παρελθοντολάγνα και δεν μου αξίζει αυτός ο τίτλος καθότι θεωρώ τον εαυτό μου πολύ σύγχρονο άνθρωπο.
Αλλά… αλλά αφού ορισμένα πράγματα είναι έτσι πως μπορώ εγώ να τα στρέψω να είναι αλλιώς;
Πως μπορώ ας πούμε να συγκρίνω εκείνες τις Τσικνοπέμπτες που θυμάμαι με τον κόσμο να ξεχύνεται απο την πλατεία Ελευθερίας στην Αστόρια και να φτάνει ως κάτω χαμηλά, σχεδόν τέρμα της Λεωφόρου Καλοκαιρινού, παίζοντας καραμούζες-το σήμα κατατεθέν- της βραδιάς, να πετά κομφετί και σερπαντίνες ο ένας στον άλλο, και δίνοντας πότε πότε καμιά στο διπλανό του με το πλαστικό σφυρί που κρατούσε;
Και τώρα; Τώρα πάνε αυτά και έχω την αίσθηση πως δεν φταίει μονάχα η οικονομική κρίση μια κι όλα ετούτα είχαν σταματήσει αρκετά χρόνια πριν την εμφάνιση της… θαρρώ πως είχαν σταματήσει απο τότε που κι ο άνθρωπος σταμάτησε να ψάχνει τη χαρά στα απλά πράγματα, σ' αυτά που είχε, κι άρχισε να την αναζητά σε αυτά, και μόνο σε αυτά που δεν ειχε.
Με λίγα λόγια απο τοτε που μπήκαν στη ζωή μας τα κινητά, τα social media κι όλα τα ρέστα που μας έδωσαν μεν την ευκαιρία και την άνεση να επικοινωνούμε με τον υπόλοιπο κόσμο, μας έκοψαν όμως τους δεσμούς με τον δικό μας, τον προσωπικό κόσμο.
Διότι, όταν βλέπω εγώ το καρναβάλι, για παράδειγμα, της Βενετίας ή του Ρίο, ακόμα και το περίφημο καρναβάλι της Πάτρας, "έλα μωρώ, τι να κατεβώ να δω τώρα, τις μπούρδες στην πλατεία;"
Έτσι, σιγά, σιγά, φθίνανε οι συνήθειες, απομονώθηκε ο καθένας στον εαυτό του και στο κινητό του-προπάντων εκεί- και δεν καταλάβαμε δυστυχώς, ότι απομονωθήκαμε και αποκλείσαμε τον εαυτό μας απο τη χαρά.