Το 1240, όμως, το Kράτος των Ρως (ή αλλιώς Κράτος του Κιέβου) κατακτήθηκε από μογγολικά φίλα της Ασίας και διασπάστηκε. Το Κίεβο έγινε μέρος μιας νέας κοινοπολιτείας που κάλυπτε τη σημερινή Πολωνία και την Ουκρανία, ενώ η Μόσχα έγινε τοπική πρωτεύουσα της Μογγολικής Αυτοκρατορίας. Εκείνο ήταν το πρώτο σχίσμα μεταξύ δυο λαών με πολλά κοινά αλλά την ίδια ώρα και αρκετά διαφορετικά πολιτιστικά στοιχεία.
Οι δυο λαοί συναντήθηκαν και πάλι το 1654 όταν η νεοσυσταθείσα ρωσική αυτοκρατορία προσάρτησε το Κίεβο και τους Ουκρανούς, μαζί με μερικούς ακόμη λαούς που βρίσκονταν στη γύρω περιοχή όπως τους Λευκορώσους, τη Γεωργιανούς, τους Πολωνούς και τους Λιθουανούς. Και ενώ αρκετοί στην αυτοκρατορία θεωρούσαν τους Ρώσους και τους Ουκρανούς, αδελφούς λαούς, εξαιτίας της κοινής θρησκείας και προϊστορίας, οι δεύτεροι είχαν ήδη δημιουργήσει την πεποίθηση, μέσα από διάφορα πολιτιστικά στοιχεία όπως τη γλώσσα, τις τέχνες και το φαγητό, πως αποτελούν ξεχωριστό έθνος.
Οι Σοβιετικοί που υπέταξαν στο κίνημα ανεξαρτησίας στην Ουκρανία
Το 1917 οι Μπολσεβίκοι έκαναν επανάσταση και έριξαν από τον θρόνο τον τσάρο Νικόλαο Β’, εγκαθιστώντας τη Σοβιετική Ένωση. Βέβαια, αρκετοί Ουκρανοί επιθυμούσαν να διατηρήσουν την αυτονομία τους. Έτσι, κινήματα όπως αυτά του αναρχικού Nestor Makhno (ο οποίος διοικούσε έναν ολόκληρο στρατό φτωχών αγροτών) κοιτούσαν προς μία διαφορετική κατεύθυνση, ακόμα και αν αρχικά συνεργάστηκαν με τους Μπολσεβίκους. Στο τέλος, όμως, οι τελευταίοι υπερίσχυσαν δημιουργώντας την Ουκρανική Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία.
Αρχικά η Σοβιετική Ένωση επέτρεψε στους Ουκρανούς να διατηρήσουν τα πολιτιστικά τους στοιχεία καθώς και μία μορφή αυτοδιοίκησης. Όταν όμως άρχισαν οι υποψίες για πιθανή αυτονόμηση ή τάση απόσχισης, αυτές οι ελευθερίες μειώθηκαν δραματικά. Οι δεσμοί μεταξύ των δύο αυτών χωρών (ή πιο σωστά λαών) τυπικά έσπασαν το 1991 με τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, όταν και προέκυψαν δύο διαφορετικά κράτη: η Ρωσία και η Ουκρανία. Η σύνδεση, όμως, μεταξύ των ανθρώπων παρέμενε έντονη.
Ο πόλεμος στην Κριμαία και η σύγχρονη σύγκρουση
Κάπως έτσι, πατώντας το fast forward, μεταφερόμαστε στο 2013. Ο τότε πρόεδρος της Ουκρανίας, Viktor Yanukovych, επιθυμούσε η Ουκρανία να έχει πιο στενές σχέσεις με τη Ρωσία. Έτσι λοιπόν αποφάσισε να μην υπογράψει εμπορική συμφωνία η οποία θα έφερνε την Ουκρανία πιο κοντά στη Δύση. Οι Ουκρανοί διαμαρτυρήθηκαν, έριξαν τον Yanukovych από την εξουσία και εξέλεξαν νέα φιλοδυτική κυβέρνηση.
Ο Ρώσος πρόεδρος, Vladimir Putin, ισχυρίστηκε ότι παρά τις διαμαρτυρίες, οι περισσότεροι Ουκρανοί ήθελαν να διατηρήσουν τους δεσμούς τους με τη Ρωσία, ενώ ανησυχούσε ότι η Ουκρανία θα εντασσόταν στο ΝΑΤΟ, κάτι που θα αποτελούσε απειλή για τη χώρα του. Ένα χρόνο αργότερα, λοιπόν, οι ρωσικές δυνάμεις εισέβαλαν και κατέλαβαν την Κριμαία. Την ίδια ώρα έστειλαν στρατιώτες και όπλα στην ανατολική Ουκρανία, ισχυριζόμενοι ότι ήθελαν να βοηθήσουν όλους εκείνους τους πολίτες που επιθυμούσαν να είναι μέρος της Ρωσίας.
Σ’ αυτά τα οχτώ χρόνια που μεσολάβησαν μεταξύ του πολέμου της Κριμαίας και της σημερινής εισβολής, οι συμπλοκές στην ανατολική Ουκρανία δε σταμάτησαν ούτε μία στιγμή. Από τις πολεμικές συγκρούσεις, μάλιστα, υπολογίζεται πως 14.000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους και άλλο 1 εκατ. πολιτών τράπηκαν σε φυγή για να γλυτώσουν τη ζωή τους. Όλο αυτό το διάστημα, ο Vladimir Putin συνέχιζε να ισχυρίζεται πως Ουκρανοί και Ρώσοι αποτελούν το ίδιο έθνος.
Οι περισσότεροι Ουκρανοί, όμως, διαφωνούσαν, δηλώνοντας πως επιθυμούν ειρήνη αλλά, εάν χρειαστεί, θα υπερασπιστούν την ανεξαρτησία της χώρας τους. Η Ρωσία εισέβαλε και πάλι στην Ουκρανία με σκοπό αυτή τη φορά να την καταλάβει όλη την επικράτειά της. Ο πόλεμος στην Ουκρανία συνεχίζεται με τις ουκρανικές δυνάμεις να προσπαθούν με νύχια και με δόντια να κρατήσουν εκτός πόλεων τον πιο ισχυρό ρωσικό στρατό.