ΤΑ ΙΔΙΑ ΠΑΝΤΕΛΑΚΗ ΜΟΥ, ΤΑ ΙΔΙΑ ΠΑΝΤΕΛΗ ΜΟΥ
Η παροιμιώδης αυτή έκφραση, οφείλεται σε έναν Κρητικό, που ονομάζονταν Παντελής Αστραπογιαννάκης. Όταν οι Ενετοί κυρίευσαν τη Μεγαλόνησο, αυτός πήρε τα βουνά μαζί με μερικούς τολμηρούς συμπατριώτες του. Από εκεί κατέβαιναν τις νύχτες και χτυπούσαν τους κατακτητές μέσα στα κάστρα τους. Για να δίνει, ωστόσο, κουράγιο στους νησιώτες, τους υποσχόταν ότι θα ελευθέρωναν γρήγορα την Κρήτη.
Με το σήμερα, όμως, και με το αύριο, ο καιρός περνούσε και η κατάσταση του νησιού αντί να καλυτερεύει, χειροτέρευε. Οι Κρητικοί άρχισαν ν’ απελπίζονται. Μα ο Αστραπογιαννάκης δεν έχανε το θάρρος του, εξακολουθούσε να τους δίνει ελπίδες για σύντομη απελευθέρωση. Οι συμπατριώτες του, όμως, δεν τα πίστευαν πια. Όταν, λοιπόν, το ασύγκριτο εκείνο παλικάρι πήγαινε να τους μιλήσει, όλοι μαζί του έλεγαν: «Ξέρουμε τι θα πεις. Τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μoυ!».
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΙΝΕΙ, ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΕΡΝΑΕΙ
Ανάμεσα στα παλικάρια του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ξεχώριζε ένας Τριπολιτσιώτης, ο Γιάννης Θυμιούλας, που είχε καταπληκτικές διαστάσεις: Ήταν δυο μέτρα ψηλός, παχύς και πολύ δυνατός (λέγεται ότι με το ένα του χέρι μπορούσε να σηκώσει και άλογο).Ο Θυμιούλας έτρωγε στην καθισιά του ολόκληρο αρνί, αλλά και πάλι σηκωνόταν πεινασμένος. Έπινε όμως και πολύ. Παρόλα αυτά ήταν εξαιρετικά ευκίνητος, δε λογάριαζε τον κίνδυνο κι όταν έβγαινε στο πεδίο της μάχης, ο εχθρός μόνο που τον έβλεπε, τρόμαζε στη θέα του. Πολλοί καπεταναίοι, μάλιστα, όταν ήθελαν να κάνουν καμιά τολμηρή επιχείρηση, ζητούσαν από τον Κολοκοτρώνη να τους τον…δανείσει!
Κάποτε ωστόσο, ο Θυμιούλας, μαζί με άλλους πέντε συντρόφους του, πολιορκήθηκαν στη σπηλιά ενός βουνού. Και η πολιορκία κράτησε κάπου τρεις μέρες. Στο διάστημα αυτό, είχαν τελειώσει τα λιγοστά τρόφιμα που είχαν μαζί τους οι αρματολοί και ο Θυμιούλας άρχισε να υποφέρει αφάνταστα. Στο τέλος, βλέποντας ότι θα πέθαινε από την πείνα, αποφάσισε να κάνει μια ηρωική εξόρμηση, που ισοδυναμούσε με αυτοκτονία.Άρπαξε το χαντζάρι του, βγήκε από τη σπηλιά και με απίστευτη ταχύτητα, άρχισε να τρέχει ανάμεσα στους πολιορκητές, χτυπώντας δεξιά και αριστερά. Ο εχθρός σάστισε, προκλήθηκε πανικός και τελικά τρόμαξε και το ‘βαλε στα πόδια. Έτσι, γλίτωσαν όλοι τους.
Ο Θυμιούλας κατέβηκε τότε σ’ ένα ελληνικό χωριό, έσφαξε τρία αρνιά και τα σούβλισε. Ύστερα παράγγειλε και του έφεραν ένα «εικοσάρικο» βαρελάκι κρασί κι έπεσε με τα μούτρα στο φαγοπότι. Φυσικά, όποιος χριστιανός περνούσε από κει, τον φώναζε, για να τον κεράσει. Πάνω στην ώρα, έφτασε και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και ρώτησε να μάθει, τι συμβαίνει. – Γιάννης κερνά και Γιάννης πίνει! απάντησε ο προεστός του χωριού.Όπως λένε, αυτή η φράση, αν και παλιότερη, έμεινε από αυτό το περιστατικό. Παραπλήσια είναι και η αρχαιότερη έκφραση: «Αυτός αυτόν αυλεί»
ΑΛΑ ΜΠΟΥΡΝΕΖΙΚΑ
Μπουρνέζικα, λοιπόν, είναι η γλώσσα που θα μιλούσαν σε κάποιο τόπο ή και θα μιλάνε ακόμα, γιατί ο τόπος αυτός πράγματι υπάρχει. Είναι σε μια περιοχή του Σουδάν, όπου ζει η φυλή Μπουρνού.Η γλώσσα αυτή ήρθε στην Ελλάδα κατά την Επανάσταση του 1821, με την φυλή των Μπουρνού η οποία αποτελούσε τμήμα του εκστρατευτικού σώματος του Αιγύπτιου στρατηγού Ιμπραήμ.
Καθώς η αραβική γλώσσα είναι αρκετά δύσκολη και μάλιστα στις διαλέκτους της, σε μας τους Έλληνες, λοιπόν δίκαια, όσα θ’ ακούγαμε από αυτούς, θα φαίνονταν «αλά μπουρνέζικα», δηλαδή ακατανόητα.