Το λιομάζωμα τελείωσε (αρκετά νωρίς, αν κρίνουμε από το φως της ημέρας) και το αγροτικό αυτοκίνητο με τα τσουβάλια, τις «βέργες» και τη μηχανή των ελαιοραβδιστικών, πήρε το δρόμο προς το Ελαιουργείο.
Στην κορυφή των γεμάτων με ελαιόκαρπο τσουβαλιών, ο αλλοδαπός εργάτης, ημιξαπλωτός, χωρίς στοιχειώδεις κανόνες ασφάλειας, βολεύεται όσο μπορεί, χαλαρός λόγω κούρασης, μετά την «μάχη» με τα ραβδιστικά και τα ελαιόπανα, για να βγει το μεροκάματο. Την ώρα που η καρότσα τραντάζεται καθ΄ οδόν και στις στροφές το σώμα του «φεύγει» αριστερά ή δεξιά, το μυαλό του ξεφεύγει κι αυτό σε σκέψεις: στη γυναίκα που τον περιμένει, στα λεφτά που θα πάρει, στη δουλειά που θα χει ή δεν θα χει αύριο, στο αν θα παραμείνει πολύ καιρό ακόμα σ αυτό τον τόπο ή θα πρέπει να ψάχνεται για κάπου αλλού. Η φωνή του «αφεντικού» τον επαναφέρει: «Φτάσαμε! Κατέβα! Ή θες να σου φέρουμε και κανένα μαξιλάρι;».