Τον είδα χθες το βράδυ το Βαγγέλη, τον αείμνηστο παππού μου. Καθόταν μπροστά μου σε ένα χαράκι στα ανεβολέματα του Αη Γιώργη του Καλαμιάρη, λίγο πριν το αγαπημένο μας χωράφι των παιδικών μου χρόνων με τη στέρνα.
Της Μαρίας Καλλέργη
Ήταν χαμογελαστός και έμοιαζε ολοζώντανος με το τραγιασκάκι του, το πάνινο ζωνάρι στην ένωση του παντελονιού του με τη πάνινη φανέλα. Δίπλα του είχε ακουμπισμένα το σαρακάκι που ήταν όσο ζούσε η προέκταση του χεριού του κι ένα δραπάνι.
Μιλήσαμε πολύ με τα μάτια και μου έγνεψε δείχνοντας προς τη μεριά που ήταν οι βαγιές. Την τελευταία τη φύτεψε όταν είχε περάσει δύο τρία χρόνια τα 80 του χρόνια, μας είπε πως ήθελε δέκα χρόνια για να μεγαλώσει και πως από αυτήν θα φτιάχναμε τους σταυρούς των Βαΐων.
Ξαφνικά συνειδητοποίησα τι συνέβαινε; Μια ανάσα μας χωρίζει από τη μέρα που θα έπρεπε να μοιράσουμε τους σταυρούς στην εκκλησία του Αφέντη Χριστού, με τον παππού στη θέση του ψάλτη και τον παπά Παντελή να ψάλλει με τη μελωδική φωνή του.
Θα έπρεπε πρώτα όμως να κάνουμε τη σχετική προετοιμασία, να μαζευτούμε όλα τα εγγόνια, οι θείοι, οι θείες, ο παππούς και η γιαγιά στο πεντακάθαρο χαμόσπιτου του παππού Βαγγέλη να τους φτιάξουμε.
Με τέχνη, μαεστρία, γέλια, φωνές, τους μεγαλύτερους να μαθαίνουν στους μικρότερους, πρώτα τους απλούς και μετά τους πιο σύνθετους σταυρούς. Κι ύστερα να τους βάλουμε σε πανέρια μαζί με φρέσκα κλωναράκια ελιάς και την Κυριακή αξημέρωτα να τους πάμε στην εκκλησιά.
Τίποτα από αυτά δε θα γίνει φέτος κι όχι μόνο γιατί ο παππούς, ο παπα -Παντελής και πολλοί από όλους όσους αναφέρονται παραπάνω δεν είναι πια μαζί μας, αλλά παραμένουν πάντα στην καρδιά μας.
Οι επόμενοι ήρθαν και κάνουν το ίδιο καλά την ίδια δουλειά ο παπά Δημήτρης, ο νέος ψάλτης ο Γιώργος και η Θεονύμφη που αναλαμβάνει κάθε χρόνο τα τελευταία χρόνια τους σταυρούς του χωριού.
Φέτος λείπουν οι άνθρωποι, κλείνουν οι εκκλησιές και βασιλεύει ο κορονοιός. Δεν του τα είπα του παππού κι ας μείναμε μαζί μόνο κοιτάζοντας τις βαγιές, χωρίς να κόβουμε βάγια.
Αν δεν ήξερε, που μάλλον απίθανο το θεωρώ αφού ο παππούς μου έβλεπε τα πάντα ανοίγοντας τα μάτια της ψυχής του, καλύτερα να μη μάθαινε πως αυτός πολέμησε στον πρώτο και το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και τώρα τα εγγόνια του βιώνουν ένα τρίτο περίεργο και ύπουλο. Τέτοιο που να μας στερεί ακόμα και τους αγαπημένους σταυρούς των Βαίων.
Αποχαιρετιστήκαμε στην κατήφορο της δεξαμενής όταν σαν καπνός πέταξε ξανά στους ουρανούς. Το τελευταία πράγμα που πρόλαβα να δω ήταν το χαμόγελο του.