«Επιβεβαιώνεται άραγε ο κανόνας από την εξαίρεση ή η εξαίρεση αναδεικνύει το… ασύμβατο και καλεί σε προβληματισμό;»
Αυτό το ερώτημα, πικρό και στενάχωρο, αλλά αρκετά…. βασανιστικό πρόβαλε πιεστικά στη σκέψη μου πριν από μερικές μέρες , όταν έκπληκτη άκουγα από τους ραδιοφωνικούς σταθμούς και έβλεπα στα τοπικά τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων να …προβάλλεται με περίτεχνα συγκαλυμμένη σοβαροφάνεια και με …περισσή τάχα έγνοια ή άσχημη όντως είδηση για την καταστροφική δράση κάποιων σε μια σχολική αίθουσα του Λυκείου Ανωγείων. Του Λυκείου που το έζησα, όπως και όλοι που αποφοίτησαν (και πιστεύω ακράδαντα και αυτοί που φοιτούν τώρα), ως δεύτερο σπίτι μου, γνωρίζοντας καλά ότι η ύπαρξη, η λειτουργία και η διαφωτιστική του δράση στηρίχτηκε όχι στη μέριμνα του επίσημου κράτους -μέριμνα που την όφειλε στην αποκομμένη και σκεπασμένη από τον ορεινό όγκο του Ψηλορείτη τοπική κοινωνία- αλλά στη γενναιοδωρία, το φιλότιμο και την ευαισθησία ενός ξενιτεμένου στην Αμερική Ανωγειανού, του αείμνηστου Μιχάλη Σταυρακάκη, για τη φτώχεια και τον αγώνα του οποίου, δυστυχώς, ενημερωθήκαμε πολύ αργά, μόλις πριν τρία χρόνια στην εκδήλωση προς τιμή του, την οποία διοργάνωσε η πρωτοβουλία συγκρότησης του «Συλλόγου του Σταυράκειου».
Της Αρετής Σπαχή*
Κάτω από αυτό το ηθικό και συναισθηματικό φορτίο, είναι προφανές ότι την είδηση δε μπορούσα να την «ακούσω» και να τη «δω» με τη συνηθισμένη στάση της παρακολούθησης ενός ποινικού δελτίου… Την «άκουγα» και την «έβλεπα» με το θυμό και την οργή του ανθρώπου που ακούει και βλέπει να μετατρέπεται το γεγονός της καταστροφής ενός σχολικού χώρου -γεγονός αναντίρρητα απαράδεκτο, κατακριτέο και απορριπτέο- σε …όχημα, για να προκληθούν τα κατάλληλα αντανακλαστικά και συναισθήματα, που δε θα επιτρέψουν ούτε την κριτική προσέγγιση του γεγονότος, ούτε την αναζήτηση των αιτίων του, ούτε, πολύ περισσότερο, να παραχθεί ο αναγκαίος κοινωνικός προβληματισμός για την αντιμετώπισή του. Βαρύγδουπες εκφράσεις του ποινικού λεξιλογίου (βανδαλισμός, κακοποίηση κ.λπ.), συναισθηματικοί χρωματισμοί της φωνής του εκφωνητή, υπαινικτικά μηνύματα και αρνητικά υποδηλούμενα συνόδευαν το σχολιασμό της είδησης. Ένα σχολιασμό που εν τέλει επισκίαζε το γεγονός, καλλιεργώντας τεχνηέντως μια εικόνα …θολή τόσο για το πολιτισμικό οικοδόμημα του χωριού, όσο και για τους ποινικούς κινδύνους που διατρέχει.
Γνωστό το κλίμα, γνωστή και η διαδικασία παραγωγής του, γνωστός και ο στόχος του… Δεν έχω την πρόθεση να ανοίξω σε αυτήν την κατάθεση του προβληματισμού μου ένα τόσο φλέγον ζήτημα, όπως είναι αυτό της υπόσκαψης όλων των κοινωνικών ζητημάτων, με την αναγωγή τους στην «ποινική ζώνη». Το δόγμα «νόμος και τάξη» διαπερνά πλέον σήμερα ως κύριος μοχλός την κυρίαρχη ειδησεογραφία σε μια ιστορική και κοινωνική φάση που τα λαϊκά στρώματα αντί υγειονομικής προστασίας βιώνουν την κατάρρευση του ΕΣΥ και την ενίσχυση της κοινωνικής καταστολής(!) ως αντίδοτο στον Κορωνιό…
Με μειωμένο κατά 17% το κονδύλι του κρατικού προϋπολογισμού για την υγεία και κατά 1,17% το αντίστοιχο για την παιδεία, με την έλλειψη ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού και με τα παιδιά «μπουκωμένα» ψυχικά, μέσω της περίφημης «τηλε-εκπαίδευσης», «έγκλειστα» στο σπίτι, καθηλωμένα στο ακουστικό και την οθόνη του κινητού και του laptop, παράγεται πολιτισμός ή παραβατική συμπεριφορά; Καλλιεργείται κλίμα κοινωνικής ηρεμίας και συλλογικοποίησης ή κλίμα εξατομίκευσης και αποσύνδεσης από το συλλογικό ιστό, αλλά και από τα καλά ηθικά παράγωγά του;
Το απαράδεκτο γεγονός της καταστροφής του σχολικού χώρου είναι ασύνδετο άραγε με την έλλειψη σχολικού φύλακα (και όχι αστυνομικού) που θα μπορούσε να επιβλέπει όχι μόνο το κτίριο του Γυμνασίου και του Λυκείου, αλλά και του Δημοτικού;
Ο πολλαπλά προβαλλόμενος «βανδαλισμός» εκείνων που εισήλθαν νύχτα στο μη λειτουργούν σχολείο σχετίζεται καθόλου με την έλλειψη βασικών πηγών πολιτιστικής ζωής και ψυχαγωγίας των εφήβων και των νέων, που σε αυτή την κλειστή κοινωνία, ειδικά το χειμώνα, νιώθουν το κενό να κατατρώει τα σωθικά τους και ως εκ τούτου μπορεί να αναζητήσουν την τυφλή διέξοδο στη βίαιη εκτόνωση;
Είναι άσχετη μήπως ή όποια παραβατική συμπεριφορά, ειδικά των εφήβων, με την έλλειψη των ειδικών επιστημόνων και των εκπαιδευτικών της καλλιτεχνικής παιδείας -που έπρεπε να διορίζονται σε κάθε σχολείο- όπως είναι π.χ. οι παιδοψυχολόγοι, οι μουσικοί, οι εικαστικοί κλπ, οι οποίοι έχουν τα επιστημονικά φώτα, αλλά και τα καλλιτεχνικά εφόδια, για να τροφοδοτήσουν την ψυχή του νέου με κείνα τα νάματα που κρατούν ζωντανή τη δημιουργική του διάθεση, ώστε όχι μόνο να αποφεύγει, αλλά και να αποστρέφεται τις όποιες απαράδεκτες συμπεριφορές;
Τα ερωτήματα προκύπτουν σαν χείμαρρος, αρκεί να διατηρήσει κανείς την ψυχραιμία του και ανοιχτούς τους ορίζοντές του, όταν ακούει τις δραματοποιημένες ειδήσεις, πολύ περισσότερο, όταν αυτές αναφέρονται σε ένα χωριό που, τουλάχιστον, στην πολιτιστική δομή και τη διαδρομή του έχει ως σταθερό γνώρισμά του το φιλότιμο και το «συλλογίζεσθαι».
Για να ερμηνεύσουμε όμως και, κυρίως, για να αντιμετωπίσουμε αυτό το αρνητικό περιστατικό και να αποτρέψουμε ένα αντίστοιχο στο μέλλον, πρέπει να δούμε το «μεγάλο χάρτη». Γιατί, όπως υποστήριξε πολλούς αιώνες πριν ο ιστορικός Θουκυδίδης, «Ξυνελών τε λέγω την τε πᾶσαν πόλιν τῆς Ἑλλάδος παίδευσιν εἶναι…»: Συγκεφαλαιώνοντας, λέω ότι η πόλη σε όλες τις εκφράσεις της (δηλ. η δημοκρατική πολιτεία της Αθήνας) είναι το σχολείο της Ελλάδας.
Η πόλη λοιπόν για τον αρχαίο κόσμο και η οργανωμένη πολιτεία για το νεότερο έχει τον πρώτο λόγο στη διαμόρφωση της συνείδησης. Γιατί η μονάδα, όταν ορίζεται έξω από το σύνολο, πρέπει να αντιμετωπιστεί «είτε ως θεός, είτε ως θηρίο», όπως μας δίδαξε ο Αριστοτέλης. Αυτήν την ευθύνη της οργανωμένης κοινωνίας, της συλλογικής ζωής και του κράτους έναντι της παιδείας δε μπορεί να τη σηκώσει η οικογένεια, που έχει τη δυνατότητα μεν να καθοδηγεί ως ένα σημείο, δε μπορεί όμως να καθορίζει τους όρους της κοινωνικής και ηθικής ευαισθητοποίησης των νέων. Γιατί τα οικογενειακά μηνύματα επικαθορίζονται από τα κοινωνικά.
Σε αυτόν επομένως τον κεντρικό χάρτη της κοινωνίας, των κυρίαρχων προτύπων, των αρχών, των δομών και των πολιτικών αποφάσεων οφείλουμε να προβληματιστούμε όλοι και πάνω σε αυτόν να αναζητήσουμε τη λύση των προβλημάτων.
* Η Αρετή Σπαχή είναι φιλόλογος
Η κεντρική φωτογραφία είναι από φωτορεπορτάζ της anogi.gr.