Γράφει ο Μιχάλης Στρατάκης
Μιλείτε εσείς για το «σασμό» απού κάνει την Κρήτη να ξεχωρίζει από τσ’ άλλους τόπους, κι εγώ θα θα σας μιλώ για κάτι ψηλότερο και μεγαλύτερο, απού δεν το βάνει ο νους αθρώπου που δεν το κατέχει…
Κοντοσιμώσετε όσοι δεν κατέχετε ίντα θα πει Κρήτη, να σας βαφτίσω στην κολυμπήθρα της μεγαλομάνας μου, κι ας κατέχω πως θ' ανατριχιάσετε σαν βγείτε από τ' άγιο νερό.
Σαν κι όλους τους αθρώπους της γενιάς μου, επήδηξα κι εγώ από την αλάδωτη φάβα, στο γκουρμέ προσφάι.
Και αφού η φύση το μόνο που δε δέχεται είναι το κενό, είμαι κι εγώ αναγκασμένος εκείνο το κενό που άφησα οπίσω μου με τον πήδο, να το γεμίσω, πισωγυρίζοντας.
Κι από την αλάδωτη φάβα, να γιαγύρω στη λαδωμένη κι από κει κι ύστερα έχει ο Θεός.
Και να 'μαι σήμερο να γυρεύω προσφάι και παρέα, σε τόπους που τις εποχές της μοσχανατροφής μου μήτε να σκεφτώ δεν εμπόρουνα.
Σαν ντακέρνει να με τριβιλίζει η πεθυμιά να καλύψω εκείνο το κενό του σάλτου, τρέχω στο συνεργείο του φίλου μου του Βαγγέλη Ψαράκη, στο Γάζι, εκειά που κατέχω πως θα βρώ ό,τι πεθυμά η ψυχή μου. Και αθρώπινο προσφάι και αθρώπινη παρέα.
Πάντα το βρισκούμενο είναι στρωμένο στο ξύλινο τραπέζι δίχως τραπεζομάντηλο, πάντα άντρες, πρωτόγονοι και υστερόγονοι, κάθονται γύρω από το τραπέζι, μετατρέποντας το πίσω μέρος του συνεργείου σε κοινή τράπεζα, σαν κι εκείνες των αληθινών χριστιανών στα πανηγύρια των ξωκκλησιών.
Εκείνος ο τόπος, που μυρίζει βαρβολίνη, τσικαλομαγειρέματα, κρασί, σίδερα, καλώδια κι αθρώπινες ανασεμιές, με τον Βαγγέλη Ψαράκη να κρατεί στη μια του χέρα το κατσαβίδι και στην άλλη την κουτάλα του τσικαλιού, είναι το ραχάτι μου.
Έχω κάμει φιλιές σ' αυτό το συνεργείο, με πολλούς ατόφιους φιλοσόφους, που δεν κατέχουνε ίντα θα πει φιλοσοφία, και γιαυτό είναι ατόφιοι φιλόσοφοι.
Πρόσφατα εγνώρισα τον Μανόλη Σκουλά, τον Καβομανόλη, από τ' Ανώγεια.
Ξέχειλος ο Καβομανόλης από ζωή και ξέχειλη η ζωή από Καβομανόλη.
Χρόνους πολλούς όργωνε τσ' ωκεανούς δουλεύοντας στα καράβια, ύστερα για πολλούς άλλους χρόνους όργωσε το κούτελο του με το ινί του ιδρώτα, εργάτης στη Γερμανία κι ύστερα εμπούχτησε ξενηθιά και αποφάσισε να 'πιστρέψει στην αγκαλιά τση μάνας του, βοσκός στις κορφές του Ψηλορείτη.
Σε τούτες εσάς τση κορφές, ήρθε και ντρέτωσε ο νους του, απού 'χενε ζευλώσει στά ξένα.
Επιάσαμε την κουβέντα με τον Καβομανόλη, επιάσαμε και το μπουκάλι με τη ρακή και μας βρήκε το σούρουπο, μ' αυτόν να μιλεί και μένα να γροικώ και να ταξιδεύει ο νους μου στ' Ανώγεια, στα Ζωνιανά, στο Μυλοπόταμο, στις βουνοκορφές του Γεροψηλορείτη και να σταλίζει στο μοναστήρι του Δισκουρίου.
Η δήγηση του Καβομανόλη ήτανε το μουλάρι απού 'χε καβαλικέψει ο νους μου και εταξίδευε και την κάθε λέξη του εγώ εικόνα την έκανα, για να μη τηνε γροικώ μοναχά, μα και για να τηνε ζω.
Η Μονή Δισκουρίου έναι χωσμένη στην αγκαλιά του Ψηλορείτη, στην ανατολική μπάντα του Μυλοποτάμου.
Κατά που λέει και τ' όνομα της, ήτανε αρχαίος ναός (Διός-Κούρος) όπου υπήρχε και θυσιαστήριο προς τιμή των Διόσκουρων, αλλά σαν ήρθανε οι χριστιανοί, συγκάτοικο των Διόσκουρων εβάλανε και τον Άη Γιώργη τον πολεμιστή.
Ετούτηνα η εκκλησιά είναι το ανώτατο δικαστήριο όλων των υποθέσεων που έχουνε να κάμουνε με τη ζωοκλοπή.
Ένα δικαστήριο, όπου δεν χωρούνε εισαγγελείς και δικαστές, μήτε δικηγόροι και δικολάβοι, μήτε μάρτυρες και ψευδομάρτυρες, μήτε εφέσεις και προσφυγές.
Ένα υπέρτατο δικαστήριο, όπου δικάζεται και δικάζει η ψυχή του αθρώπου, που κατηγορείται για ζωοκλοπή.
Ένα δικαστήριο που δε διανοάται άθρωπος να πει ψόματα, γιατί κατέχει πως τονε περιμένει πολύ σκληρή τιμωρία από τον Άγιο.
Μπορεί να μη το χωρά αθρώπινος νους, μα ακόμη και σήμερο, σ΄αυτή την εκκλησιά όπου συγκατοικούνε ο Δίας και ο Ων, πάνε και δίνουνε όρκο αθωότητας, όλοι όσοι βαρύνονται άδικα με υποψίες πως επειράξανε τα οζά αλλουνού αθρώπου.
Βγάνει το κεφαλομάντηλο του αυτός που μπαίνει σε όρκο, γονατίζει ομπρός στην εικόνα του Άη Γιώργη του πολεμιστή, βάνει τη δεξά απαλάμη του απάνω στο κόνισμα και ορκίζεται…στον Δία !
Όσο κι αν ακούγεται αδιανόητο, αυτό συμβαίνει.
Ορκίζεται ο κατηγορούμενος με τούτα τα λόγια:
"Νη Ζα (μα το Δία) φάσκω σου και κάτεχε το, πως δε σου φταίω το πράμα σου, έργο μου γη βουλή μου…" !
Ακόμη και σήμερο, ετούτος σας ο τόπος, αρνείται να δεχτεί πως ο αρχαίος θεός του, ο Ζεύς-Ζα-Δίας, έχει αποθάνει και πολύ περισσότερο αρνείται να τονε σκοτώσει.
Γιατί άμα δεχτεί το πρώτο, έχει κάμει και το δεύτερο.
Η δεξά χέρα μπορεί να 'ναι στο κόνισμα του Άη Γιώργη του πολεμιστή, μα ο Λόγος επικαλείται τον Δία.
Μου μίλιε ο Μανόλης Σκουλάς ο Ανωγειανός κι εγώ εγροίκουνα και εταξίδευα.
Κι όσο ήμουνε καβαλάρης απάνω στο μουλάρι των λόγων του, κι όσο εταξίδευα, τόσο πιό ελάχιστος κι ανήμπορος αιστανόμουνα ομπρός στην τεράστια ευθύνη που απόθεσε στους ώμους μου η Κρήτη απού με γέννησε.