Γράφει η Ρίκη Ματαλλιωτάκη.
Θυμάμαι… και τι δεν θυμάμαι… τώρα βέβαια άνετα μπορεί κανείς να με αντικρούσει και να μου πει για ποιο λόγο τα θυμάσαι αφού πάει, πέρασαν εκείνες οι εποχές.
Εγώ όμως δεν μπορώ να δεχτώ ούτε πως πέρασαν -γιατί βαθιά μέσα μου ελπίζω πως θα ξανάρθουν- μα ούτε και να απορρίψω μια απο τις πιο όμορφες περιόδους όχι μόνο της δικής μου της ζωής μα της ζωής όλων μας.
Μιλάμε λοιπόν για δεκαετίες 1990- 2.000-, θυμάμαι την Αμμουδάρα και συγκρίνοντας της με την σημερινή με πιάνει θλίψη.
Τι ταβέρνες, τι καφετέριες, τι μπαρ και μπαράκια, τι ουζερί, τι τσαγιερί, τι κρεπερί, τι, τι, τι… για ευνόητους λόγους δεν θέλω να αναφέρω ονόματα, βεβαιώ πάντως πως όλα ήταν ζωντανά, τίγκα στον κόσμο, τόσο που για να περάσεις ένα Σάββατο βράδυ από εκεί έπρεπε να περάσεις σημειωτόν.
Και το φαινόμενο αυτό δεν συνέβαινε μόνο στην Αμμουδάρα, που όσο να πεις ήταν και είναι τουριστική περιοχή, και ασφαλώς ούτε μόνο καλοκαίρι… όπου κι αν πήγαινες και όποια μέρα της εβδομάδας κι αν πήγαινες το ίδιο ήταν.
Ήθελες για παράδειγμα να πας στην Ροδιά, αμφίβολο αν έβρισκες τραπέζι αδειανό και καμιά σημασία δεν είχε αν πήγαινες Σάββατο, Τετάρτη ή Δευτέρα… ήθελες να πας στα ταβερνάκια του Τσαλικάκι το ίδιο.
Στο Φόδελε που κάθε Κυριακή μεσημέρι γινόταν το έλα να δεις;
Στον Κρουσώνα για τους ακόμα πιο μερακλήδες;
Μιλάμε πάντα για την εποχή που γέμιζες το ρεζερβουάρ του αυτοκινήτου κι έκανες γύρες για να την καταναλώσεις, και με ένα πεντοχίλιαρο περνούσες όχι απλώς το Σαββατοκύριακο αλλά σου έμεναν και ρέστα για την ερχόμενη εβδομάδα.
Αλήθεια, πόσα ευρώ άραγε αντιστοιχούν στο περίφημο πεντοχίλιαρο για να κάνουμε τη σύγκριση του τώρα με την εποχή που όπου κι αν πήγαινες τα πάντα έσφυζαν απο ζωή;
Και σαν να μην έφτανε η αλλαγή του νομίσματος που μας γονάτισε, να σου και η οικονομική κρίση του 2010-2020…
Και πριν καλά, καλά πούμε δόξα σοι ο Θεός, τσουπ κι ο κορωνοιός, που όχι απλώς μας γονάτισε, μας έκοψε το κεφάλι… τώρα, έχεις δεν έχεις λεφτά, που να βγεις έξω;
Μια στις τόσες κι αν… έτσι, θέλαμε δεν θέλαμε οι ταβέρνες, τα μπαρ, τα μπαράκια, οι καφετέριες, και όλα τα ρέστα, μας βλέπουν πια αραιά και που… πα να πει γίναμε κι εμείς εδώ στο Μαλεβίζι Ευρωπαίοι, προσωρινά ελπίζω μια και πιστεύω ακράδαντα πως ο Έλληνας μένει πάντα Έλληνας και τίποτα δεν μπορεί να ανακόψει τις αιώνιες συνήθειες του, ούτε τις καλές, ούτε τις κακές.