Κάποτε ο «άγραφος νόμος» των Κρητικών προέτασσε πάντα την κοινωνική αλληλεγγύη. Ήταν οι δύσκολες εποχές του νησιού όπου η δύναμη που είχαν τα χωριά βασιζόταν στο ενδιαφέρον για τον συνάνθρωπο, την αλληλοϋποστήριξη και τις κοινές επιδιώξεις για μια καλύτερη ζωή.
Το καραέτι ήταν μια αρκετά καθιερωμένη συνήθεια στις τοπικές κοινωνίες της Κρήτης μέχρι και περίπου την δεκαετία του 1970 όταν σταδιακά έχασε τον ρόλο που είχε στο παρελθόν. Μέχρι τότε, οι κάτοικοι των χωριών του νησιού έκαναν πράξεις το αίσθημα αλληλεγγύης. Δεν υπήρχε περίπτωση να υπάρχει ανάγκη κάποιου κρητικού και να μην θελήσουν να βοηθήσουν εθελοντικά φίλοι και συγχωριανοί. Τα προβλήματα στο λιομάζωμα, το σπίτι και τους αγρούς έβρισκαν λύση μέσα από το εγκάρδιο ενδιαφέρον των υπολοίπων στην κοινότητα.
Καερέτι (το), καερέτια (τα) = 1. το μεροκάματο χωρίς πληρωμή, 2. το κουράγιο, η υπομονή, η εγκαρτέρηση. τουρ. gayret = ζήλος, εμφύχωση.
Σε άλλα μέρη ακούγεται καϊρέτι. φρ. Κάνε γέρο καερέτι.
Ψηλά γαμπρέ την κεφαλή και μην ξανοίγεις χάμαι, βαρύς σου φαίνετ’ ο ζυγός μα καερέτι κάμε. Μ.Α.Μ.
Από τον Γιάννη Κριτσωτάκη και το “Στειακό Λεξιλόγιο