Όλοι μας σχεδόν καθημερινά, πηγαινοερχόμενοι από και προς το Ηράκλειο, περνάμε έξω από τους γνωστούς μας «Κουμπέδες», ένα πολύ ενδιαφέρον κτίσμα με ιδιαίτερη αρχιτεκτονική. Πόσοι αλήθεια από εμάς γνωρίζουν την ιστορία του, πότε χτίστηκε και σε τι χρησίμευε τα παλαιότερα χρόνια;
Αναμφισβήτητα οι «Κουμπέδες» βρίσκονται σε μια περιοχή στρατηγικής σημασίας καθώς στα ενετικά και οθωμανικά χρόνια αποτελούσε κομβικό σημείο κίνησης από τον ορεινό όγκο του Ψηλορείτη και της Δυτικής Κρήτης προς το Χάνδακα (Ηράκλειο) και αντίστροφα.
Η μορφή του μνημείου παραπέμπει στην Οθωμανική αρχιτεκτονική. Φαίνεται να χτίστηκε πριν από περίπου 350 χρόνια καθώς οι Τούρκοι είχαν στρατοπεδεύσει στην περιοχή από το Δεκέμβριο του 1646 πολιορκώντας την πόλη του Χάνδακα (Ηράκλειο) την οποία τελικά κατέλαβαν το 1669.
Κύριο χαρακτηριστικό του αποτελούν οι δυο «κουμπέδες» (από την τούρκικη λέξη kubbe = τρούλος). Ο Τούρκος περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπί στα 1670 το ονομάζει «Σερβιλί» δηλαδή «καφενείο των κυπαρισσιών» (από την επίσης τούρκικη λέξη selvi ή servi που σημαίνει «κυπαρίσσι») επειδή η περιοχή ήταν κατάφυτη από κυπαρίσσια. «Σερβιλί» ονομαζόταν και ολόκληρη η περιοχή, ονομασία που ακούγεται ακόμα και σήμερα. Ο Robert Pashley, άγγλος περιηγητής ο οποίος περιηγήθηκε στην Κρήτη την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1834, το αναφέρει ως «ερειπωμένο χάνι που κάποτε πρόσφερε καλό κατάλυμα» ενώ ο Άγγλος ναύαρχος Τ.Α.Β. Spratt, που έφτασε στην Κρήτη το 1851, το επισκέπτεται και παρατηρεί τις συκιές που είναι φυτεμένες δίπλα στο καφενείο.
Το κτήριο χρησίμευε ως χάνι. Ήταν δηλαδή ένας τύπος ξενώνα και φιλοξενούσε τους ταξιδιώτες οι οποίοι δεν προλάβαιναν να μπουν στο Μεγάλο Κάστρο (Ηράκλειο) μέχρι τη δύση του ήλιου. Ως τις αρχές του 20ού αι. οι μεγάλες καστρόπορτες του Ηρακλείου (της Χανιόπορτας, της Καινούριας Πόρτας και του Αγ. Γεωργίου στην πλατ. Ελευθερίας) έκλειναν με τη δύση του ήλιου και άνοιγαν το πρωί.
Οι «στρατολάτες» που δεν πρόφταναν να μπουν στην πόλη διανυκτέρευαν σε τέτοιου τύπου χάνια. Παρόμοιο κτίσμα είναι και του «Κορώνη ο Μαγαράς» που βρίσκεται στις παρυφές του Ηρακλείου στο τέρμα περίπου της λεωφόρου Ανδρ. Παπανδρέου. Στα καταλύματα αυτά οι ταξιδιώτες ήταν προστατευμένοι από τη βροχή και το κρύο του χειμώνα ενώ γύρω στους τοίχους υπήρχαν κτισμένα πεζούλια όπου μπορούσαν να καθίσουν ή και να κοιμηθούν ώσπου να ξημερώσει και να πάρουν ξανά το δρόμο για το Μεγάλο Κάστρο. Απαραιτήτως έπρεπε να διαθέτουν βρύση με τρεχούμενο νερό για να ποτίζονται τα ζώα των ταξιδιωτών.
Οι «Κουμπέδες» έχουν προσανατολισμό βορρά-νότου με συνολικό πλάτος 6μ. και μήκος 11,70μ. Αποτελούνται από δυο ισομερείς τετράγωνους χώρους με δυο θόλους διαμέτρου 5μ. ο καθένας. Στη βορεινή πλευρά του κτηρίου έχουν χτιστεί δυο νεώτεροι χώροι με παραδοσιακή μορφή και νεώτερες επεμβάσεις. Το συνολικό εμβαδόν που καταλαμβάνουν τα κτήρια και οι χώροι γύρω από αυτά είναι 151, 72 τμ.
Μέχρι πριν μερικά χρόνια χρησίμευε ως στάνη για τα πρόβατα που διατηρούσε στην περιοχή κάποιος ιδιώτης. Σήμερα το συγκρότημα έχει αναστηλωθεί και έως πολύ πρόσφατα λειτουργούσε ως καφενείο και μεζεδοπωλείο.
Υπήρξε παραδοσιακό μαγαζί μέχρι και το 2007
Το καταφύγιο του στρατολάτη ήταν το χάνι, που κατά μια χαρακτηριστική θυμοσοφική άποψη το λένε χάνι γιατί «όποιος μπει χάνει κι όποιος δεν μπει χάνει», που σημαίνει ότι όποιος μπει χάνει τα λεφτά του κι όποιος δεν μπει χάνει τη φαγοπιοτούρα και τις άλλες ανέσεις, που παρέχει το χάνι.
Το χάνι στην πολιτεία ήταν ένα σχετικά μεγάλο κτιριακό συγκρότημα, που διέθετε ισόγειο μακρόστενο στεγασμένο χώρο, στον οποίο σταύλιζαν τα ζώα οι στρατολάτες. Τα ζώα αυτά προσδένονταν αραδιαστά το ένα πλάι στο άλλο σ ένα χαλκά (κρίκο), που ήταν στερεωμένος στα χείλια κάθε ματζαδούρας (φάτνης) που βρίσκονταν στη συνεχή αράδα, σε κάποιο ύψος, σ όλη την περίμετρο των τοίχων του σταύλου.
Ετσι όλα τα ζώα ήσαν παραταγμένα με το κεφάλι προς τον τοίχο και με τα πισινά προς το εσωτερικό του σταύλου. Το χάνι διέθετε και αχυρώνα, απ όπου ετροφοδοτούντο τα ζώα με άχυρα, μετρούμενα με το ζεμπίλι, ένα μικρό πτυσσόμενο κοφίνι, καθώς και μια μεγάλη κασώνα με ταγή (βρώμη), που διδόταν με ειδικό μέτρο στα ζώα σε χρέωση του πελάτη.
Για το πότισμα των ζώων υπήρχαν σε κατάλληλο μέρος του σταύλου γούρνες και χαζινές (δεξαμενή) με νερό, που επαρκούσε στις αντίστοιχες ανάγκες.
ΚΟΥΜΠΕΔΕΣ
Στο χάνι υπήρχε ακόμη και ένα είδος πρωτόγονου εστιατόριου με δυο-τρία τσικάλια σαρακοστιανά ή κρεατινά φαγητά, ανάλογα με την εποχή, ουνήθως κουκιά ξερά ή φασόλες ξερές, στιφάδο ή κοκκινιστό κρέας. Ακόμα υπήρχε πάντοτε διαθέσιμο κρασί στο βαρέλι, που ήταν απαραίτητο στο φαγοπότι της πελατείας.
Για τα φιλοφρονητικά τραταμέντα μεταξύ των πελατών υπήρχε σε μια άκρη το τεζιάκι, ένα είδος πρωτόγονου μπουφέ, πάνω στον οποίο υπήρχε ολόκληρη σειρά μπουκάλια με όλα τα ψιλά πιοτά ρακί, κονιάκ, μέντα, μαστίχα καθώς και το περίφημο ρούμΙ.
Στο εσωτερικό του τεζιακιού ήταν ο μπετζαχτάς του επιχειρηματία, χανιατζής, που βρισκόταν πάντα θρονιασμένος πίσω από το τεζιάκι.
Το χάνι διέθετε και ξενώνα στο ανώγειο, αλλά χωρίς κανένα κρεββάτι ή άλλο έπιπλο. Εκεί κοιμότανε πάνω στο πάτωμα, όπως ήσαν ντυμένοι με τα ρούχα οι πελάτες και με μοναδικό σκέπασμα το ρασίδι τους κατά τις παγερές νύκτες του χειμώνα.
Τέτοια χάνια υπήρχαν πολλά στις πολιτείες, γιατί και η κίνηση των στρατολατών ήταν πολύ μεγάλη, ιδίως στις τρεις μεγάλες πολιτείες και προ πάντων στο Μ. Κάστρο (Ηράκλειο), όπου συνέρρεαν στρατολάτες από το εσωτερικό και των τριών Νομών Ηρακλείου-Λασιθίου και Ρεθύμνου και έτσι τα χάνια αποτελούσαν και κέντρα συνάντησης ανθρώπων απ" όλα τα σημεία της υπαίθρου Κεντρικής και Ανατολικής Κρήτης.
Χάνια υπήρχαν και στις πιο μικρές πόλεις και κωμοπόλεις, όπου σύχναζαν στρατολάτες. Στα χωριά όμως που δεν υπήρχαν χάνια το ρόλο τους έπαιξαν το πιο συστηματικό καφενείο του χωριού, αλλά εκεί συναντούσε ο στρατολάτης τις πιο καλές συνθήκες διαβίωσης.
Χάνια και μάλιστα τα πιο γραφικά και πολύ χρήσιμα υπήρχαν κατά διαστήματα στο μήκος των κεντρικών οδών από την ύπαιθρο προς την πόλη. Στα χάνια αυτά, που ήσαν μεμονομένα κτίσματα στην άκρα του δρόμου, ο στρατολάτης εύρισκε χειμώνα-καλοκαίρι καταφύγιο να φάει αυτός και το ζώο του και στην ανάγκη να ξωμείνει (διανυκτερεύσει) κιόλας. Αλλά και περαστικός ο στρατολάτης σταματούσε πάλι στο χάνι να πάρει μια ρακή για να υποστηρίξει το χανιατζή.
Τα πιο πολλά από τα υπαίθρια αυτά χάνια βρίσκονταν κατά μήκος της κεντρικής στράτας στ ανατολικά του Ηρακλείου, απ όπου περνούσαν για το Ηράκλειο οι στρατολάτες του Νομού Λασιθίου, εκτός της Βιάννου, καθώς και εκείνοι των βόρειων περιοχών της Επαρχίας Πεδιάδας.
Σ ένα σημείο μάλιστα τση στράτας αυτής, λίγο πιο ανατολικά του περίφημου «Κακού Όρους», που ήταν γνωστό το σημείο αυτό με την ονομασία «στα χάνια» στην ίδια περιοχή που λέγεται ακόμη «στου Κόκκινη το χάνι», ήσαν συγκεντρωμένα πολλά μαζί χάνια. Στα χάνια αυτά ξώμεναν κατά κανόνα όλοι οι στρατολάτες της κάθε μέρας και γι αυτό ήσαν πιο καλά οργανωμένα με ευρύτερο σταύλο για τα ζώα, με πιο συστηματοποιημένο εστιατόριο και με ανώγειο ξενώνα για τους ανθρώπους.
Η συγκέντρωση αυτή των χανιών στο σημείο αυτό οφείλονταν σε δυο βασικούς λόγους, που είχαν δημιουργήσει οι συνθήκες, οι οποίες είχαν διαμορφωθεί από πολύ παλιά επί τουρκοκρατίας.
Ο ένας από τους λόγους αυτούς ήταν το σφάλισμα (κλείσιμο) της πόρτας του φρουρίου του Μ. Κάστρου και το βασίλεμα (δύση) του ήλιου, που άφινε έξω όσους δεν πρόφθαναν να μπουν και ο άλλος ήταν η ανασφάλεια των μεμονομένων στρατολατών, οι οποίοι όταν αποτολμούσαν να περάσουν μοναχοί το φοβερά δύσβατο Κακό Όρος, έπεφταν στα χέρια και τα χατζάρια (μαχαίρια) των ληστάδων τούρκων, που στένανε χοσές και μπροσκάδες (ενέδρες) στις αλλεπάλληλες απότομες στροφές της τρομερής αυτής στράτας.
Ετσι για να έχουν εξασφαλισμένη την είσοδο στην πόλη και για να εξουδετερώσουν την ανασφάλεια των μεμονομένων διανυκτέρευαν στα χάνια και την επόμενη το πρωί ξεκινούσαν όλοι μαζί καλά οργανωμένοι σε ισχυρή ομάδα και με όπλα περνούσαν το φοβερό βουνό φτάνοντας (έγκαιρα; στην πολιτεία.
Η συνήθειο αυτή κράτησε και μετά την κατάλυση της τουρκοκρατίας και τα χάνια αυτά κράτησαν το 1924-25, οπότε πέρασε ο αυτοκινητόδρομος, που εξαφάνιοε χάνια και στρατηλάτες.
Η σκληρή και πολλές φορές επικίνδυνη δοκιμασία της στραθιάς εξακο λούθησε και πιο ύστερα κυρίως για τις δοσοληψίες και συναλλαγές των αγροτών στο εσωτερικό των διαφόρων διαμερισμάτων και μόνο τελευταία με τη γενίκευση των αμαξωτών δρόμων, εξοστράκισε την επίπονη αυτή αγροτική πεζοπορία.
Τελικά γίνεται φανερό από τα παραπάνω, πως τόσο ήταν οδυνηρή ΐ) απασχόληση της στραθιάς, ώστε μπορεί να πει κανείς συμπερασματικά εγούγια (αλλοίμονο) σ εκείνον που δεν είχε περισσευάμενα προϊόντα γιατί τον ήτρωε (έτρωγε) η φτώχεια και μοιρολόγια σ αυτόν που διέθετε τέτοια και μάλιστα σε μεγάλη ποσότητα, γιατί τον τρώγανε οι στράτες».