Πρόκειται για μία από τις πιο γνωστές ελληνικές παροιμίες.Υπάρχει η άποψη ότι η φράση «και ο Άγιος φοβέρα θέλει» προέκυψε επειδή ζητάμε κάτι από τους Αγίους λέγοντας πως «αν δεν μας πραγματοποιηθεί η επιθυμία δε θα ανάψουμε κερί».
Πώς προέκυψε όμως η φράση;
Η λαϊκή παράδοση λέει ότι κάποτε υπήρχε ένας βοσκός, ο οποίος δεν ήταν και πολύ έξυπνος.Είχε πάει σε ένα βουνό για να βοσκήσουν τα πρόβατά του. Ξαφνικά ο ουρανός συννέφιασε και άρχισε μία δυνατή μπόρα.Επειδή έβρεχε πολύ κατέφυγε σε ένα εκκλησάκι για να προφυλαχτεί από τη βροχή.
Όταν έφτασε στην πόρτα, έβαλε τη γκλίτσα του οριζόντια στους ώμους του, πίσω από το λαιμό, και πήγε να μπει στο εκκλησάκι.Όμως,δεν κατάφερνε να χωρέσει από την πόρτα και να περάσει. Τότε ο αφελής βοσκός φαντάστηκε ότι ο άγιος δεν τον άφηνε να μπει, γιατί δεν πήγαινε συχνά στη εκκλησία.
Έτσι κατέβασε τη γκλίτσα από τους ώμους του και την τοποθέτησε απειλητικά προς την πόρτα. Όπως είναι λογικό, αφού είχε κατεβάσει τη γκλίτσα, κατάφερε να μπει μέσα στο εκκλησάκι.
Ικανοποιημένος όταν επέστρεψε στο χωριό του, φώναξε όλους τους συγχωριανούς και τους διηγήθηκε το περιστατικό δηλώνοντας: “Τι τα θέτε, κι οι άγιοι φοβέρα θέλουνε”.