Από τον Μακεδονικό Αγώνα δεν θα μπορούσε να λείψει ο Διονύσιος Ψαρουδάκης, ο ηρωικός ντουφεκόπαπας που διετέλεσε και Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Αρκαδίου.
Με την έναρξη του ο Διονύσιος βρίσκεται στο κέντρο των επιχειρήσεων, με αρχηγό τον Στυλιανό Κλειδή. Κι όταν αυτός πέφτει ηρωικά, εκτελεί τις εντολές του Χρίστου Μακρή και στη συνέχεια του Νίκου Ψαρρού.
Διακρίνεται για το θάρρος και την απίστευτη γρηγοράδα του. Σαν να είχαν τα πόδια του φτερά. Από όπου περνούσε το όνομά του γινόταν θρύλος. Κι ήταν ακόμα τόσο νέος.
Αργότερα τον βλέπουμε να ανταποκρίνεται στο κάλεσμα της Βορείου Ηπείρου το 1914 και να ξαναζώνεται τ’ άρματα. Το σπουδαίο στην περίπτωση αυτή είναι, ότι προφασίστηκε θέμα υγείας και έφυγε από το μοναστήρι με το πρόσχημα εγχείρισης που πρέπει να κάνει στην Αθήνα. «Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα». Κι έτσι βρέθηκε να πολεμά για τα ιδανικά της φυλής. Κι όταν υψώθηκε στην Κορυτσά η γαλανόλευκη, ο Διονύσιος Ψαρουδάκης τιμής ένεκεν προέστη της δοξολογίας.
O Μακεδονομάχος Στυλιανός Κλειδής.
Από τις μεγάλες μορφές και ο πλέον γνωστός Μακεδονομάχος υπήρξε ο Στυλιανός Κλειδής.
Ο Καπετάν Στυλιανός Κλειδής, γεννήθηκε στο χωριό Αγκουσελιανά της Επαρχίας Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνου το 1870. Ήταν γιος του Γεωργίου Κλειδή και της Μαρίας Μπίκη από τα Σφακιά. Από μικρός ακούγοντας για το ιστορικό παρελθόν των δύο οικογενειών, άρχιζε να χαράζει τη δική του πορεία, τιμώντας αυτές τις παρακαταθήκες των προγόνων του. Πήρε όμως πολλά και από τη σχολή του Αγίου Πνεύματος στον Κισσό, την Κιβωτό αυτή της εθνικής μας μνήμης. Πήρε το βάπτισμα του πυρός συμμετέχοντας στους ξεσηκωμούς του 1895-1897. Οι σπουδές του όμως στο διδασκαλείο του Κισσού, θα του δώσουν μια επαγγελματική αποκατάσταση σε σχολείο του Ρεθύμνου στα 1900.
Οι μαθητές του νοιώθουν ένα περίεργο δέος, στη θέα αυτού του πανύψηλου γεροδεμένου άντρα, που φαίνεται σαν να έχει αποδράσει από χορεία ημιθέων. Κι εκείνος μαζί με τα «γράμματα» δεν παραλείπει να διδάσκει πατριωτισμό στα παιδιά εκείνα, που μεγαλώνουν με τις μνήμες των μπαρουτοκαπνισμένων προγόνων τους.
Κυλάει ο καιρός αλλά τα νέα και η αίσθηση των σκλαβωμένων Μακεδόνων αδελφών μας, δεν αφήνουν τον Στυλιανό Κλειδή να ησυχάσει.
Έτσι τον Αύγουστο του 1904 υπακούοντας στη φωνή της καρδιάς του, αφήνει την ησυχία της έδρας και πηγαίνοντας στην πρώτη ομάδα του Μακεδονικού αγώνα, πολεμά με αρχηγό της το Θύμιο Καούδη. Στην πορεία για επτά φορές οργανώνει δικά του σώματα εθελοντών και συνεχίζει να μάχεται τον εχθρό. Σε μια μάχη κοντά στο σημερινό FYROM, τραυματίζεται σοβαρά. Έτσι κατορθώνουν να τον συλλάβουν με προδοσία μάλιστα και να τον οδηγήσουν δέσμιο στο Μοναστήρι. Εκεί τον βασανίζουν απάνθρωπα. Καταφέρνει να αποδράσει και επικηρύσσεται. Συνεχίζει όμως με το ίδιο πείσμα. Το 1906 χάνει όλους τους άνδρες του στη φονική μάχη της Πρέσπας και επιστρέφει μόνος στο Ρέθυμνο. Δεν θα είναι όμως για πολύ. Συγκεντρώνει πάλι άντρες γενναίους και επιστρέφει στο μέτωπο. Έχει, πλέον, αναδειχθεί σε ήρωα, τόσο στο Ρέθυμνο όσο και στη Μακεδονία. Παρασημοφορείται, ενώ μάχονταν με 84 άντρες του το 1907 επί έντεκα μήνες. Επιστρέφει ξανά στο Ρέθυμνο, αλλά δεν ασκεί το επάγγελμα του δασκάλου, γιατί τον έχει κερδίσει ο αγώνας για την πατρίδα.
Το 1912, με την κήρυξη του Α’ Βαλκανικού Πολέμου, αναλαμβάνει την αρχηγία του μεγαλύτερου εθελοντικού σώματος από 250 εθελοντές, μεταξύ των οποίων και οκτώ κάτοικοι των Αγκουσελιανών, που ήταν οι Γιώργης Παπαδάκης, Λάμπρος Νικητάκης, Μάρκος Κουρμούλης, Δημήτρης Κουρμούλης, Μανώλης Κουρμούλης, Στάθης Αντωνάκης, Γιάννης Μαμαλάκης και Μανώλης Κουταλάς, και αναχωρεί για την Βόρεια Ελλάδα…
Ενώ έχει πολεμήσει στη Μακεδονία, τον στέλνουν σε δύσκολες επιχειρήσεις στην Ήπειρο. Περνά από την Αθήνα και από τον Πανεπιστήμιο, για να χαιρετήσει, δήθεν, τον συντοπίτη του από τα Σελλιά υφηγητή Θεολογίας Χρίστο Μακρή. Για αυτή τη συνάντηση είχε προηγηθεί συνεννόηση. Ο Χρίστος Μακρής ενθουσιάζεται, βγάζει τη στολή του καθηγητή και κατατάσσεται στο σώμα του Κλειδή, υπό τις επευφημίες των μαυροπουκαμισάδων Κρητικών και τις διαμαρτυρίες του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου, που του έλεγε: «Χρίστο Μακρή, το Έθνος σήμερα διαθέτει αγωνιστές και πολεμιστές. Δεν έχει καθηγητές. Να μείνεις στο Πανεπιστήμιο…». Δεν έμεινε αλλά πήγε και αυτός σε ένα άλλο αγώνα.
Στη θρυλική μάχη του Μετσόβου στις 31 Οκτωβρίου 1912: Τόσο μεγάλη ήταν η προσφορά όλων και ιδίως του Κλειδή, ώστε να θεωρείται αυτός απελευθερωτής, παρά το γεγονός ότι συμμετείχαν και άλλα εθελοντικά σώματα και τακτικός στρατός.
Ηρωικό τέλος
Στη μάχη του Προφήτη Ηλία στις 10 Νοεμβρίου 1912 έπεσε ηρωικά νεκρός από τα τουρκικά βόλια και ο καθηγητής Μιχάλης Γ. Τρίτος περιγράφει στην έκδοση του δήμου Μετσόβου «Η απελευθέρωση του Μετσόβου 31-10-1912» (Γιάννινα 1984): Η αφόρητη κατάσταση που βρίσκονταν οι χριστιανικές μειονότητες της Μακεδονίας, Θράκης και Ηπείρου, λόγω της προκλητικής στάσης των Νεότουρκων, οδήγησαν τα βαλκανικά κράτη Βουλγαρίας, Σερβίας, Μαυροβουνίου και Ελλάδας να συνάψουν συμμαχία για απελευθέρωση των υπόδουλων λαών. Στις 17 Σεπτεμβρίου 1912 κηρύττουν γενική επιστράτευση και στις 5 Οκτωβρίου τον πόλεμο εναντίον των Τούρκων…
Εθελοντικά σώματα Κρητών, του Εμμ. Μπαλαντίνου από την Κίσσαμο με συναρχηγό τον Νίκο Μαλανδράκη από τα Ρούματα Κισσάμου και οπλαρχηγούς τον Νίκο Σκουρομάλη από Καλάθενες Κισσάμου και τον Στυλιανό Κλειδή ζητούν άδεια από την κυβέρνηση για να πολεμήσουν στη Β. Ελλάδα. Ο Ελ. Βενιζέλος, πρωθυπουργός και υπουργός Στρατιωτικών, δίδει άδεια, τους οπλίζει με κοντά Μάλινχερ και με επικεφαλής τον συνταγματάρχη Σταμάτη Μήτσα και ένα λόχο στρατού, τους στέλνει στο μέτωπο…
Ο Εσσάτ Πασάς των Ιωαννίνων αποστέλλει στο Μέτσοβο για ενίσχυση της τουρκικής φρουράς, πεντακόσιους Τουρκαλβανούς με τον αιμοσταγή ταγματάρχη Μπεκήρ Αγά. Τα τμήματα των Κρητών παίρνουν εντολή να κινηθούν νύχτα και να ενισχύσουν την φρουρά του Μετσόβου. Φτάνουν στο Μέτσοβο, βοηθούν στην κατάληψη του νεκροταφείου και στη συνέχεια κυνηγούν τους Τούρκους μέσα στην πόλη…
Η μάχη είναι σκληρή και κράτησε πέντε ολόκληρες ώρες. Το Μέτσοβο έχει απελευθερωθεί. Ο ενθουσιασμός των κατοίκων απερίγραπτος. Ανοίγουν τα σπίτια τους, βγαίνουν έξω και επευφημούν τους νικητές. Την επομένη, 1 Νοεμβρίου 1912, τελείται πανηγυρική δοξολογία στο ναό της Αγίας Παρασκευής, ενώ οι καμπάνες όλων των εκκλησιών ηχούν χαρμόσυνα. Πανηγυρικούς λόγους εκφωνούν Μετσοβίτες και ο υφηγητής Χρίστος Μακρής…
Ο λαός, οι πολίτες πανηγυρίζουν και εφησυχάζουν. Δεν συμβαίνει, όμως, το ίδιο με τους στρατιωτικούς. Ας κέρδισαν τη μάχη, ας ελευθέρωσαν το Μέτσοβο. Δεν ηρεμούν, δεν εφησυχάζουν. Ανησυχούν για τη διαφύλαξη της ελευθερίας και της ειρήνης. Υποψιάζονται, και όχι αδίκως, προσπάθεια ανακατάληψης της πόλης από τους Τούρκους.
Και ενώ όλα ήταν ήσυχα και ωραία, στις δύο το μεσημέρι ακούγονται πυροβολισμοί από το ύψωμα «Προφήτης Ηλίας», βόρεια του Μετσόβου. Οι πολιτοφύλακες του υψώματος «Τζιαν Καρακόλ» ειδοποιούν για νέα επίθεση των Τούρκων. Άμεση κινητοποίηση πάλι όλων των δυνάμεων. Τα σώματα Κρητών λαμβάνουν πάλι καίριες θέσεις, και νέα μάχη αρχίζει και μάλιστα πιο ορμητική και πιο πεισμώδης. Αξίζει ν’ αναφερθεί ότι ανάμεσά τους νεαρός τότε καλόγερος είναι και ο Διονύσιος Ψαρουδάκης που μηχανεύτηκε ολόκληρο σχέδιο για να φύγει κρυφά και να πολεμήσει.
Αγριεμένοι οι άντρες του Κλειδή για τον άδικο θάνατο του αρχηγού των ορμούν ακράτητοι και αφού σπουν την πόρτα της εκκλησίας, συλλαμβάνουν περί τους είκοσι Τούρκους και τους σφάζουν με τα μαχαίρια τους. Η καταδίωξη του εχθρού συνεχίζεται και αν η μέρα διαρκούσε ακόμα, ο εχθρός θα είχε υποστεί τέλεια καταστροφή. Απώλειες Ελλήνων: Πέντε νεκροί, 12 τραυματίες, απώλειες Τούρκων: 72 νεκροί, 100 τραυματίες, τρεις αιχμάλωτοι. Η αποφασιστική αυτή μάχη, η γνωστή ως μάχη του «Προφήτη Ηλία», επισφραγίζει οριστικά τη σωτηρία του Μετσόβου…
Την επόμενη μέρα, 11 Νοεμβρίου, οι ηρωικοί νεκροί μεταφέρονται στην πόλη. Να τι λέει ένας Κρητικός αγωνιστής του σώματος Κλειδή για τον ηρωικό αρχηγό του: «Επήγα εις το σχολείο και είδα νεκρόν τον αγαπητόν μας Στέλιον, εξηπλωμένον με τα ενδύματα της εκστρατείας και την κεφαλήν δεμένην στας σιαγόνας. Τον είχαν εξαπλώσει επάνω εις ένα μαθητικό θρανίον και έκειτο μέγας. Οι πόδες του με τα βαρέα υποδήματα εξείχαν και η κεφαλή, την οποίαν τόσων ευγενών φιλοδοξιών, σκέψεις την είχαν τρικυμίσει, ανεπαύετο εις πρόχειρον προσκεφάλαιον. Μετσοβίτισαι προσερχόμεναι θρηνούσαι, προσεκόλλουν ανημένα αγιοκέρια και τον προσκυνούσαν».
Η κηδεία του Στυλιανού Κλειδή και των τεσσάρων παλικαριών του πάνδημος και μεγαλοπρεπής, έγινε γύρω στις 10 το πρωί στο ναό της Αγίας Παρασκευής. Συγκινητικό λόγο εκφωνεί ο Χρίστος Μακρής, ο οποίος αναλαμβάνει την αρχηγία του σώματος Κλειδή και φονεύεται μετ’ ολίγες μέρες, στις 28 Νοεμβρίου στο ύψωμα του Δρίσκου του χωριού Μάζια καθώς ορμά να κυριεύσει τούρκικο κανόνι. Ο θεολόγος ιεροδιάκονος Μόδεστος Πέρτσαλης λέγει: «Μέγα πένθος ο γδούπος της πτώσεως σου προκάλεσε και εις τον ευγενή και ευγνώμονα λαό του Μετσόβου όστις έβλεπεν εν σοι τον σωτήρα και ελευθερωτή του». Ένας πολεμιστής διέσωσε στη μνήμη του ένα ποίημα της Ηπειρώτικης Λαϊκής Μούσας που οι δύο πρώτες στροφές του λυρικά έλεγαν:
-Κρήτες αντάρτες κι Αρχηγοί και σεις οι στρατιώτες
που σπάσετε στο Μέτσοβο τις σιδερένιες πόρτες.
Κλαίτε τον Καπετάν Κλειδή απούταν η πρεπειά σας,
αλλά σκοτώθη κι άφηκε μαχαίρι στη καρδιά σας.
Χρίστος Μακρής
Ο Χρίστος Μακρής γεννήθηκε στα Σελλιά της επαρχίας Αγίου Βασιλείου το 1880. Γενναίος και τολμηρός τελειώνει τις εγκύκλιες σπουδές του στον τόπο του και το 1897 βρίσκεται στην Αθήνα για να ακολουθήσει ανώτερες σπουδές.
Φοιτητής ακόμα παίρνει μέρος στον άτυχο πόλεμο του 1897, ως εθελοντής και αποκτά τα πρώτα του τραύματα στο πεδίο της τιμής.
Μόλις έσβησαν και οι τελευταίες φλόγες αυτού του πολέμου, που στοίχισε τόσα πολλά στο ήδη βασανισμένο ελληνικό κράτος, ο Χρίστος επιστρέφει στις σπουδές του και το 1901 παίρνει με άριστα το πτυχίο της Θεολογίας.
Σύντομα όμως τον κάλεσε και πάλι το καθήκον όταν ξέσπασε η επανάσταση στο Θέρισσο.
Η στενή του φιλία με τον Ελευθέριο Βενιζέλο ήταν το ισχυρότερο κίνητρο για να παρατήσει τα πάντα και να τρέξει κοντά του, να συναγωνιστεί με τους άλλους θαρραλέους Ρεθεμνιώτες και να διεκδικήσει με τη δική του συμβολή, τη δικαίωση και αυτού του ξεσηκωμού.
Αν και τόσο νέος, η ζωή του χαρίζει μοναδικές εμπειρίες. Όπως το συνήθιζε σε καιρό ειρήνης γύριζε και πάλι στην επιστήμη του. Ήταν το 1906 που ανοίγει νέο κεφάλαιο στη ζωή του με την κατάκτηση μιας υποτροφίας.
Χάρις σ’ αυτή ο νεαρός Χρίστος Μακρής πηγαίνει στο Μόναχο για να σπουδάσει Βυζαντινή και Εκκλησιαστική Ιστορία. Επιστρέφει στην Ελλάδα και το 1910 αναγορεύεται υφηγητής της Εκκλησιαστικής Ιστορίας στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Ποια ήταν η μεγάλη έκπληξη του νεαρού επιστήμονα όταν την εναρκτήρια διδασκαλία του στο Πανεπιστήμιο, παρακολουθεί ο ίδιος ο Ελευθέριος Βενιζέλος που είχε στο μεταξύ γίνει πρωθυπουργός της χώρας. Καθήκον βαρύ που του ανέθεσε ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος.
Οι αγώνες όμως για την απελευθέρωση μαρτυρικών περιοχών δεν του επιτρέπουν να ησυχάσει ούτε λεπτό.
Μαθαίνοντας το πέρασμα του άλλου μεγάλου αγωνιστή του καπετάν Στέλιου Κλειδή από την Αθήνα, ο Χρίστος Μακρής σπεύδει να καταταγεί στο Σώμα, που είχε δημιουργήσει ο συμπατριώτης του οπλαρχηγός, και παίρνει μέρος στη μάχη για την απελευθέρωση του Μετσόβου.
Μετά το θάνατο του Κλειδή στις 10 Νοεμβρίου, αναλαμβάνει την αρχηγία του Σώματος και προχωρά ακάθεκτος για τα Γιάννινα.
Οι άνδρες του δένονται μαζί του γιατί θαυμάζουν τον απαράμιλλο ηρωισμό του. Οι κακουχίες τον αφήνουν αδιάφορο και ο θάνατος δεν σημαίνει τίποτα για τον Χρίστο Μακρή.
Στη μάχη του Δρίσκου ξεπερνά τον εαυτό του. Κάποια στιγμή αποφασίζει να καταλάβει με κάθε θυσία ένα εχθρικό πολυβόλο. Κι εκεί τον βρήκε ο θάνατος. Εκεί που άφησε την τελευταία του πνοή και ο ποιητής Λορέντζος Μαβίλης, πολεμώντας κι αυτός για να ελευθερώσει εκείνα τα άγια χώματα.
Νικόλαος Φουντουλάκης
Από τους άγνωστους Μακεδονομάχους ο Νικόλαος Φουντουλάκης.
Γεννήθηκε το 1868 στα Ρούστικα Ρεθύμνης από γονείς αγρότες. Η γενιά του είχε Σφακιανές ρίζες από τ’ Ασφένδου. Έτυχε όμως κάποιος πρόγονός του μετά την επανάσταση του Δασκαλογιάννη, να ζητήσει καταφύγιο στα Ρούστικα κι έτσι ρίζωσε εκεί η οικογένεια.
Από έφεση στα γράμματα τέλειωσε το σχολαρχείο στο χωριό του και μετά όσο δεν τον καλούσαν οι επαναστάσεις όπου συμμετείχε ως οπλαρχηγός , ασχολείτο με τη γεωργία και την κτηνοτροφία.
Όταν έμαθε για την αναχώρηση πολλών Κρητικών για τη Μακεδονία που πάσχιζε για λευτεριά, δεν μπόρεσε να μείνει αδιάφορος. Συμμετείχε με δική του ομάδα, στον Μακεδονικό Αγώνα όπου και διακρίθηκε για την τόλμη και τον πατριωτισμό του. Ο ίδιος συνήθιζε να στήνει ενέδρες στους Τούρκους και να τους αποδεκατίζει.
Όπως μαχόταν τον εχθρό έτσι προσπαθούσε να αναβαθμίσει την ποιότητά ζωής του, σε μια εποχή που μάστιζε τα πάντα η φτώχια. Ριψοκίνδυνος όπως ήταν, αποφάσισε να ξενιτευτεί. Έφυγε για την Αμερική, όπου κι έμεινε για 21 χρόνια. Με το πνεύμα οικονομίας που τον διέκρινε, κατάφερε να σχηματίσει μια μικρή περιουσία. Επιστρέφοντας στο χωριό του αγόρασε ελαιοτριβείο και συγχρόνως ασχολείτο με τη γεωργοκτηνοτροφία. Είχε καταφέρει να γίνει ένας καλός νοικοκύρης και οικογενειάρχης με την εκλεκτή του Μαρία Παπαδαντωνάκη ή Κουτσάκη. Από το γάμο του απέκτησε έξι παιδιά.
Ήταν φυσικό να γαλουχήσει με πατριωτισμό τα παιδιά του. Ο γιος του Ηλίας πολέμησε στη Μικρά Ασία όπου βρήκε ηρωικό θάνατο.
Ο ίδιος έζησε με αξιοπρέπεια μέχρι το τέλος της ζωής του, αποφεύγοντας να αναφέρεται στις πολεμικές του περγαμηνές. Στις πηγές που ανέτρεξα δεν αναφέρεται πότε πέθανε.
Αγγελής Παπαδαντωνάκης
Γεννήθηκε στα Ρούστικα το 1875. Γονείς του ήταν ο Ηλίας και η Ασπασία Παπαδαντωνάκη από τις ιστορικές οικογένειες του χωριού και τις πιο παλιές.
Ο αδελφός του Κωνσταντίνος πολέμησε στη Μικρά Ασία και πέθανε σε ηλικία 30 χρόνων από ελονοσία.
Ο Αγγελής το τρίτο παιδί της οικογένειας μέχρι και το 1905 βοηθούσε τους γονείς του στις γεωργικές δουλειές. Το 1905 πήρε μέρος στην επανάσταση του Θερίσσου στο πλευρό του Εθνάρχη που τιμούσε ιδιαίτερα. Όταν επέστρεψε στο σπίτι του δεν βρήκε παρά αποκαίδια. Οι Ρώσοι του το είχαν κάψει σε αντίποινα για την υποστήριξη του Βενιζέλου.
Ο Αγγελής δεν πτοήθηκε από την ατυχία αυτή. Πήρε τους γονείς του και τράβηξε για το Μονοπάρι, όπου και εγκαταστάθηκε.
Εκεί δημιούργησε και οικογένεια. Δεν άργησε όμως να ζωστεί και πάλι τα άρματα. Δημιούργησε δική του ομάδα και πολέμησε ως οπλαρχηγός στην Ήπειρο και τη Μακεδονία.
Τραυματίστηκε στο Μέτσοβο και επέστρεψε στην Κρήτη, όπου παντρεύτηκε την Γραμματική Ψαθά από τους Κούμους και απέκτησαν έξι παιδιά.
Η αφοσίωσή του στον Βενιζέλο δεν έμεινε χωρίς ανταμοιβή. Όταν όμως κάλεσαν τον Αγγελή στην Αθήνα να αναλάβει υπηρεσία ως αξιωματικός εκείνος αρνήθηκε. Για κανένα λόγο δεν ήθελε να εξαργυρώσει τους αγώνες για τα πιστεύω του. Περιορίστηκε στην τιμητική σύνταξη που του δόθηκε ως αναγνώριση των αγώνων του.
Στο μεταξύ τα τραύματα από τον πόλεμο του είχαν δημιουργήσει συρίγγιο και υπέφερε μέχρι το 1929 όπου είχε άδοξο τέλος.
Βρέθηκε δολοφονημένος στο αγρόκτημά του, για λόγους που δεν έγιναν γνωστοί.
Στυλιανός Γαβαλάς
Ο Στυλιανός Γαβαλάς γεννήθηκε στο Αρολίθι Ρεθύμνου. Και τα δυο του αδέλφια έδωσαν τη ζωή τους για την πατρίδα. Σκοτώθηκαν ο ένας στον Α’ και ο άλλος στον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο.
Πολεμιστής, ριμαδόρος, γενναίος, γλεντζές, ήταν πάντα πρώτος και στον πόλεμο και στο γλέντι.
Ψηλός, λεπτός, βρακοφόρος ήταν ο χαρακτηριστικός τύπος του ριζίτη κρητικού. Πήρε μέρος στον Μακεδονικό Αγώνα, αλλά διέπρεψε στην Αντίσταση. Γι’ αυτό θα επανέλθουμε στις ανδραγαθίες του.
Πηγές:
rethnea.gr
Κώστα Μυγιάκη: Διονύσιος Ψαρουδάκης.
Εύας Λαδιά: Διονύσιος Ψαρουδάκης ο ντουφεκόπαππας.
Λευτέρη Κρυοβρυσανάκη: Αγκουσελιανά Αγίου Βασιλείου (Ρεθεμνιώτικα Νέα 21/07/2015).
Μιχάλη Κουρμουλάκη: Η εθελοθυσία του καπετάν Κλειδή.
Ιωάννη Σταυρουλάκη: Κρήτες αγωνιστές Ρεθεμνιώτικα Νέα 7/12/2012.
Άγνωστοι Ήρωες του Ελληνισμού: Καπετάν Στυλιανός Κλειδής 1870-1912.
Κώστα Κλειδή: Με τη λάμψη στα μάτια (εκδόσεις Ηριδανός 1984)