Όσο πλησιάζουμε στη γιορτή της Ανάστασης του Κυρίου, τόσο και κάθε μέρα θα βλέπουμε στις ειδήσεις και τους αγαπητούς χασάπηδες. ¨Τι τιμή θα έχουμε φέτος για το κατσίκι και το αρνί;¨ ρωτούν με αγωνία οι ρεπόρτερ, και περιμένει να μάθει ο κοσμάκης…
Μακριά όμως από τα φώτα της δημοσιότητας, ο Βαγγέλης, ο επονομαζόμενος και ¨Χατζάρας¨ της Βαρβακείου κρεαταγοράς, βρίσκεται κατηγορούμενος, όχι από την αγορανομία -όπως θα περίμενε κανείς- αλλά σε ένα πολύ περίεργο δικαστήριο…
Αλλά ας τα πάρουμε τα πράγματα από την αρχή:
-Βαγγέλη, δεν νοιώθεις μαθές, τύψεις στη συνείδησή σου την σήμερον ημέρα;
-Γιατί μαθές, τόσες ψυχές πήρες στο λαιμό σου πασχαλιάτικα πάλι…
-Εγώ ψυχές;
-Αμέ!
-Εμένα να μου στρίψουνε; επέμεινε η αγαθή γυναίκα. Σε τόσα ζωντανά πάλι έβαλες μαχαίρι! Τι γελάδια και τι βόδια, τι πρόβατα και τι κατσίκες. Το έχυσες το αίμα από τα αθώα πλάσματα του Θεού. Σάμπως πας και καμιά φορά να ζητήσεις συγχώρεση από τον πνευματικό; Ψυχή έχουν και αυτά τα ζωντανά άντρα μου… Δεν νομίζεις;
Ο Βαγγέλης ο Χατζάρας γέλασε με την αφελή παρατήρηση της γυναίκας του, ήπιε άλλο ένα ποτηράκι και μουρμούρισε:
-Δεν μου λες γυναίκα, γιατί τα έφτιαξε ο Θεός τα ζωντανά; Να τα τρώνε οι άνθρωποι και να τον συγχωράνε. Άσφαχτα θα τα φάνε; Όχι! Το λοιπόν; Άπαξ και κάποιος πρέπει να τα σφάξει, τι εγώ, τι εσύ, τι άλλος; Σύρε το λοιπόν να κοιμηθείς, και άμα είναι να πας στον Παράδεισο άσε με απέξω!
Αλλά δεν τον έπαιρνε ύπνος…Στριφογύριζε στο κρεβάτι του, μια από εδώ, μια από εκεί, σκεφτόταν τις κουβέντες της γυναίκας του, θύμωνε… Βρε που να πάρει ο διάολος τι ήταν τούτο απόψε; Τόσα χρόνια χασάπης και ήταν ανάγκη δηλαδή απόψε να του βάλουν τέτοια έννοια για να του κόψουν τον ύπνο;
Μα σε μια στιγμή του συνέβηκε κάτι περίεργο. Του φάνηκε πως άκουσε χτύπους στη πόρτα, και, πριν προλάβει να σηκωθεί, είδε τη πόρτα να ανοίγει…
Ήταν ένας τράγος, μαύρος και γυαλιστερός, ψηλός με στριφτά κέρατα και ωραίο μούσι που τον πλησίαζε:
-Εσύ είσαι ο Βαγγέλης ο Χατζάρας;
-Εγώ είμαι, έκανε με αγωνία. Τι θέλεις ρε τράγο;
-Εν ονόματι του Νόμου…
-Τι έκανε λέει;
– … σε συλλαμβάνω!
-Αυτό θα το δεις. Ακολούθησέ με.
Το ύφος του τράγου ήταν τόσο επιτακτικό, ώστε ο Βαγγελάκης μας συνειδητοποίησε πως δεν μπορούσε να κάνει και αλλιώς! Ακολούθησε λοιπόν το τράγο, που πήγαινε μπροστά με πολλή επισημότητα και αξιοπρέπεια.
Σε λίγο βρεθήκαν μπροστά σε μια περίεργη πόρτα που την φυλάγανε άλλοι δύο μεγαλόσωμοι τράγοι.
Πέρασαν μέσα…
Το θέαμα ήταν πρωτοφανές!
Ήταν μια αίθουσα δικαστηρίου. Άφθονα πρόβατα, γίδια, πουλερικά κάθε είδους αποτελούσαν το ακροατήριο, που μόλις τον είδε άρχισε να βγάζει άγριες φωνές αποδοκιμασίας, ανακατωμένες με κατάρες:
-Ο δολοφόνος!
-Ο δήμιος!
-Σφάξτε τον!
-Κρεμάστε τον!
Κρύος ιδρώτας έλουσε τον χασάπη, ιδιαίτερα μάλιστα όταν αντιλήφτηκε, μέσα στο πανδαιμόνιο, ένα κριάρι, με προτεταμένα τα κέρατα, έτοιμο να του ορμήσει!
Ευτυχώς γι΄αυτόν, ακούστηκε ήχος κουδουνιού, και ο θόρυβος κόπασε.
Στο βάθος είδε τρέμοντας την έδρα του δικαστηρίου. Τη θέση του Προέδρου είχε ένα βόδι, των Συνέδρων δύο πρόβατα, του Εισαγγελέα ένας τράγος, του γραμματέως μια κότα.
Τον λόγο πήρε ο Πρόεδρος, που, αφού τον κοίταξε άγρια στα μάτια, του είπε:
-Έλα εδώ. Πως ονομάζεσαι;
-Βαγγέλης Χατζάρας, απάντησε με φρίκη ο άνθρωπος.
-Ετών;
-Σαράντα πέντε.
-Επάγγελμα;
-Χασάπης.
-Χασάπης, ε; έκανε το βόδι. Να δούμε τώρα πως εξασκείς το ωραίο αυτό επάγγελμα. Κάτσε κάτω!
Τα γόνατα του ανθρώπου λύθηκαν από τον τρόμο.
Η διαδικασία ξεκίνησε γρήγορα.
Ο Πρόεδρος διάβασε το κατηγορητήριο που ήταν φοβερό, ύστερα άνοιξε το ποινικό του μητρώο και μούγγρισε:
-Εκατό φόνοι αγελάδων, δύο χιλιάδες φόνοι προβάτων, εκατόν πενήντα φόνοι βοδιών, τρεις χιλιάδες φόνοι πουλερικών. Χιλιάδες καταδίκες!
»Ας έρθει ο πρώτος μάρτυς.
Ήρθε μια προβατίνα…
-Είναι κακούργος, κύριε Πρόεδρε. Μου έσφαξε προχθές τις τρεις αδερφές μου.
-Ψέματα! διαμαρτυρήθηκε ο κατηγορούμενος. Αυτή τα έχει τα χρονάκια της και εγώ αυτές τις μέρες έχω σφάξει μόνο αρνάκια του γάλακτος!
-Σα δεν ντρέπεσαι, διέκοψε η μάρτυς. Πέντε χρονών ήταν οι αδερφούλες μου και τις πούλησε για αρνάκια του γάλακτος, κύριε Πρόεδρε.
Ύστερα ήρθε μια αγελάδα.
-Μου έσφαξε τη μάνα!
-Πότε;
-Αυτές τις μέρες.
Ήρθε κατόπιν μια κότα και άρχισε να κλαίει με λυγμούς.
-Μου έσφαξε τρεις άντρες.
-Δηλαδή;
-Τρεις πετείναρους, μου τους πήρε και τρεις φορές με άφησε χήρα…
Ήλθαν και άλλοι μάρτυρες που καταθέσανε τα ίδια. Η ατμόσφαιρα ήταν πλέον αποπνικτική. Τίποτε δεν έσωζε πια τον κατηγορούμενο…
Ενώ αγόρευε ο Εισαγγελέας ο τράγος, φωνές, βελάσματα, μουγκρίσματα, οργισμένα κακαρίσματα διέκοπταν την αγόρευση…
-Θάνατο!
-Κρεμάλα στον κακούργο!
-Σούβλισμα.
-Ψήσιμο!
Ούτε να απολογηθεί δεν του επέτρεψαν! Ο ιδρώτας, τώρα, έτρεχε ποτάμι από το μέτωπό του. Χέρια και πόδια έτρεμαν…
Δεν χρειάστηκε πολύ για να βγάλει το Δικαστήριο την απόφασή του. Ο Πρόεδρος σηκώθηκε επάνω και απήγγειλε την καταδίκη.
-Εις τον διά σουβλίσματος θάνατον!…
Μια οχλοβοή σηκώθηκε ολόγυρά του. Μια ιαχή άγριας χαράς που δονούσε τα αυτιά του…
Τινάχτηκε πανικόβλητος επάνω και… άνοιξε τα μάτια του…
Η γυναίκα του ροχάλιζε πλάι του αγρίως…
(βασισμένο σε κείμενο του Δημήτρη Ψαθά για την εφημερίδα ΑΘΗΝΑΙΚΑ ΝΕΑ, 1937)
Θωμάς Σιταράς, Συγγραφέας-Αθηναιογράφος, FB: Σιταράς Θωμάς
protothema.
Όσο πλησιάζουμε στη γιορτή της Ανάστασης του Κυρίου, τόσο και κάθε μέρα θα βλέπουμε στις ειδήσεις και τους αγαπητούς χασάπηδες. ¨Τι τιμή θα έχουμε φέτος για το κατσίκι και το αρνί;¨ ρωτούν με αγωνία οι ρεπόρτερ, και περιμένει να μάθει ο κοσμάκης…
Μακριά όμως από τα φώτα της δημοσιότητας, ο Βαγγέλης, ο επονομαζόμενος και ¨Χατζάρας¨ της Βαρβακείου κρεαταγοράς, βρίσκεται κατηγορούμενος, όχι από την αγορανομία -όπως θα περίμενε κανείς- αλλά σε ένα πολύ περίεργο δικαστήριο…
Αλλά ας τα πάρουμε τα πράγματα από την αρχή:
-Βαγγέλη, δεν νοιώθεις μαθές, τύψεις στη συνείδησή σου την σήμερον ημέρα;
-Γιατί μαθές, τόσες ψυχές πήρες στο λαιμό σου πασχαλιάτικα πάλι…
-Εγώ ψυχές;
-Αμέ!
-Εμένα να μου στρίψουνε; επέμεινε η αγαθή γυναίκα. Σε τόσα ζωντανά πάλι έβαλες μαχαίρι! Τι γελάδια και τι βόδια, τι πρόβατα και τι κατσίκες. Το έχυσες το αίμα από τα αθώα πλάσματα του Θεού. Σάμπως πας και καμιά φορά να ζητήσεις συγχώρεση από τον πνευματικό; Ψυχή έχουν και αυτά τα ζωντανά άντρα μου… Δεν νομίζεις;
Ο Βαγγέλης ο Χατζάρας γέλασε με την αφελή παρατήρηση της γυναίκας του, ήπιε άλλο ένα ποτηράκι και μουρμούρισε:
-Δεν μου λες γυναίκα, γιατί τα έφτιαξε ο Θεός τα ζωντανά; Να τα τρώνε οι άνθρωποι και να τον συγχωράνε. Άσφαχτα θα τα φάνε; Όχι! Το λοιπόν; Άπαξ και κάποιος πρέπει να τα σφάξει, τι εγώ, τι εσύ, τι άλλος; Σύρε το λοιπόν να κοιμηθείς, και άμα είναι να πας στον Παράδεισο άσε με απέξω!
Αλλά δεν τον έπαιρνε ύπνος…Στριφογύριζε στο κρεβάτι του, μια από εδώ, μια από εκεί, σκεφτόταν τις κουβέντες της γυναίκας του, θύμωνε… Βρε που να πάρει ο διάολος τι ήταν τούτο απόψε; Τόσα χρόνια χασάπης και ήταν ανάγκη δηλαδή απόψε να του βάλουν τέτοια έννοια για να του κόψουν τον ύπνο;
Μα σε μια στιγμή του συνέβηκε κάτι περίεργο. Του φάνηκε πως άκουσε χτύπους στη πόρτα, και, πριν προλάβει να σηκωθεί, είδε τη πόρτα να ανοίγει…
Ήταν ένας τράγος, μαύρος και γυαλιστερός, ψηλός με στριφτά κέρατα και ωραίο μούσι που τον πλησίαζε:
-Εσύ είσαι ο Βαγγέλης ο Χατζάρας;
-Εγώ είμαι, έκανε με αγωνία. Τι θέλεις ρε τράγο;
-Εν ονόματι του Νόμου…
-Τι έκανε λέει;
– … σε συλλαμβάνω!
-Αυτό θα το δεις. Ακολούθησέ με.
Το ύφος του τράγου ήταν τόσο επιτακτικό, ώστε ο Βαγγελάκης μας συνειδητοποίησε πως δεν μπορούσε να κάνει και αλλιώς! Ακολούθησε λοιπόν το τράγο, που πήγαινε μπροστά με πολλή επισημότητα και αξιοπρέπεια.
Σε λίγο βρεθήκαν μπροστά σε μια περίεργη πόρτα που την φυλάγανε άλλοι δύο μεγαλόσωμοι τράγοι.
Πέρασαν μέσα…
Το θέαμα ήταν πρωτοφανές!
Ήταν μια αίθουσα δικαστηρίου. Άφθονα πρόβατα, γίδια, πουλερικά κάθε είδους αποτελούσαν το ακροατήριο, που μόλις τον είδε άρχισε να βγάζει άγριες φωνές αποδοκιμασίας, ανακατωμένες με κατάρες:
-Ο δολοφόνος!
-Ο δήμιος!
-Σφάξτε τον!
-Κρεμάστε τον!
Κρύος ιδρώτας έλουσε τον χασάπη, ιδιαίτερα μάλιστα όταν αντιλήφτηκε, μέσα στο πανδαιμόνιο, ένα κριάρι, με προτεταμένα τα κέρατα, έτοιμο να του ορμήσει!
Ευτυχώς γι΄αυτόν, ακούστηκε ήχος κουδουνιού, και ο θόρυβος κόπασε.
Στο βάθος είδε τρέμοντας την έδρα του δικαστηρίου. Τη θέση του Προέδρου είχε ένα βόδι, των Συνέδρων δύο πρόβατα, του Εισαγγελέα ένας τράγος, του γραμματέως μια κότα.
Τον λόγο πήρε ο Πρόεδρος, που, αφού τον κοίταξε άγρια στα μάτια, του είπε:
-Έλα εδώ. Πως ονομάζεσαι;
-Βαγγέλης Χατζάρας, απάντησε με φρίκη ο άνθρωπος.
-Ετών;
-Σαράντα πέντε.
-Επάγγελμα;
-Χασάπης.
-Χασάπης, ε; έκανε το βόδι. Να δούμε τώρα πως εξασκείς το ωραίο αυτό επάγγελμα. Κάτσε κάτω!
Τα γόνατα του ανθρώπου λύθηκαν από τον τρόμο.
Η διαδικασία ξεκίνησε γρήγορα.
Ο Πρόεδρος διάβασε το κατηγορητήριο που ήταν φοβερό, ύστερα άνοιξε το ποινικό του μητρώο και μούγγρισε:
-Εκατό φόνοι αγελάδων, δύο χιλιάδες φόνοι προβάτων, εκατόν πενήντα φόνοι βοδιών, τρεις χιλιάδες φόνοι πουλερικών. Χιλιάδες καταδίκες!
»Ας έρθει ο πρώτος μάρτυς.
Ήρθε μια προβατίνα…
-Είναι κακούργος, κύριε Πρόεδρε. Μου έσφαξε προχθές τις τρεις αδερφές μου.
-Ψέματα! διαμαρτυρήθηκε ο κατηγορούμενος. Αυτή τα έχει τα χρονάκια της και εγώ αυτές τις μέρες έχω σφάξει μόνο αρνάκια του γάλακτος!
-Σα δεν ντρέπεσαι, διέκοψε η μάρτυς. Πέντε χρονών ήταν οι αδερφούλες μου και τις πούλησε για αρνάκια του γάλακτος, κύριε Πρόεδρε.
Ύστερα ήρθε μια αγελάδα.
-Μου έσφαξε τη μάνα!
-Πότε;
-Αυτές τις μέρες.
Ήρθε κατόπιν μια κότα και άρχισε να κλαίει με λυγμούς.
-Μου έσφαξε τρεις άντρες.
-Δηλαδή;
-Τρεις πετείναρους, μου τους πήρε και τρεις φορές με άφησε χήρα…
Ήλθαν και άλλοι μάρτυρες που καταθέσανε τα ίδια. Η ατμόσφαιρα ήταν πλέον αποπνικτική. Τίποτε δεν έσωζε πια τον κατηγορούμενο…
Ενώ αγόρευε ο Εισαγγελέας ο τράγος, φωνές, βελάσματα, μουγκρίσματα, οργισμένα κακαρίσματα διέκοπταν την αγόρευση…
-Θάνατο!
-Κρεμάλα στον κακούργο!
-Σούβλισμα.
-Ψήσιμο!
Ούτε να απολογηθεί δεν του επέτρεψαν! Ο ιδρώτας, τώρα, έτρεχε ποτάμι από το μέτωπό του. Χέρια και πόδια έτρεμαν…
Δεν χρειάστηκε πολύ για να βγάλει το Δικαστήριο την απόφασή του. Ο Πρόεδρος σηκώθηκε επάνω και απήγγειλε την καταδίκη.
-Εις τον διά σουβλίσματος θάνατον!…
Μια οχλοβοή σηκώθηκε ολόγυρά του. Μια ιαχή άγριας χαράς που δονούσε τα αυτιά του…
Τινάχτηκε πανικόβλητος επάνω και… άνοιξε τα μάτια του…
Η γυναίκα του ροχάλιζε πλάι του αγρίως…
(βασισμένο σε κείμενο του Δημήτρη Ψαθά για την εφημερίδα ΑΘΗΝΑΙΚΑ ΝΕΑ, 1937)
Θωμάς Σιταράς, Συγγραφέας-Αθηναιογράφος, FB: Σιταράς Θωμάς
protothema.