Ο Λουδοβίκος των Ανωγείων εξομολογείται από καρδιάς…Μιλάει για το προσωπικό του αέναο ταξίδι, για τα Ανώγεια που τον καλούν όπως το τραγούδι των Σειρήνων τον Οδυσσέα, για την επόμενη καλλιτεχνική του πράξη , ως δημιουργού που ψηλαφεί τον έρωτα και βαδίζει στα μονοπάτια της ποίησης της Σαπφούς. Αεικίνητος, με το βλέμμα που αγκαλιάζει και διερευνά , με τη δημιουργικότητά του σε νέα μονοπάτια σύνθεσης διαφορετικών μορφών τέχνης.
Στα πρώτα δημιουργικά βήματα.
«Ήμουν τυχερός! Γνώρισα Τσαρούχη, Δημουλά, Βαγγέλη Παπαθανασίου . Δυο χρόνια στην Καλών Τεχνών και κοινές επιρροές με το Χατζηδάκι. Ακούγαμε μοιρολόγια ! Σκέψου , μου έλεγε ο Χατζηδάκις πόση δύναμη έχουν τα μοιρολόγια, ο άκρατος πόνος μιας γυναίκας που θρηνεί. Μια ελεγεία ερωτική στο πρόσωπο που πλέον θα στερηθεί το φως, τα χρώματα, τους ήχους, την περπατησιά στους γνώριμους τόπους και το αντάμωμα με τους σεβάσμιους ανθρώπους. Φαντάσου τώρα τη δύναμη που έχει το μοιρολόι όταν το ερμηνεύσει ένας άντρας».
Ο Γκάτσος όταν έγραψε ο Λουδοβίκος τα πρώτα του τραγούδια χωρίς να ξέρει νότες , του είπε. « Πρέπει να γράψεις στίχους , να ψάξεις τον εαυτό σου».
Κι ο Γιώργης Δραμουντάνης , έψαξε. Το μεγάλο της ζωής του ταξίδι, όπως θα έλεγε ο Παπαδιαμάντης , το πραγμάτωσε .Όπως μας εξομολογείται:
«Έλειπα τριάντα χρόνια. Στα Ανώγεια έχω την παιδική μου καρδιά, την τρυφερότητα, τον πρώτο έρωτα. Όφειλα να ξαναγυρίσω. Τα Ανώγεια , η πατρίδα μου με κάνουν περήφανο! Είναι ψηλά στα βουνά , το τελευταίο χωριό που συναντάς , πριν φύγεις για τον ουρανό. Ξεκινάει από μακρόσυρτο Α και καταλήγει σε α. Οι Ανωγειανοί , έχουν τη δική τους μανιέρα. Δεν επεξηγούν. Δεν λένε, δηλαδή, θέλω να πω, λένε μια φορά κάτι κι εσύ οφείλειςνα το καταλάβεις. Λένε τα πράγματα μια κι έξω,. Αυτό αποτελεί οικονομία στο λόγο. Σεβασμό στο συνομιλητή και το διάλογο. Ορθή και ντρέτα επικοινωνία».
«Στο καφενείο, ο αυτοσαρκασμός και τα πειράγματα. Πείραγμα ο ένας προς τον άλλο . Πείραγμα που σε διαπερνά κι όταν γεννιέται η μαντινάδα, η έμμετρη ψυχή μας . Στα Ανώγεια η μαντινάδα και σήμερα ανθεί, περισσότερο παρά ποτέ. Πολλοί γράφουν στοίχους που διηγούνται με ένα μοναδικό τρόπο συναισθήματα και καυμούς. Κι ο χορός , το τραγούδι του σώματος πολύ μεγάλη ιστορία. Ο πρωτόλειος πολιτισμός μαs.»
Το έθιμο του γάμου τότε:
«Κι ο γάμος κάποτε αποτελούσε πολιτιστικό γεγονός. Ο δικός μας γάμος ήταν σε μια ανθισμένη αυλή εκατόν πενήντα άνθρωποι , που τα βλέμματά τους συναντιούνταν. Το συναίσθημα κυριαρχούσε και η συγκίνηση στα ύψη. Σήμερα ο καθένας κάνει επίδειξη ισχύος. Καλεί δυο χιλιάδες άτομα , ο ένας συναγωνίζεται τον άλλο. Άνθρωποι που δεν γνωρίζονται μεταξύ τους. Έρχονται να κάνουν χάρισμα, να φάνε και να φύγουν. Χάθηκε το Ομηρικό έθιμο με την ομορφιά του. Ο κρητικός γάμος , δε διατηρείται πια».
«Μουσικούς έχει η Κρήτη πολλούς και οι παλιοί , καθώς κι εγώ ανήκω σε αυτούς, δημιουργούν με την ψυχή τους. Οι Ψαρογιώργης, Ξυλούρης, Δραμουντάνης , Σκουλάς , ο Φασουλάς και ο Καλλέργης. Και άλλοι που κρατάνε την παράδοση ψηλά. Στους χίλιους που θα παίξουν θα βγούνε κάποιοι λίγοι. Η Τέχνη της μουσικής θέλει σοβαρότητα, όχι χαμηλό στίχο. Θέλει οικονομία λόγου».
Στις συναυλίες σας , αλλά και στις εκθέσεις ζωγραφικής , ο καλλιτέχνης συναντιέται με το κοινό. Ποια είναι τα συναισθήματα, οι σκέψεις που σας απασχολούν , τη νύχτα, πριν χαράξει η επόμενη μέρα, μετά από μια τέτοια συνάντηση;
«Πνίγομαι από τη συγκίνηση όταν μέσα στο πλήθος δω κάποιον που βουρκώνει και συγκινείται όπως εγώ . Η έκθεση , ενός ανθρώπου που παράγει Τέχνη πάνω στη σκηνή είναι ένας ανοικτός διάλογος συναισθημάτων. Αν είσαι αληθινός, κι όχι ψευδεπίγραφος, όπως θέλω να πιστεύω ότι είμαι, το συναίσθημα, η εμπειρία σου περνάει και διαποτίζει το κοινό. Το κοινό που σέβεται και ανταποκρίνεται συναισθηματικά , σου βάζει ψηλά τον πήχη. Οι συναυλίες μου έχουν ένα στόχο. Πρέπει να δουλευτεί κάθε λεπτομέρεια. Από τη στάση της καρέκλας, την επιλογή του στίχου, την πρόζα πάνω στη σκηνή. Νιώθω την ευθύνη! Οι συναυλίες μου έχουν ένα πόνο. Όλα περνάνε μέσα από το βλέμμα μου και η επόμενη συναυλία πρέπει να είναι στο ύψος της απαίτησης του θεατή, που συμμετέχει».
Tο επόμενο καλλιτεχνικό πόνημα.
«Στις 10 Σεπτέμβρη , θα πάμε στη Μυτιλήνη για δυο συναυλίες. Το θέμα είναι η αρχαία ποιήτρια Σαπφώ».
«Έγραψα ένα μονόλογο της Αφροδίτης. Η Θεά κατεβαίνει στο ανθρώπινο επίπεδο, καθώς ενώ έχει αδειάσει όλη τη φαρέτρα της επάνω στους θνητούς , τώρα , μετά το θάνατο του αγαπημένου της , του Άδωνι, τριγυρίζει βουτηγμένη στην απελπισία και αποζητά ανακούφιση. Μας δίνει την ωραία αίσθηση η Αφροδίτη ρωτώντας τη Σαπφώ τι της συμβαίνει… Και καταγράφει τα ποιητικά λόγια της Σαπφούς. Έρωτας που δε σε σκλαβώνει δεν είναι έρωτας. Και αγάπη που δε σε ελευθερώνει , δεν είναι αγάπη. . Για τον έρωτα σκοτώνω, για την αγάπη σκοτώνομαι! Και σιγά σιγά με την τέχνη της Σαπφούς , η ψυχή της Θεάς μαλακώνει , γλυκαίνει η ψυχή της με το θάνατο ».
Ο Άγιος Υάκινθος , μετά από δική σας πρόταση , έγινε αποδεκτός από την Ορθοδοξία. Για τις τραγωδίες που βιώνουμε καθημερινά στο περιβάλλον , σε ποιον θεό να απευθυνθούμε;
«Θα σου απαντήσω με μια μικρή ιστορία. Γίνεται μια μεγάλη πυρκαγιά και όλα τα ζώα και τα πουλιά μαζεύονται γύρω από τη λίμνη. Ένα μικρό πουλάκι , το τσιλιμπρί , βουτάει και παίρνει με το ράμφος του σταγόνα , σταγόνα να σβήσει τη φωτιά. Πετάει και τη ρίχνει. Ο ελέφαντας , το ειρωνεύεται. Τι κάνεις ; Θαρρείς θα σβήσεις τη φωτιά με αυτόν τον τρόπο;. Αυτό είναι ευθύνη για τον καθένα μας. Ο καθένας μας έχει μερίδιο. Εύκολα κατηγορούμε τους άλλους Οι πολιτικοί στην προσπάθειά τους να πείσουν , έχουνε χάσει το έρεισμα.» .
Ο Λουδοβίκος παραστατικά πιάνει το πλαστικό κύπελο στα χέρια του και μας λέει. «Αν κάποιος ρίξει πέντε χιλιάδες τέτοια κάτω , χάσαμε τη μέρα . Αν όλοι πάρουμε ένα από κάτω κερδίζουμε το μέλλον μας».
Εδώ η συνέντευξη ολοκληρώνεται, αλλά το έργο του δημιουργικού Γιώργη Δραμουντάνη δε σταματά να αναζητά και ποτέ δεν επαναπαύεται ..
Συνδέοντας τον ποιητή Λουδοβίκο με τον Ελύτη θα κλείσω με τη ρήση για την ανάγκη του ποιητή.
Ο ποιητής είναι γεγονός πως ζει στη φύση. Για τον ποιητή η φύση είναι μια ανάγκη. «Τέτοιας όμως σπουδαιότητας που και αν δεν υπήρχε , θα έπρεπε να την επινοήσουμε». Ας ακολουθήσουμε τη συμβουλή του Λουδοβίκου , για να εξακολουθεί να υπάρχει , καθώς δίχως της , άνθρωπος δε νοείται.
Συραγώ Χορταριά