Γράφει η Ρίκη Ματαλλιωτάκη
Το πατρικό μου είναι στο Μασταμπά… κάπου εκεί γύρω στη Ρομαντική γωνιά, σε πολύ κοντινή απόσταση δηλαδή από τον προμαχώνα του Μαρτινέγκο και το γεωπονικό κήπο.
Και τι σημαίνει αυτό; Μα τι άλλο παρά το ότι ο κοντινότερος δρόμος για να κατέβουμε στο κέντρο του Ηρακλείου ήταν δια μέσου του Λάκου, και γι' αυτό οι αναμνήσεις μου από την εκεί περιοχή είναι πολύ έντονες.
Όταν μάλιστα άρχισαν να κατεδαφίζουν ότι αποτελούσε αναμφίβολα ένα ιστορικό κομμάτι της πόλης, για τη δημιουργία του πολιτιστικού κέντρου, φρόντισα ευτυχώς να διατηρήσω έστω και σε φωτογραφίες ότι προλάβαινε ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ κι ΕΔΩ
Κάπου λοιπόν ανάμεσα στα χαλάσματα που θα δείτε στις φωτογραφίες που σας παραπέμπω υπήρχε κι ένα σπίτι που αιμοραγούσε από το πένθος.
Κι όταν λέω σπίτι μη φανταστείτε και σπίτι, ένα σπιτάκι μιας κάμαρας ήταν όλο κι όλο που το πρόσεχες όμως ήθελες δεν ήθελες, είτε μικρός ήσουν είτε μεγάλος, αφού ήταν βαμμένο κατάμαυρο.
Από τους εξωτερικούς τοίχους μέχρι το ένα και μοναδικό παράθυρο του και τη μια του πόρτα, μέχρι κατάχαμα η αυλή τα πάντα ήταν βαμμένα μαύρα.
Και οι ένοικοι του, τους θυμάμαι αυτή τη στιγμή σαν να τους βλέπω αντίκρυ μου, ένας πανύψηλος αρχοντάθρωπος και μια επίσης ψηλή κυρία που στα μάτια μου τότε φάνταζαν γέροι αλλά σήμερα που έφτασα στην ηλικία τους λέω "γέροι; α πα, πα" καθώς πλέον είμαι σίγουρη πως δεν περνούσαν τα πενήντα, άντε πενήντα πέντε, κι αυτοί ντυμένοι στα κατάμαυρα. Χειμώνα καλοκαίρι με μαύρα σκληρά μακρυμάνικα πουκάμισα εκείνος, και μια γενιάδα που έφτανε σχεδόν στο στήθος του, και με μαύρο τσεμπέρι στο κεφάλι αυτή κι επίσης μαύρα χοντρά μακρυμάνικα φουστάνια με χουλαχού κάλτσες στα πόδια… ένα πράμα σαν να ήθελαν να τιμωρήσουν τον εαυτό τους δηλαδή.
Εγώ πρέπει εκείνη την εποχή να ήμουν γύρω στα δέκα, και κάθε φορά που η επίσης μαυροφορεμένη μάνα μου, για το χαμό του πατέρα, κρατώντας μας απ' το χέρι μας περνούσε από εκεί για να μας εκκλησιάσει στον Άγιο Ματθαίο αναστέναζε τόσο πολύ σε κείνο ακριβώς το σημείο, που δεν άντεξα μια μέρα και τη ρώτησα" μα γιατί αυτό το σπίτι το έχουν ντύσει στα μαύρα μαμά;"
"Γιατί είναι και οι καρδιές των ανθρώπων που μένουν μέσα τους μαύρες… αυτό το σπίτι αιμοραγεί από πένθος" μου απάντησε και χωρίς άλλα λόγια τάχυνε το βήμα της για να περάσουμε πιο γρήγορα από το συγκεκριμένο σημείο.
Πίστευε μάλλον πως αρκετό μαύρο είχαμε στη δική μας ζωή για να μας φορτώνει και με τα μαύρα των άλλων κι έτσι δεν μου έδωσε περισσότερες πληροφορίες.
Περνούσε ο καιρός όμως κι εγώ μεγάλωνα, κι άρχιζα να ψάχνω από μόνη μου τα μυστήρια του κόσμου, ή τέλος πάντων όλα όσα ως τότε φάνταζαν σαν μυστήρια στα μάτια μου,
Και το σπίτι που αιμορραγούσε από πένθος στο Λάκκο είχε καταντήσει για μένα πλέον μυστήριο που ήθελα να το λύσω.
Και μια και το δημοσιογραφικό μικρόβιο ήταν μάλλον εγκαθιδρυμένο μέσα μου με την γέννηση μου δεν άργησα να μάθω.
Στο σπίτι αυτό έμενε κάποτε ένα παιδί που ο σταφιδεργάτης μπαμπάς του και η καθαρίστρια μαμά του είχαν φτύσει αίμα για να το σπουδάσουν. Μόνο που το παιδί αυτό δεν πρόλαβε να πατήσει τα τριάντα.
Λίγο πριν πάρει το δίπλωμα του γιατρού, έσβησε σαν πουλάκι, έτσι ακριβώς μου είπαν, από λευχαιμία….
Απο δω κι εμπρός κάθε λέξη περιττεύει, όπως περιττεύει να πω ότι το σπίτι παρέμεινε ντυμένο στα μαύρα μέχρι που ανέπνεαν και οι δυο γονείς…
Ειναι βλέπεις κάποιες φορές που ο μεγαλύτερος τραγωδός δεν είναι παρά μονάχα η ίδια η ζωή…