Του Μύρωνα Ξυλούρη
Ο Μακεδονικός Αγώνας (1904-1908) ήταν ένας ιδιόρρυθμος πόλεμος στον οποίο οδηγήθηκαν οι Ελληνες εξαιτίας της ένοπλης δραστηριότητας των Βουλγάρων Κομητατζήδων σε περιοχές που ο ελληνισμός είχε δικαιώματα από αρχαιοτάτων χρόνων.
Στον ανορθόδοξο αυτό πόλεμο συμμετείχαν ένοπλα σώματα, κυρίως εθελοντών, από όλη την τότε ελεύθερη Ελλάδα αλλά και την ημιαυτόνομη Κρήτη.
Οι Κρητικοί ανταποκρίθηκαν πρώτοι στο κάλεσμα στον επικό αυτό αγώνα με δύναμη 3000 περίπου ανδρών, αρκετοί εκ των οποίων, μετά την επίσημη λήξη του Μακεδονικού Αγώνα το 1908, παρέμειναν στην σκλαβωμένη Μακεδονία, Θράκη και Ήπειρο, δρώντας με την μορφή ανταρτοπολέμου εναντίων Βουλγάρων, Τούρκων και Τουρκαλβανών, εως ότου απελευθερώθηκαν τα μεγαλύτερα τμήματα τους από τον Ελληνικό στρατό.
Οι Κρουσανιώτες δεν μπορούσαν να μείνουν αμέτοχοι σ’ αυτόν το μεγάλο αγώνα για την ελευθερία των αλύτρωτων περιοχών της Ελλάδας και αυτό αποδεικνύεται από την συμμετοχή 17 Κρουσανιωτών στο Μακεδονικό Μέτωπο που εισχώρησαν, εθελοντικά στις αντάρτικες ομάδες που είχαν δημιουργηθεί από τους αρχηγούς Γεώργιο Κατεχάκη ή Ρούβα, Γεώργιο Τσόντο ή Βαρδα, καθώς εντάχθηκαν στα μικρότερα σώματα των οπλαρχηγών Εμμ. Κατσίγαρη, Παύλο Γύπαρη, Δοξογιάννη, Καραβίτη, Πρώιμο, Μιχαήλ Τσόντο κ.α.
Οι πρώτοι Κρουσανιώτες που αναχώρησαν από την Κρήτη ήταν οι εξής: Μιχελιδάκης Γεώργιος, Λιανδράκης Δημήτριος ή Λιαντρής, ενώ αρχές του 1907 αναχώρησαν ο Μελάκης Γεώργιος και οι αδελφοί Δράκος και Μιχαήλ Ξυλούρης. Φτάνοντας στο μέτωπο, έδωσαν αγώνα με τις Βουλγαρικές ληστοσυμμορίες των Κομιτατζήδων καθώς και με τον Τουρκικό στρατό, με σκοπό να εμψυχώσουν και να αναπτερώσουν το φρόνημα των Ελλήνων Μακεδόνων κατοίκων. Οι πιο σημαντικές μάχες στις οποίες έλαβαν μέρος ήταν στις περιοχές Μοναστηρίου, Περιστερίου και Κορεστίων.
Τα ελληνικά σώματα μετακινούνταν διαρκώς, εκκαθαρίζοντας τις περιοχές που περνούσαν από τους κακοποιούς.
Ο Λιανδράκης Δημήτριος φονεύτηκε σε μια σύγκρουση που έλαβε χώρα στις 7 Ιουνίου 1907 στο Περιστέρι του όρους Βαρνούς. Ο Μελάκης μαζί με τους αδερφούς Ξυλούρη βρίσκονταν μαζί με άλλες ένοπλες ομάδες στα ανατολικά Κορέστια και έδωσαν σκληρές μάχες με ντόπιους Κομιτατζήδες καθώς και με Τουρκικά αποσπάσματα που περιπολούσαν στην περιοχή.
Σε μια μάχη εναντίον Τουρκικού αποσπάσματος, στα μέσα Ιουνίου, ο Ξυλούρης Μιχαήλ τραυματίστηκε στην πλάτη. Αφού έλαβε τις πρώτες βοήθειες και του αφαιρέθηκε το βλήμα που είχε καρφωθεί και σταματήσει στα πνευμόνια του, οδηγήθηκε με τον αδερφό του Δράκο, από ένα βοσκό Σαρακατσάνο, σε μια σπηλιά για ανάρρωση ενώ τα Ελληνικά σώματα εξαιτίας της έντονης δραστηριότητας των Τουρκών αναχώρησαν από την περιοχή.
Τον επόμενο μήνα, οι Ξυλούρηδες, και μετά από πολλές περιπέτειες, έφθασαν στην ελεύθερη Ελλάδα και κατόπιν επέστρεψαν μαζί στην Κρήτη (χαρακτηριστικός είναι ο τρόπος αποθεραπείας που έκανε στον Κρουσώνα: αγκάλιαζε ένα μεγάλο πυθάρι και πιέζοντάς το πάνω στο στήθος του, ασκούσε πίεση στον πνεύμονα και εξωθούσε από το σημείο εισόδου του βλήματος τα ακάθαρτα υγρά.
Μετα από λίγα χρόνια τελικά πέθανε από πνευμονία εξαιτίας της χρόνιας υπολειτουργίας των πνευμόνων του). Ο Δράκος Ξυλούρης επέστρεψε ξανά στη Μακεδονία κατά την έναρξη του Ά Βαλκανικού πολέμου το 1912.
Ο αγώνας για τις σκλαβωμένες περιοχές δεν σταμάτησε και άλλοι 12 Κρουσανιώτες μετέβηκαν στην Μακεδονία ώστε να μετέχουν στον ακήρυχτο αυτό πόλεμο. Μεταξύ τους συγκαταλέγονταν οι: Γιανναδάκης Νικόλαος, Τσουλιάς Στυλιανός ή Τζουλιάς, Γωνιανάκης Αντώνης ή Τουρκαντώνης κ.α. Η παραμονή εκεί των περισσοτέρων διήρκεσε μέχρι την έναρξη του Ά Παγκοσμίου πολέμου στην Ελλάδα, μετέχοντας έτσι εκτός από τον ανταρτοπόλεμο της Μακεδονίας και στους Βαλκανικούς πολέμους.
Ένα από τα διαλεχτά παληκάρια του Κρουσώνα που ξεκίνησε το ταξίδι του για την Μακεδονία ήταν και ο Αντώνης Γωνιανάκης ή Τουρκαντώνης (γεν.1885). Η περιοχή που αρχικά δραστηριοποιήθηκε ήταν γύρω από την πόλη της Θεσσαλονίκης και της Χαλκιδικής. Η μικρή ομάδα στην οποία είχε εισχωρήσει ο αντάρτης Τουρκαντώνης κατάφερε ισχυρά πλήγματα στους Τούρκους δυνάστες και τους Βούλγαρους Κομιτατζήδες με αποτέλεσμα να επικηρυχθούν και να αναγκαστούν να μετακινηθούν προς την ανατολική Μακεδονία και την Θράκη φτάνοντας μέχρι το χωριό Ορτάκιοϊ (Αρτάκη). Ο Τουρκαντώνης στο χωριό Ορτάκιοϊ έσφαξε με την σπάθα του έναν Τούρκο Αγά που καταπίεζε τους Έλληνες και τους ανάγκαζε να του παραδίδουν μια νέα παρθένα κοπέλα ανά τακτά χρονικά διαστήματα, για να ικανοποιεί τις ορέξεις του.
Λέγεται ότι ήταν τόσο θολωμένος και συγχυσμένος από τις πράξεις του Τούρκου που όταν τον συνάντησε στον αύλειο χώρο του καφενείου που σύχναζε, με μια σπαθιά του έκοψε το κεφάλι και το εκσφενδόνησε με μια κλωτσιά πάνω από 50 μέτρα. Με αφορμή το γεγονός αυτό του δόθηκε και το ψευδώνυμο Τουρκοφάγος ή Τουρκαντώνης από την υπόλοιπη ομάδα, εξαιτίας της λυσσαλέας μανίας που είχε όταν κατέσφαξε τον Τούρκο τύραννο. Από τα μέλη της ομάδας του Τουρκαντώνη φονεύθηκαν και άλλοι δύο Τούρκοι που συνόδευαν και προστάτευαν τον Αγά.
Την άνοιξη του 1912 ο Τουρκαντώνης βρέθηκε με την ολιγομελή ομάδα του, άλλους τρεις, στην ευρύτερη περιοχή της λίμνης Βόλβης και καθώς προσπαθούσαν να μετακινηθούν προς την ελεύθερη Θεσσαλία, συγκρούστηκαν με ένα απόσπασμα Τούρκων στρατιωτών. Η συμπλοκή υπήρξε ιδιαίτερα σφοδρή και το τουρκικό απόσπασμα, που υπερτερούσε σε αριθμό, τους εγκλώβισε σ’ ένα απροσπέλαστο θαμνώδες ύψωμα με αποτέλεσμα τον τραυματισμό τριών εκ των τεσσάρων Ελλήνων με τον Τουρκαντώνη να παραμένει αλώβητος. Οι Τούρκοι μην μπορώντας να πλησιάσουν από τους συνεχείς πυροβολισμούς, έβαλαν φωτιά καίγοντας τους τρείς τραυματίες που δεν μπορούσαν να μετακινηθούν. Ο Τουρκαντώνης, χάρη στην ευκινησία του και στην πολεμική πείρα που είχε αποκτήσει τα προηγούμενα χρόνια που συνεχώς καταδιώκονταν, κατάφερε να ξεφύγει από το ύψωμα που βρισκόταν και πέφτοντας σε μια ρεματιά με βάτα και καλάμια γλίτωσε τον θάνατο. Χάνοντας τους συντρόφους του και καταδιωκόμενος από τους Τούρκους πέρασε τα Ελληνοτουρκικά σύνορα στις αρχές Μαίου 1912 και μπήκε στον κάμπο της Θεσσαλίας.
Στη Θεσσαλία τους επόμενους μήνες εντάχθηκε σ’ ένα εθελοντικό σώμα Κρητών (Πρόσκοποι) του οπλαρχηγού Παπαδάκη Κώστα ή Παπαδόκωστα που βρισκόταν υπό την αρχηγία του Γεωργίου Τσόντο ή Βάρδα και στο ξέσπασμα του Ά Βαλκανικού πολέμου (Οκτώβρης 1912) βρέθηκε στην Ήπειρο, στην περιοχή της Άρτας, να πολεμά στο δυτικό πλευρό του Στρατού της Ηπείρου, με σκοπό την απελευθέρωση ολόκληρης της Ηπείρου, η οποία και πραγματοποιήθηκε. Την περίοδο της Αυτονομίας της Ηπείρου, τον Φεβρουάριο 1914, ο Τουρκαντώνης με τους υπόλοιπους εθελοντές έδωσε το παρόν σε μάχες με πολυάριθμα άτακτα Αλβανικά σώματα που τρομοκρατούσαν, λεηλατούσαν και βίαζαν στα απελευθερωμένα Ελληνικά χωριά. Στις 24 Απριλίου 1914 και ώρα ενάρξεως 04:00 αποφασίστηκε από τον διοικητή των Αυτονομιακών δυνάμεων Κορυτσάς, Τσόντο Βάρδα, η κατάληψη του χωριού Νικολίτσα, που βρισκόταν υπό την κατοχή του Αλβανικού στρατού. Στις Αυτονομιακές δυνάμεις μετείχε και το εθελοντικό σώμα που υπαγόταν και ο Τουρκαντώνης. Η επίθεση όμως των Αυτονομιακών απέτυχε παρόλη την γενναιότητα και το απαράμιλλο θάρρος που επέδειξαν κατά την μάχη, μετρώντας 11 νεκρούς και 27 τραυματίες.
Μετά την μάχη της Νικολίτσας, το ένοπλο σώμα του Βάρδα παρέμεινε στην περιοχή Φούσια έως ότου ενισχύθηκε από τα οργανωμένα σώματα των: Παύλο Γύπαρη και των Λοχαγών Γ. Κονδύλη, Ε. Γραββάνη και Β. Παπακώστα. Εκεί σχεδιάστηκε η ανακατάληψη της Κορυτσάς καθώς και η διάσπαση της αμυντικής γραμμής των Αλβανών στην περιοχή Καζάνι – Πόρτα Οσμάν. Η επίθεση ορίστηκε την χαραυγή στις 23 Ιουνίου. Τα αυτονομιακά τμήματα αφού πλησίασαν τους Αλβανούς με μια ορμητική έφοδο τους έτρεψαν σε φυγή. Γύρω στις 9:00 το πρωί κατέλαβαν το χωριό Νικολίτσα και ενώ όδευαν προς την Κορυτσά συνάντησαν ισχυρή αντισταση από τους Αλβανούς στην περιοχή Σβένζντα (Σελασφόρος). Εκεί το ένοπλο σώμα του Παπαδόκωστα ενώ είχε ακροβολιστεί και επιτίθονταν στον εχθρό, μια ομάδα από δύο Αλβανούς προσπάθησαν να τους πλευρίσουν και να τους εξοντώσουν. Ο ριψοκίνδυνος και παράτολμος τότε Τουρκαντώνης αντιλαμβανόμενος τον κίνδυνο που διέτρεχε αυτός και η υπόλοιπη ομάδα, σηκώθηκε από τα βράχια που είχε κρυφτεί και έκανε κατά μέτωπο επίθεση στους Αλβανούς, εξοντώνοντας τον ένα, όμως δεν πρόλαβε να φονεύσει τον άλλο, καθώς ο Αλβανός πυροβόλησε και τραυμάτισε τον γενναίο Τουρκαντώνη. Η τύχη ήταν όμως με το μέρος του Τουρκαντώνη καθώς είχε πλησιάσει τόσο κοντά τους Αλβανούς στο σημείο που είχαν οχυρωθεί, ώστε κατά την διάρκεια του τραυματισμού του και όπως έπεφτε στο έδαφος τραυματισμένος, πρόλαβε να τραβήξει το μαχαίρι του και να το καρφώσει στο στήθος του Αλβανού σκοτώνοντάς τον. Έπειτα από ώρα σκληρής μάχης οι Αλβανοί ανατράπηκαν και οι Αυτονομιακές δυνάμεις συνέχισαν την προέλαση τους προς την Κορυτσά την οποία και απελευθέρωσαν. Οι απώλειες των Αυτονομιακών στην μάχη της Σβέζντα ήταν 3 νεκροί και 15 τραυματίες. Ο Τουρκαντώνης μετά από ολιγοήμερη ανάρρωση, χωρίς να χάσει το θάρρος του από τον τραυματισμό του επέστρεψε στο πεδίο των μαχών, λαμβάνοντας μέρος στην νικηφόρα μάχη που διεξήχθει στην γέφυρα του ποταμού Μαλίκ με τους Τουρκαλβανούς στις 19 Σεπτεμβρίου 1914.
Στον Τουρκαντώνη απονεμήθηκε ο βαθμός του Οπλαρχηγού για το θάρρος και την γενναιότητα που επέδειξε στις μάχες της Ηπείρου. Μετά την λήξη των μαχών στον Βορειοηπειρωτικό Αγώνα μετέβηκε στη Γαλλία για μετεκπαίδευση από τα Γαλλικά στρατεύματα και επέστρεψε εκ νέου λαμβάνοντας μέρος στην Μικρασιατική εκστρατεία.
Ο Κρουσώνας από την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα μέχρι το τέλος της Μικρασιατικής Εκστρατείας παρέδωσε 38 ψυχές στο Πάνθεον των Ηρώων, ενώ αρκετοί ήταν και αυτοί που υπέκυψαν τα επόμενα χρόνια λόγω των τραυμάτων τους.