Η συνέντευξη δόθηκε από τον Μπότη Θαλασσινό στη Συραγώ Χορταριά άνοιξη του 2014. Μετά από μια γνωριμία στο Φόδελε, ο ζωγράφος κάλεσε την κα Χορταριά στην οικία του στην Θέρισσο, όπου λειτουργούσε και ως ατελιέ, Μέσα στην ήρεμη ατμόσφαιρα του χώρου του , ξεκινώντας πρώτα από την αγάπη του για τα θαλασσινά τοπία , και τις προσωπογραφίες των διασημοτήτων φίλων του, γρήγορα η συζήτηση πέρασε σε έναν πίνακα που δέσποζε στο καβαλέτο με θέμα την απαγωγή στου στρατηγού Κράιπε. Ο Μπότης Θαλασσινός πήρε με την παλέτα του και το χρωστήρα το μονοπάτι των αγγέλων . Μένει σε εμάς η σπουδαία κληρονομιά του, τα τετρακόσια έργα του, πού δώρισε στην Πινακοθήκη στην Τύλισο, η οποία, όπως του είχαν τάξει , φέρει το όνομα Μπότης Θαλασασινός.
Υπάρχουν κοσμικά πλάσματα , που στην ιστορική πορεία μυθοποιούνται γιατί ζουν ανυπότακτοι , ακόμα κι όταν βαριές αμπάρες φυλακίζουν την «Πανώρια κόρη», στη σπηλιά και το σκοτάδι. Τέτοια πλάσματα είναι οι ήρωες , οι αγωνιστές, αλλά κυρίως οι καλλιτέχνες. Όλοι αυτοί που στρέφουν τα όπλα τους στον κατακτητή που ζητά κυριαρχία στης ζωής και του θανάτου τους το διάβα. Τότε με το δικό τους καίριο πλήγμα επέρχεται και πάλι η ανάταση και η ανάσταση της ψυχής.
Ένας τέτοιος καλλιτέχνης , ο Μπότης Θαλασσινός , με ψυχή ήρωα, κραδαίνοντας στο ‘να του χέρι το τουφέκι και στο άλλο τα πινέλα του , ανδρώνεται σε ένα σκηνικό βίας ζώντας τη «Μάχη της Κρήτης» ενάντια στο έρεβος. Σε μια από τις τελευταίες συνεντεύξεις του,καθώς απεβίωσε το 2017 στη Συραγώ Χορταριά το 2014 , μέσα στο ατελιέ του στο Ηράκλειο στέκεται με την απόλυτη ελευθερία και δύναμη του καλλιτέχνη , του «Κουρσάρου», όπως τον αποκαλούν για την αγάπη του στα θαλασσινά τοπία, κι εξιστορεί.
«Ήμουν κοντά στα δέκα, παραμονές της Μάχης της Κρήτης. Είχαμε πληροφορίες ότι θα γίνει μεγάλη επιχείρηση κατάληψης της Νήσου από τους Γερμανούς». Κι αλήθεια οι Γερμανοί γύρισαν να εξασφαλίσουν τα νοτιοανατολικά εδάφη ενόψει της επιχείρησης «Μπαρμπαρόσσα».
«Η μάνα μάζευε τα πράγματα…Τριάντα χρόνια έραβε και έπλεκε προικιά, δαντέλες και πλεκτά. Ήταν μαστόρισσα η μάνα! Η καλύτερη σχεδιάστρια , μοδίστρα στο Ηράκλειο! Η τέχνη της ήταν ολάκερη περιουσία . Έργο ζωής! Πώς χώρεσε τούτη η ζήση σε δέκα σακιά και απ΄ αυτά ξεδιάλεξε τα δυο γιατί έπρεπε να μετακινηθούμε γρήγορα , να βρούμε καταφυγή στο σπίτι του παππού Βερερουδάκη, στην Τύλισο. Το Ηράκλειο ερήμωνε, μόνον ο παππούς και η γιαγιά πηγαινοέρχονταν στο φυτεμένο αμπέλι στο Γιόφυρο, κοντά στον Αλμυρό.
Στις είκοσι Μαΐου , τέσσερις το απόγευμα , ένα κύμα αλεξιπτωτιστών έπεσε στο Ρέθυμνο και μια ώρα αργότερα η παρουσία τους στοίχειωνε το Ηράκλειο . Γάζωναν αλύπητα οι ναζί, ότι κινούταν , ότι ζωντανό σπαρτάραγε κι εμείς οι Έλληνες συνηθισμένοι να δεχόμαστε την ευλογία από τον ουρανό , τώρα αποδεκατιζόμασταν από τους αγγέλους του θανάτου. Σε τέσσερα μέτωπα οι Έλληνες κράταγαν μετερίζι . Χανιά, Μάλεμε, Ρέθυμνο και Ηράκλειο.»
Στέκεται ο ζωγράφος συγκινημένος μπροστά στα έργα του και με απλωμένα χέρια αγκαλιάζει τον Έλληνα, τον κρητικό ασπίδα προστασίας η αποτύπωση του λαϊκού αγώνα στη λήθη που επιτάσσει ο χρόνος. Οι αντιθέσεις που αποτυπώνονται στους καμβάδες αποκαλύπτουν τα έντονα συναισθήματα που διαπερνούν το «είναι» του καλλιτέχνη . Εδώ η ειρήνη. Εκεί το έγκλημα!
Στις 26 Μαΐου δυο μέρες πριν από την κατάληψη της Νήσου ο ζωγράφος εξιστορεί:
«Στο Γιόφυρο έπεφταν αλεξιπτωτιστές, οι δικοί μου κοιτούσαν τον ουρανό. Ακάλυπτος ο παππούς δέχτηκε τη σφαίρα στον άγκωνα. Φώναξε Καλλιόπη και γύρισε να προστατέψει την Κερά μα εκείνη δέχτηκε το βόλι που τον τραυμάτισε στην καρδιά. Νεκρή, ασάλευτη πότιζε με τη ζεστή της τη ζωή που κύλαγε το αμπέλι. Τύλιξε ο παππούς με μια κάπα τη γιαγιά και την απόθεσε στον πάγκο της παράγκας. Ήτανε σούρουπο. Σούρουπο συνήθως έπεφταν οι εχθροί. Σύρθηκε ο παππούς αγκομαχώντας μέσα από τα χαλάσματα ως το Πανάνειο ώρες μετά κι ομολόγησε στο συγχωριανό του τον Κουράκη , που βρισκόταν κι αυτός τραυματισμένος εκεί πως οι Γερμανοί σκοτώσανε την Καλλιόπη». «Να πεις στη Μαρία , ότι σκοτώσανε οι Γερμανοί τη μάνα της και είναι στην παράγκα». Έξι μέρες μετά ο Κουράκης εκόμισε το θλιβερό μαντάτο στη μάνα μου τη Μαρία . Ο παππούς κατέληξε στο Πανάνειο . Δεν τον ματαείδαμε. Η αγέρωχη κυρά συγκλονίστηκε».
«Με πήρε από το χέρι , και κατρακυλώντας, τρέχοντας , περάσαμε στην Τύλισο , Καβροχώρι σε δυόμιση ώρες φτάσαμε στο αμπέλι . Η μάνα μου θρηνούσε με λυγμούς, τα χέρια της χαράκωναν το πρόσωπο κι εκεί στον πάγκο …Η γιαγιά! Η αποσύνθεση είχε αρχίοει κι η μάνα ανήμπορη να θρηνεί εκείνη τη χαμένη μητρική αγκαλιά. Έσκαψα ένα λάκκο. Απιθώσαμε τη γιαγιά. Μια περιμετρική σειρά από πέτρες και ένας ξύλινος σταυρός στήθηκαν βιαστικό μνημείο . Να έχει ένα τάφο η γιαγιά».
Στο έργο που απεικονίζει εκείνην την ταφή , ο ζωγράφος στέκεται με περισυλλογή. Η αντάρα της ψυχής του δεκάχρονου Μπότη ξεχειλίζει.
« Ζητούσα εκδίκηση», ομολογεί, « Τραβήξαμε με τη μάνα για το σπίτι . Περπατούσαμε στο ερειπωμένο Ηράκλειο. Το σπίτι μας ήταν εκεί στην Περβόλα , κοντά στο Πανάνειο»
Η συνέντευξη του Μπότη Θαλασσινού θα συνεχιστεί αύριο και μεθαύριο λόγω του όγκου υλικού .
Συραγώ Χορταριά