Στο τελευταίο μέρος της συνέντευξης του Μπότη Θαλασσινού , ο δεκάχρονος τότε ζωγράφος , φέρνει στο μυαλό του τις αλυσιδωτές εκρήξεις που παρακολουθούσε από το αεροδρόμιο Ηρακλείου , καθώς ο «Παπανικολής» το ελληνικό αντιτορπιλικό είχε τορπιλίσει ένα μεταγωγικό κι ένα πολεμικό πλοίο των Γερμανών.
«Ένας άγριος ενθουσιασμός με κατέκλυσε! Ξέσπασα σε αλαλαγμούς χαράς και εισέπραξα, άγριο ξύλο από τους Γερμανούς φύλακες.» Τόσο έντονα χαράκτηκε στη μνήμη του καλλιτέχνη η σκηνή που χρόνια μετά την αποθανάτισε στον καμβά.
Ο μικρός Μπότης εκδικείται , γιατί αυτή η επιτυχία θα μείνει για πάντα ζωντανή να θυμίζει σε κάθε επίδοξο εισβολέα , ως όση δύναμη κι αν διαθέτει , τούτος ο τόπος συνθλίβει τα φθαρτά του μέσα. «Η Ζωγραφική μου προσέφερε μια λύτρωση. Σκοτώσανε τη γιαγιά , τον παππού μου και τον αδερφό της μάνας μου και η τέχνη έγινε καταγγελία.»
Σε πάμπολλες εκθέσεις Ελλάδα και εξωτερικό με θέμα τη Μάχη της Κρήτης και τη γερμανική κατοχή , η τελευταία ήταν στη Γερμανία λίγο πριν το θάνατό του , ο Μπότης γίνεται πρεσβευτής του κρητικού αγώνα , ώστε να μη λησμονηθεί . Γίνεται πρεσβευτής του αγώνα ενάντια στο θηρίο του ναζισμού που αιματοκύλισε ολόκληρη την Ευρώπη . Είναι «ο κουρσάρος της παλέτας» που άδραξε το πινέλο του διατρανώνοντας σε ολόκληρο τον κόσμο πως ο Έλληνας κουβαλεί τη φλόγα της λευτεριάς στην ψυχή του και πως το αίμα που κυλάει για ιερό σκοπό , θρέφει την κρητική γη και ανασταίνει τις γενιές της.
Οι καπεταναίοι του και δίπλα σε αυτούς αγνές μορφές της κρητικής υπαίθρου όπως «ο Σφακιανός Βοσκός», «ο Αορήτης » και «ο Σεβάσμιος Παπαπλεύρης» οραματίζονται τη Λευτεριά. Στέκουνε βράχοι στους αιώνες αποθαυμάζοντας το έργο του Θεού και κρύβουνε στη θωριά το πείσμα του Έλληνα , του Κρητικού, που όρκο δίνει στρέφοντας το βλέμμα του στον Ψηλορείτη , στα λημέρια του Πετρακογιώργη κανείς εισβολέας τη γη αυτή να μη μολύνει.΄ Δυστυχώς η συλλογή με τα έργα της Μάχης της Κρήτης αναζειτείται και καθώςς τα έργα αυτά δε δόθηκαν στη Δημοτική Πινακοθήκη για λόγους που ο ζωγράφος γνώριζε, θα πρέπει να συγκεντρωθούν από μέλη της ευρύτερης οικογένειάς του και να εκτεθούν για να τα γνωρίσουμε.
Πολλοί οι πίνακες με θαλασσινά τοπία του Μπότη,
«Έστεκα στην πλώρη και με χτυπούσαν τα κύματα. Στα ταξίδια μου προς Βραζιλία προτιμούσα καράβι. Τους έλεγα αφείστε με εδώ και δενόμουν για να μη με παρασύρουν στη θάλασσα τα κύματα. Ήθελα να βλέπω τους χρωματισμούς της θάλασσας , όλες τις ώρες,γιατί τα χρώματα ήταν διαφορετικά μέρα με σούρουπο και με μάγευε όταν είχε τρικυμία»,.
Σήμερα ο πλούτος των έργων του Μπότη Θαλασσινού βρίσκεται στην Πινακοθήκη Μαλεβιζίου που η μια της αίθουσα με μόνιμη έκθεση του ζωγράφου φέρει το όνομά του «Μπότης Θαλασσινός». Καθώς πολλά από τα έργα του δεν έχουν ακόμη εκτεθεί, περιμένουμε να τα δούμε. Αποτελούν ένα θησαυρό που δεν έχει δοθεί ακόμα στο ελληνικό κοινό, ενώ στο εξωτερικό σε πάνω από 135 εκθέσεις , κυρίως στην Αμερική, την Ισπανία και αλλού , ο Μπότης ανήκει στο Πάνθεον των μεγάλων ζωγράφων. Επίσης οι εργασίες καταγραφής των πινάκων του φαίνεται ότι δεν έχουν ακόμη ολοκληρωθεί ,αν και έχουν μεσολαβήσει εννέα χρόνια από τη δωρεά του στο Δήμο Μαλεβιζίου.
(Ρίκα Διαλυνά μπροστά στον πίνακά της)
φωτοκυλινδρισμός
Το πλέον θλιβερό όμως είναι το Ατελιέ που ήταν και οικία του στο Ηράκλειο στην οδό Θενών. Επιθυμία του ζωγράφου όπως και των μαθητών του ήταν να γίνει Σχολή Καλών Τεχνών με δημόσιο χαρακτήρα. Καθώς δεν είχε τέκνα , αυτή τη στιγμή το σπίτι- Ατελιέ έχει πλήρως εγκαταλειφθεί. Μέσα σε αυτό υπήρχαν πολλοί πίνακες από τους οποίους δώρισε 250 περίπου στο Δήμο Μαλεβιζίου , αν ακόμη κάποιοι βρίσκονται σε υπόγεια ή στο σπίτι θα έχουν καταστραφεί, καθώς τα χρώματα φθείρονται σε συνθήκες υγρασίας.
Το Τριώροφο σήμερα στην οδό Θενών. Η πινακίδα γράφει Ατελιέ Μπότης Θαλασσινός . Ένα περιστέρι νεκρό μπροστά στην είσοδο.
Παραθέτω κάποιες φωτογραφίες από την τραγική κατάσταση εγκατάλειψης του σπιτιού του. Θα πρέπει η νέα Δημοτική Αρχή Ηρακλείου να ενδιαφερθεί , το ίδιο ζητούν και οι γείτονες , κάτοικοι της περιοχής.
Τους καλλιτέχνες τους αναδεικνύουν οι σύγχρονοι που αποδέχονται και μελετούν το έργο τους. Ο Μπότης υπήρξε όχι μόνο γνήσιος ζωγράφος με ταλέντο που ξεπήδησε αυθόρμητα και μορφοποιήθηκε στα μακρά χρόνια μαθητείας του Αθήνα και Βραζιλία αλλά και ικανός συνεχιστής του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου, όπως τον χαρακτήρισε ο ίδιος ο Σαλβαντόρ Νταλί.
Συραγώ Χορταριά