«Της ζωής μου τα δυο μεγάλα σφάλματα τα πλέρωνα εβδομήντα χρόνια. Πρώτο: ζητούσα την αλήθεια σ’ ό,τι μάθαινα και δεύτερο: την έλεγα στα πλήθη», έγραφε ο σπουδαίος ποιητής Κώστας Βάρναλης ο οποίος έφυγε από τη ζωή μια ημέρα σαν σήμερα και άφησε πίσω του άσβεστο το φως που πάντα καίει.
Ο Κώστας Βάρναλης ήταν η επιτομή του στρατευμένου ποιητή. Τάχθηκε στο πλευρό των καταπιεσμένων και αυτό ήταν κάτι που δε διαπραγματεύτηκε ποτέ. Βάδισε το δρόμο του αγώνα. Αφιέρωσε τη ζωή και το έργο του στην προσπάθεια, στη μάχη, που έδιναν οι αγωνιζόμενοι άνθρωποι για το χτίσιμο μιας καλύτερης κοινωνίας. Τα ποιήματα του έγιναν τραγούδια στα χείλη των αγωνιζόμενων.
Ο Κώστας Βάρναλης έφυγε από τη ζωή μια ημέρα σαν σήμερα. Μερικούς μήνες μετά την πτώση της χούντας. «Πέρασε» σε εκείνη τη μαγική γη των ποιητών όπου θα παραμείνει ζωντανός για πάντα.
Γεννήθηκε στις 14 Φεβρουαρίου 1884 στον Πύργο της Ανατολικής Ρωμυλίας (σημερινό Μπουργκάς Βουλγαρίας). Η Ανατολική Ρωμυλία, με πολυπληθή ελληνική κοινότητα, ήταν αυτόνομη επαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η καταγωγή του πατέρα του Γιάννη Βάρναλη ήταν από τη Βάρνα, εξ ου και το επώνυμο Βάρναλης, που το υιοθέτησε, επειδή δεν ήθελε να ακούει το πραγματικό επώνυμό του, που ήταν Μπουμπούς.
Ο Κώστας ήταν το μικρότερο από τα πέντε παιδιά της οικογένειας και το πιο ατίθασο. Είχε, όμως, μεγάλη έφεση στα γράμματα. Τελείωσε το σχολείο στη Φιλιππούπολη και στη συνέχεια σπούδασε Φιλολογία στην Αθήνα. Το 1908 πήρε το πτυχίο του και άρχισε να εργάζεται στην εκπαίδευση. Το 1919 πήγε στο Παρίσι με υποτροφία και παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας, φιλολογίας και κοινωνιολογίας.
Εκεί ήρθε σε επαφή με τον Μαρξισμό. Αυτή η «συνάντηση» άλλαξε τον Βάρναλη για πάντα. Πέρα από τον άνθρωπο Βάρναλη, άλλαξε και τον ποιητή Βάρναλη. Έκανε το έργο του εμβατήριο μάχης και εφόδου. Στόχος του να βγάλει τον λαό από την αδράνεια και την παθητικότητα. Να τον αφυπνίσει. «Αν ξυπνήσεις μονομιάς θα ‘ρθει ανάποδα ο ντουνιάς», γράφει στην «Μπαλάντα του Κυρ Μέντιου» που τραγούδησε ο αξεπέραστος Νίκος Ξυλούρης.