Τα Χριστούγεννα πλησιάζουν, τα ζαχαροπλαστεία και οι φούρνοι έχουν γεμίσει τις βιτρίνες τους με τα παραδοσιακά Χριστουγεννιάτικα γλυκά αυτής της περιόδου.
Μερικά από τα παραδοσιακά γλυκά των Χριστουγέννων είναι :
Κουραμπιέδες: Οι αφράτοι κουραμπιέδες με την επικάλυψη ζάχαρης είναι ένα κλασικό ελληνικό γλυκό για τα Χριστούγεννα.
Μελομακάρονα: Ένα άλλο αγαπημένο ελληνικό γλύκισμα, τα μελομακάρονα, είναι φτιαγμένα με μέλι, καρύδια, και κανέλα.
Πανετόνε: Από την Ιταλία, η πανετόνε είναι ένα αφράτο και αρωματικό ψωμί με σταφίδες και αμύγδαλα.
Στόλλα: Στη Σουηδία, η στόλλα είναι ένα γλυκό κουλούρι με σαφράν, κανέλα, και καρύδια.
Γιντζερμπρέντ: Το γνωστό gingerbread, ένα αρωματικό μπισκότο με μέλι, μοσχοκάρυδο, και τζίντζερ, είναι δημοφιλές σε πολλές χώρες.
Σοκολατένια Κέικ: Ένα ζεστό κέικ σοκολάτας είναι πάντα ευπρόσδεκτο κατά τη διάρκεια των χειμερινών ημερών.
Πως όμως προέκυψε η ονομασία του κουραμπιέ;
Ο κουραμπιές διεκδικείται από πολλές χώρες με πιθανότερη την Περσική προέλευση.
Πρωτοεμφανίστηκε στην Περσία, τον 7ο αιώνα, όταν η ζάχαρη διαδόθηκε στην περιοχή, αλλά τον συναντήσαμε και στον Λίβανο. Ένα είδος κουραμπιέ με την ονομασία Πολβορόν (Polvorón) είναι διαδεδομένο στις ισπανόφωνες χώρες και το νότιο Τέξας.
Μικρασιάτες πρόσφυγες από την Καρβάλη της Καππαδοκίας εγκαταστάθηκαν στο Νομό Καβάλας το 1924 τη Νέα Καρβάλη και μετέφεραν την παραδοσιακή συνταγή κουραμπιέδων. ΟΙ πιο γνωστοί παραδοσιακοί κουραμπιέδες είναι αυτοί της Νέας Καρβάλης.
Qurabiya στα Αζέρικα, Kurabiye στα Τούρκικα και φυσικά κουραμπιές στα ελληνικά, που στην κυριολεξία σημαίνει Kuru = ξηρό, biye = μπισκότο. Η ονομασία μπισκότο ετυμολογικά προέρχεται από το λατινογενές bis-cuit, που σημαίνει ψημένο δύο φορές (στα αρχαία ελληνικά λεγόταν δί-πυρον), μια τεχνική ψησίματος για να μην «χαλάει» εύκολα ο άρτος, κυρίως των στρατιωτών και των ναυτικών.
Στα σύγχρονα ιταλικά, η λέξη είναι biscotto (τo cookies έχει φλαμανδική/ολλανδική προέλευση και αργότερα πέρασε στην αγγλική γλώσσα). Το λατινικό bis-cuit διαδόθηκε μέσω των Βενετών εμπόρων και στην Ασία, όπου καθιερώθηκε ως παραφθορά της λατινικής λέξης, σε biya/biye, οπότε συνδέθηκε με το δικό τους qura /kuru (ξηρό) και έδωσε τη νέα μικτή (λατινο-ανατολίτικη) λέξη qurabiya/kurabiye, η οποία με τη μορφή αντιδάνειου ξαναγύρισε στη δύση και στην Ελλάδα το ονομάσαμε το «κουραμπιές» με την έννοια του ξηρού μπισκότου, που διανθίστηκε με αμύγδαλα, ζάχαρη άχνη.
Φωτό:αρχείου