Γιορτές χωρίς κάλαντα δεν γίνονται!
Τα κάλαντα είναι το μοναδικό έθιμο που διατηρείται ακόμη ακέραιο σε ολόκληρη τη χώρα, ηπειρωτική και νησιωτική, με αμέτρητες παραλλαγές (έχουν καταμετρηθεί γύρω στις 30) και προσαρμογή στον τοπικό χαρακτήρα κάθε περιοχής (εθνικά ή αστικά, τοπικά ή παραδοσιακά).
Τα κάλαντα είναι μια από τις ωραίες παραδόσεις του τόπου μας. Λίγοι ίσως γνωρίζουν όλο το περιεχόμενό τους και ακόμα λιγότεροι την προέλευσή τους.
Αν θυμηθούμε λίγο τους στίχους θα δούμε ότι δεν βγάζουν κάποιο ιδιαίτερο νόημα και δεν μοιάζουν να έχουν ιδιαίτερη σύνδεση με τη γιορτή, μιας και το μόνο στοιχείο είναι ο Άγιος Βασίλης.Αυτό συμβαίνει γιατί απλά πρόκειται δύο διαφορετικές ιστορίες μπερδεμένες σε μία.
Στην πρώτη ενότητα τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς, είναι μια τυπική ευχή να είναι καλή η Πρωτομηνιά και η είσοδος του Νέου Έτους.
Στην επόμενη ενότητα Ο Χριστός με το Αιγυπτιακό – Σημιτικό Έθιμο της Περιτομής οκτώ ημέρες μετά την γέννησή του «βγαίνει να γνωρίσει τον κόσμο και γίνεται αποδεκτός από τους συμπατριώτες του».
Στην άλλη ενότητα προβάλλεται ο Μέγας Βασίλειος που προτρέπει τους γονείς να μορφώνουν τα παιδιά τους και φαίνεται η τέχνη του καλλιγράφου που πάντα στην Βυζαντινή εικονογραφία κρατά ειλητάριο («χαρτί»), Κάλαμο («πέννα») και «Καλαμάριον» (μελανοδοχείο).
Οι υπόλοιποι στίχοι, όμως που παρεμβάλλονται δε «δένουν» μεταξύ τους και θα μπορούσαν να αποτελέσουν μια μορφή ερωτικής εξομολόγησης.
Η σειρά των στίχων είναι εναλλάξ ένας στίχος των καλάντων, που αναφέρεται στον Άγιο Βασίλη, και στη συνέχεια ένας στίχος που εκφράζει την αγάπη και απευθύνεται στην κοπέλα για την οποία λέγονται τα κάλαντα.
Στα χρόνια του Βυζαντίου, οι πολίτες της κατώτερης τάξης δεν μπορούσαν να συνομιλούν με τους άρχοντες της ανώτερης τάξης,παρά μόνο κατά τη διάρκεια των γιορτών για να τους απευθύνουν ευχές. Επίσης ήταν δύσκολο στους νέους χαμηλών τάξεων να πλησιάζουν και να συζητούν με αρχοντοπούλες.
Από τον 13ο αιώνα όταν οι «Καντάδες» ήταν της μόδας κάποιος τολμηρός νέος ίσως ερωτευμένος, επιχειρεί να προσεγγίσει μια αρχοντοπούλα με ερωτική εξομολόγηση μέσα από στίχους ενώ έψαλλε τα Κάλαντα της πρωτοχρονιάς.Σκέφτηκε να τις στείλει έτσι «μήνυμα».
Δηλαδή:
Εσύ που είσαι ψηλή και όμορφη σαν εκκλησιά με τον τρούλο της, βγες έξω να περπατήσεις για να σε δω και να ανοίξει η καρδιά μου. Δεν καταδέχεσαι να μου μιλήσεις επειδή ανήκεις σε αριστοκρατική οικογένεια. Εσύ που είσαι γλυκιά σαν το γλυκό βανίλια (ζαχαροκάντιο ζυμωτή), δες και μένα το παλικάρι.
Έτσι λοιπόν αυτά τα παράδοξα Κάλαντα πέρασαν από γενιά σε γενιά και έγιναν τα πιο διαδεδομένα σε όλο τον Ελληνικό χώρο.
Τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς
Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά, ψηλή μου δεντρολιβανιά
κι αρχή, κι αρχή καλός μας χρόνος,
εκκλησιά, εκκλησιά με τ΄ άγιο θρόνος.
Αρχή που βγήκε ο Χριστός, Άγιος και πνευματικός,
στη γη, στη γη να περπατήσει
και να μας, και να μας καλοκαρδίσει.
Άγιος Βασίλης έρχεται, κι’ολους μας καταδέχεται,
από, από την Καισαρεία, ζησ΄ αρχό, ζήσ' αρχόντισσα κυρία.
Βαστάει εικόνα και χαρτί,ζαχαροκάντιο ζυμωτή,
χαρτί, χαρτί και καλαμάρι, δες και με, δες κι εμέ το παλικάρι.
Το καλαμάρι έγραφε,
την μοίρα του την έλεγε
και το, και το χαρτί ομίλει,
άγιε μου, άγιε μου Άγιε Βασίλη.
Σ αυτό το σπίτι που ρθαμε, πέτρα, πέτρα να μη ραγίσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού, χίλια, χίλια χρόνια να ζήσει.
Και του χρόνου.