Οι νωπογραφίες που θαυμάζουμε ακόμη και σήμερα σε χριστιανικές εκκλησίες στηρίχθηκαν σε μια μοναδική τεχνική χρωμάτων διαλυτών στο νερό που τοποθετούνται επάνω στο κονίαμα του τοίχου ενώ αυτό είναι ακόμα νωπό.
Η τεχνική έρχεται από τα βάθη των αιώνων και έδωσε διέξοδο στους καλλιτέχνες , όταν ακόμη τα μέσα δεν υπήρχαν και το λαϊκό συναίσθημα γύρευε να εκφραστεί. Στη νωπογραφία Χρησιμοποιείται ως λευκό χρώμα ο ασβέστης .
Ο ασβέστης έχε την ιδιότητα όταν ενωθεί με ποταμίσια άμμο ή με άργιλο να σχηματίζει ένα κονίαμα με σκληρή κρυσταλλική επιφάνεια. Όταν εισχωρήσει το χρώμα σε αυτό το κονίαμα στερεώνεται και στο πέρασμα του χρόνου αντέχει όχι μόνο στο πλύσιμο με το νερό αλλά και στις δύσκολες καιρικές συνθήκες.
Στην αρχαία Αίγυπτο, οι ζωγράφοι, εφάρμοσαν αυτήν την τεχνική αλλά προσέθεταν την τεχνική της τέμπερας καθώς ανακάτευαν τα χρώματα με κρόκο αυγού, λάδι γάλα ή μέλι και τα τοποθετούσαν πάνω στο ξερό κονίαμα. Με αυτόν τον τρόπο έδιναν ένταση και λάμψη στα διαλυτά χρώματα.
Περνώντας στο μυκηναϊκό πολιτισμό , ο οποίος μέσα από τις συχνές εμπορικές επαφές του με την Ανατολή, υιοθετούσε τεχνικές, γνωρίζουμε ότι στις νωπογραφίες της Κνωσσού, και της Φαιστού, οι Κρήτες καλλιτέχνες χρησιμοποιούσαν επίσης τέμπερες με μόνη διαφορά ότι η τοποθέτησή τους γινόταν πάνω σε νωπό και όχι ξερό , όπως στην Αίγυπτο κονίαμα. Μέσα από το πέρασμα των αιώνων η τεχνική διαδόθηκε στο Βυζάντιο και στις δυτικές χώρες. Τον 11ο και 12ο αιώνα οι μνημειακές βυζαντινές της Παναγιάς των Χαλκέων της Θεσσαλονίκης, και του Οσίου Λουκά της Φωκίδος , όπως και πλήθος χριστιανικών εκκλησιών ακολούθησαν την τεχνική αυτή σε όλες τις χώρες(Ρωσία, Βουλγαρία ,κ.α) που διαδόθηκε ο χριστιανισμός.
Πολλές εκκλησίες τον 13ο και 14ο αιώνα στην ηπειρωτική Ελλάδα αλλά και στα νησιά , όπως και τον 14ο αιώνα , με αδιάσειστη μαρτυρία τις συνθέσεις του Μανουήλ Πανσελήνου στο Άγιο Όρος ή του Αγίου Ευθυμίου και του Αγίου Νικολάου στη Θεσσαλονίκη μαρτυρούν τη συνέχεια της νωπογραφικής τέχνης. Η Τέχνη αυτή συνεχίστηκε στην Ελλάδα και μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης.
Στο Φόδελε αναγνωρίζουμε την Τέχνη της νωπογραφίας στην εκκλησία της Παναγίας, κάτω από το σπίτι του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου.Η Βυζαντινή εκκλησία της Παναγίας, στα βορειοδυτικά του χωριού, χτίστηκε στα ερείπια μίας παλιότερης εκκλησίας του 17ου αιώνα. Η παλιότερη εκκλησία ήταν μια τρίκλιτη βασιλική. Η νεότερη χρονολογείται από τις αρχές της δεύτερης Βυζαντινής περιόδου (11ος αιώνα) κι έχει το τυπικό σταυροειδές σχήμα των Βυζαντινών εκκλησιών. Οι θαυμαστές νωπογραφίες των Αγίων στέκονται στο πέρασμα των αιώνων με ξυσμένα μάτια. Αυτό δεν οφείλεται σε φυσική φθορά , καθώς όπως αναφέραμε , τα στοιχεία της φύσης δεν είναι ικανά , να σβήσουν την νωπογραφική τεχνική.
Που οφείλεται όμως η αφαίρεση των ματιών των Αγίων ;
Υπάρχουν δύο ερμηνείες που έχουν ενδιαφέρον και μπορεί να συνέβησαν εξίσου λογικά και οι δύο.
Η πρώτη ερμηνεία είναι κοινή με του ιστορικού Σλοβένου Bojidar Jezernik, ο οποίος αναφέρεται στην ίδια αντίληψη που επικρατεί σε μεγάλη περιοχή της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Εκεί, μια σειρά ορθόδοξων ναών διακρίνεται από τους αγίους με τα βγαλμένα μάτια. Η κυρίαρχη αντίληψη στην περιοχή ήταν πως το είχαν κάνει οι «Τούρκοι» την οθωμανική περίοδο . Μία βεβήλωση που αποκόπτει τον ορθόδοξο από τη βλεμματική επαφή και την ιδιαίτερη σχέση με τον Άγιο μέσω των οφθαλμών. Η αλήθεια είναι ότι η παράδοση της βεβήλωσης υπάρχει και διασώθηκε από την προφορική μαρτυρία των πιστών. Μάλιστα όσο περνούν οι αιώνες υπερισχύει καθώς δε θα μπορούσαμε να φανταστούμε χριστιανούς να αφαιρούν με απόξεση τα μάτια των αγίων. «Όπου καπνός εδώ και η φωτιά».
Όμως υπάρχει και η άλλη ερμηνεία που στηρίχθηκε σε ιστορική έρευνα. Σύμφωνα με αυτήν οι ίδιοι οι πιστοί έξυναν το κονίαμα και αναμειγνύοντάς το με νερό το χρησιμοποιούσαν σα γιατρικό., έχουν ανακαλύψει το γιατρικό της κάθε πάθησης τους. Υπάρχουν σημαντικές δημοσιεύσεις προς τούτο
.Η αρχαιολόγος Μαρία Βασιλάκη κάνοντας τη σχετική έρευνα κάνει στην ιστορική αναδρομή, «και μάλιστα δεν αναφερόμαστε μόνο στον 19ο αιώνα αλλά και παλαιότερα, τον 12ο και 13ο αιώνα – χωρίς βέβαια να είμαστε σίγουροι ποια χρονική στιγμή έγινε η καταστροφή. Οι χριστιανοί πίστευαν ότι οι εικόνες ήταν πρόσωπα του Θείου ή του Αγίου και κατά συνέπεια τους απέδιδαν στοιχεία και ικανότητες της αγιογραφίας. Ετσι, πολλές εικόνες τεμαχίστηκαν για να έχει ένα κομμάτι τους μια οικογένεια. Και σε πολλές περιπτώσεις τα μάτια έβγαιναν με κάποιο διάλυμα ή πιο πρόχειρα και στη συνέχεια γίνονταν η βάση για θεραπευτικές αλοιφές». Θεωρώ ότι η ερμηνεία είτε στη μια περίπτωση είτε στην άλλη έχει ένα βασικό συστατικό, την πίστη του απλού ανθρώπου. Όταν ο αλλόθρησκος καταστρέφει τα μάτια υπονομεύει την πίστη, όταν ο χριστιανός, ενσωματώνει το βλέμμα του Αγίου κοινωνώντας το, δηλώνει τη βαθιά ριζωμένη πίστη και ελπίδα.
Συραγώ Χορταριά