Η προχθεσινή ανακοίνωση του Εθνικού Οργανισμού Δημόσιας Υγείας (ΕΟΔΥ) σε σχέση με την αύξηση περιστατικών κοκκύτη στη χώρα μας, ενέτεινε την ανησυχία για λοιμώξεις που προλαμβάνονται με τα εμβόλια, ωστόσο έχουν επανέλθει στην Ευρώπη και την Ελλάδα και απειλούν με σοβαρές επιπλοκές και θανάτους.
Σύμφωνα με τον Καθηγητή Πνευμονολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, Νίκο Τζανάκη, δεν είναι εύκολη η απάντηση και είναι περισσότερο σύνθετη κατάσταση, αφού κάθε λοίμωξη έχει τις ιδιαιτερότητές της. «Σε ό,τι αφορά στην ιλαρά, παρατηρούνται εμβολιαστικά κενά που λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού αυξήθηκαν και τα κρούσματα αφορούν σε συγκεκριμένους πληθυσμούς, όπως είναι οι Ρομά, και χώρες, όπως είναι η Ρουμανία».
Σε ό,τι αφορά στον κοκκύτη, μία λοίμωξη για την οποία τα εμβόλια ξεκινούν από τους πρώτους μήνες ζωής στην Ελλάδα, ο κ. Τζανάκης επισημαίνει πως είναι μία νόσος που κάνει κύκλους επανεμφάνισης ανά τρία έως πέντε χρόνια περίπου. «Πιθανόν έπεσε και ο εμβολιαστικός ρυθμός λόγω της πανδημίας και πυροδοτήθηκε η έξαρση», αναφέρει. Στην Ελλάδα το πρώτο δίμηνο του 2024 καταγράφηκαν 34 κρούσματα κοκκύτη, εκ των οποίων 17 παιδιά και έφηβοι. Τα έξι αφορούσαν σε βρέφη ηλικίας κάτω του ενός έτους και δυστυχώς ένα νεογνό κατέληξε.
Ο κ. Τζανάκης στο ίδιο μήκος κύματος με παιδιάτρους και ειδικούς του ΕΟΔΥ σημειώνει ότι το πρόβλημα με τον κοκκύτη είναι σοβαρότερο στα βρέφη. Για αυτό και είναι επιτακτική η ανάγκη εμβολιασμού των εγκύων γυναικών κατά του κοκκύτη σε κάθε μία κύηση, ανεξάρτητα εάν εμβολιάστηκαν πλήρως στην παιδική τους ηλικία. «Το παιδικό εμβόλιο συνήθως χάνει την προστασία του μετά τα 40. Για αυτό και οι ενήλικες πρέπει να το επαναλαμβάνουν ανά δεκαετία», τονίζει ο κ. Τζανάκης.
Ο φόβος της μηνιγγίτιδας
Παράλληλα με την ιλαρά, τον κοκκύτη, τη μόνιμη παρουσία του κορωνοϊού και την εποχική της γρίπης, «πονοκέφαλος» για τους γονείς είναι και η μηνιγγίτιδα. Είναι, άλλωστε, πρόσφατο το περιστατικό της φοιτήτριας στην Πάτρα η οποία νοσηλεύεται σε σοβαρή κατάσταση μετά από κεραυνοβόλο έκφραση μηνιγγίτιδας.
Με τον όρο βακτηριακή μηνιγγίτιδα, σύμφωνα με τον ΕΟΔΥ, εννοείται η οξεία λοίμωξη του κεντρικού νευρικού συστήματος από βακτηρίδια με συμμετοχή των μηνίγγων. Στους υπεύθυνους λοιμογόνους παράγοντες περιλαμβάνεται μεταξύ άλλων ο μηνιγγιτιδόκοκκος.
Η μετάδοση των λοιμογόνων παραγόντων γίνεται με άμεση επαφή από άτομο σε άτομο με σταγονίδια των αναπνευστικών εκκρίσεων. Πηγή εξάπλωσης αποτελούν οι ασυμπτωματικοί φορείς που υπολογίζονται στο 10% περίπου του γενικού πληθυσμού και φθάνουν ως το 25% των εφήβων και νεαρών ενηλίκων. Η μηνιγγιτιδοκοκκική νόσος μπορεί να εκδηλωθεί ως μηνιγγιτιδοκοκκική μηνιγγίτιδα, σηψαιμία ή και τα δύο.
Η χώρα μας επιτηρεί τη μηνιγγιτιδοκοκκική νόσο μέσω του συστήματος υποχρεωτικής δήλωσης. Κατά τη χρονική περίοδο 2004-2023 δηλώθηκαν στον ΕΟΔΥ συνολικά 1.133 κρούσματα μηνιγγιτιδοκοκκικής νόσου. Η επίπτωση του νοσήματος παρουσίασε σημαντική πτωτική πορεία από το 2013 έως το 2022. Ειδικά την περίοδο της πανδημίας Covid-19, η επίπτωση της νόσου έφτασε στα χαμηλότερά της επίπεδα και αυτό αποδόθηκε στην εφαρμογή περιοριστικών μέτρων (κοινωνική αποστασιοποίηση, χρήση μάσκας, κλείσιμο σχολείων). Το έτος 2023 η επίπτωση της νόσου αυξήθηκε φτάνοντας σε προπανδημικά επίπεδα. Το νόσημα παρουσίασε την υψηλότερη συχνότητα εμφάνισης στην ηλικιακή ομάδα 0-4 ετών, ακολουθούμενη από τις ηλικιακές ομάδες 5-14 ετών και 15-24 ετών. Στις ηλικιακές ομάδες άνω των 25 ετών η μέση ετήσια δηλούμενη επίπτωση της μηνιγγιτιδοκοκκικής νόσου είναι ιδιαίτερα μικρή. Στη χώρα μας, το 77,1% των περιπτώσεων μηνιγγιτιδοκοκκικής νόσου, όπου έγινε προσδιορισμός της οροομάδας, οφείλεται στην οροομάδα Β, ενώ 2η σε συχνότητα είναι η οροομάδα C.