Κάνοντας ένα μικρό οδοιπορικό σε κρητικά χωριά, ανακαλύπτουμε ένα μυστηριακό στοιχείο της λαϊκής παράδοσης, το οποίο γοητεύει πλέον ένα νέο κοινό μέσω TikTok
Νωρίς το πρωί μιας συννεφιασμένης Κυριακής, επισκεπτόμαστε την Εθιά, ένα μικρό χωριό στα Αστερούσια όρη, για να συναντήσουμε την κ. Στέλλα Βελεγάκη στο καφενείο που διατηρεί εκεί.
Τα μάλλινα υφαντά στους τοίχους και η μυρωδιά του κατσικιού με άγρια αγκινάρα που σιγομαγειρεύεται στην ξυλόσομπα δημιουργούν μια γήινη, χειμωνιάτικη θαλπωρή. Καθόμαστε σε ένα τραπέζι και η κυρία Στέλλα μάς προσφέρει τσάι με βότανα μαζεμένα από το βουνό. Τις γητειές, μας λέει, τις έμαθε από τη μητέρα της.
Το νερό και το αλάτι είναι δύο βασικά στοιχεία που χρησιμοποιούνται σε πολλές γητειές.
Τη λέξη «γητειά» την άκουσα πρόσφατα για πρώτη φορά και δεν ήμουν σίγουρη για τη σημασία της. Όπως εξηγεί η δρ Αικατερίνη Πολυμέρου-Καμηλάκη, ομότιμη ερευνήτρια και τέως διευθύντρια του Κέντρου Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, πρόκειται για ξόρκια που βασίζονται στη δύναμη του λόγου και συχνά πλαισιώνονται από συγκεκριμένα αντικείμενα, ενέργειες ή και τελετουργίες. Αυτό που μου έκανε εντύπωση είναι ότι οι γητειές εφαρμόζονται ακόμα. Για να μάθω περισσότερα, ακολούθησα για μία μέρα τη Μαρία Λιουδάκη, η οποία εδώ και τρία χρόνια καταγράφει συστηματικά τις σχετικές μαρτυρίες κατοίκων της κρητικής υπαίθρου, θέλοντας να αναδείξει τη λαογραφική αξία των γητειών. Ακολουθώντας τη λοιπόν, έφτασα στο σπίτι της κυρίας Στέλλας. Βγάζει το κινητό της και καταγράφει, όπως αντίστοιχα έχει κάνει σε πολλά άλλα χωριά της Κρήτης, εντοπίζοντας αρκετές παραλλαγές ανάλογα με την περιοχή. «Μπορεί να αλλάζουν λίγες λέξεις ή και το σύνολο της γητειάς», μου εξηγεί. «Από την αρχαιότητα, οι επωδές ήταν το βασικό μέσο που είχαν στη διάθεσή τους οι άνθρωποι για να αντιμετωπίζουν τις ασθένειες και άλλες προβλήματα της καθημερινότητας».