Μετά την κατάκτηση της Κρήτης το 1669 από τους Τούρκους, η φλόγα της λευτεριάς και η παρηγοριά των Κρητών έρχονταν μέσα από τον ρόλο των Μονών και των ιερέων τους. Ιερείς που όπως συνομολογούν και τα ονόματά τους προέρχονταν από τις λαϊκές τάξεις, είχαν διατηρήσει τα λαϊκά τους ονόματα και έθρεφαν τα σπιτικά τους με τα δικά τους γεννήματα ενδεδυμένοι τη «βράκα» και το ράσο
Την περίοδο εκείνη του αθρόου εξισλαμισμού και του γενιτσαρισμού ο ρόλος του κλήρου μαζί με τις ενέργειες του Οικουμενικού Πατριάρχη και των επισκόπων της Κρήτης αποτέλεσε το αντίπαλο δέος για να διασωθεί η χριστιανική πίστη και η ελπίδα στη Λευτεριά.
Οι απλοί παπάδες των χωριών και οι μοναχοί ανέλαβαν να ενισχύσουν το χριστιανικό πληθυσμό , προσφέροντας στοιχειώδη εκπαίδευση , ανατρέφοντας χριστιανικά τα βρέφη που εγκατέλειπαν οι απελπισμένες χριστιανές μητέρες στις θύρες των ναών , ενώ ταυτόχρονα ζητούσαν τη μεσολάβηση του Πατριάρχη για τη φορολογική ελάφρυνση των χριστιανών.
Μέσα στους ναούς και τις μονές η σταύρωση του Χριστού προσιδίαζε στη σταύρωση του γένους , ενώ η ανάστασή του, στην μέρα της απελευθέρωσης από τη σκλαβιά. Με αυτήν την εδραιωμένη ελπίδα , ποτέ δε σταματούσαν τα επαναστατικά κινήματα της Κρήτης ενώ για τους τούρκους το ράσο είχε γίνει» κόκκινο πανί». Μετά δε τα Ορλωφικά και την επανάσταση του Δασκαλογιάννη 1770 , όταν επικράτησαν οι Τουρκοκρητικοί στο νησί , οι πιο φτωχοί από αυτούς «μπουρμάδες», εντάσσονταν στα τάγματα των ντόπιων γενίτσαρων. Αυτοί βρήκαν την ευκαιρία να πλουτίσουν εις βάρος των ραγιάδων , προέβαιναν σε βιαιοπραγίες και η ζωή των χριστιανών έγινε ανυπόφορη. Ασυδοσίες , βιαιότητες και φόβος για τους χριστιανούς. Όμως τα μοναστήρια από το 1750 και μετά αναπτύχθηκαν και οι μοναχοί πολλαπλασιάστηκαν με απαράμιλλό στις συνθήκες σκλαβιάς κοινωνικό έργο. Πολλοί έφερναν τα παιδιά τους στα μοναστήρια να μείνουν , να τρέφονται με έξοδα των μοναστηριών και να μαθαίνουν τα ιερά γράμματα . Κάποια παρέμεναν εκεί ως ιερομόναχοι, άλλοι επέστρεφαν στα χωριά τους και γίνονταν κοσμικοί ιερείς, , κρατώντας τη πίστη των συγχωριανών τους ζωντανή.
Με τους τρόπους αυτούς διατηρήθηκε τόσο η χριστιανική πίστη , όσο και η φλόγα για την εθνική ανάσταση ζωντανή. Τα μοναστήρια όμως ήταν το καταφύγιο των Χαίνιδων , των Κρητών επαναστατών και οι εθνικοί προμαχώνες τον καιρό των Τούρκων. Τα στοιχεία των ιερέων που έλαβαν μέρος στον αγώνα και έπεσαν στο πεδίο των μαχών , όπως και όσοι σφαγιάσθηκαν για να τρομοκρατηθεί ο χριστιανικός πληθυσμός, όπως και συγγενικά τους πρόσωπα , μνημονεύονται στον «κώδικα των θυσιών» , ώστε ποτέ να μη λησμονηθούν.
Από την επαρχία του Μαλεβιζίου στον κώδικα είναι δώδεκα καταγεγραμμένοι και τρία μέλη των οικογενειών τους, ενώ , οι περιουσίες τους δημεύτηκαν , χαρακτηρίστηκαν «αδέσποτα», με την ορολογία της εποχής και έπεσαν στα χέρια των Τούρκων. Μάλιστα οι έννοιες «πέθανε» και «σκοτώθηκε», λαμβάνουν διαφοροποιημένη σημασία για εκείνη την εποχή. Όταν αναγράφεται στον «κώδικα» δίπλα στο όνομα , όπως ο παπα –Πέτρος από την Τύλισο σκοτώθηκε, εννοείται ότι έπεσε μαχόμενος σε πεδίο . όταν αναγράφεται πέθανε εννοείται σφαγιάστηκε από τους Τούρκους.
(Η φωτογραφία είναι από τον κο Μετζάκη ταινία καπετάν Μιχάλης)
Οι ιερές Μονές της Αγίας Ειρήνης στον Κρουσώνα, των Σαββαθιανών, Του Αγίου Παντελεήμονος , του Αγίου Γεωργίου Γοργολεήμονος και πολλές άλλες , αποτέλεσαν , οχυρά των επαναστατών και μετετράπησαν σε πεδία μαχών. Πολύτιμο αρχειακό υλικό καταστράφηκε από τις πυρκαγιές , ενώ κειμήλια του γένους και της θρησκείας έγιναν λάφυρα στα χέρια των αλλόθρησκών. Όμως το Μαλεβίζι ,άντεξε και συνεισέφερε στον αγώνα καθώς οι θείες λειτουργίες μέσα στις εκκλησίες και τα μοναστήρια των χωριών αποτέλεσαν τα προπύργια της επανάστασης και την καταφυγή των απελπισμένων .