Της Ρίκης Ματαλλιωτάκη
Την άνοιξη του 1935 οι ποιητές Ανδρέας Εμπειρίκος και Οδυσσέας Ελύτης, αποβιβάζονται στο λιμάνι της Μυτιλήνης με απώτερο σκοπό να βαδίσουν στα ίχνη που προφανώς άφησε εκεί πεθαίνοντας ένα χρόνο πριν, ο λαϊκός ζωγράφος Θεόφιλος.
«Ένας γυρολόγος μισότρελος ντυμένος τσολιάς που είχε την μανία να γεμίζει τους τοίχους στα καφενεία και στα χάνια με αλλόκοτες παραστάσεις» έλεγαν συγκαταβατικά γι’ αυτόν οι ντόπιοι.
«Ένας μεγάλος ζωγράφος» έλεγε αργότερα ορθά κοφτά ο Ε. Τeriad o οποίος κρατούσε την τύχη της μοντέρνας ζωγραφικής στα χέρια του…
«Η ελευθερία είναι πάντα αντιστρόφως ανάλογη ανάμεσα στον πλούτο των υλικών αγαθών και στον πλούτο της ψυχής..»
Σε ένα προάστιο της βόρειας Μυτιλήνης, μια μέρα του 1870, γεννήθηκε ο Θεόφιλος, γιος του τσαγκάρη Γαβριήλ Κεφαλά. Η μάνα του ήταν κόρη του αγιογράφου Μιχαήλ, που όταν αργότερα κατάφερε να προσκυνήσει τους Αγίους Τόπους έγινε Χατζημιχαήλ.
Δεν ήταν ακόμα οκτώ χρονών παιδί ο Θεόφιλος όταν άρχισε να διαβάζει μόνος του όλες τις φυλλάδες που έπεφταν στα χέρια του και να γεμίζει τα τετράδια του με σχέδια και φιγούρες.
Ενοχλημένα τα άλλα παιδιά επειδή ένιωθαν πως ο Θεόφιλος δεν ήταν όπως αυτά, άρχισαν να τον κοροϊδεύουν φωνάζοντας τον «αχμάκη» δηλαδή ακαμάτη, ανεπρόκοπο. Η κοροϊδία σε βάρος του όμως δεν σταμάτησε ως εκεί μόνο κι ως τότε. Με κριτήριο τις μαρτυρίες που έφτασαν έως εμάς, ο γλυκύτατος τούτος άνθρωπος, χρειάστηκε συχνά να αντιμετωπίσει την βαναυσότητα την οποία όμως εκτόπιζε με ένα απέραντο μήκος ζωγραφικών οραμάτων.
Οργάνωνε την ζωή του βάσει μιας μυστικής φωνής που του δίδασκε ότι η «ελευθερία είναι πάντα αντιστρόφως ανάλογη των υλικών αγαθών και στον πλούτο της ψυχής..» και προσδιόριζε τις ανάγκες του στο ελάχιστο.
Ένα πιάτο φαΐ, ένα ρούχο, ένα σελάχι.. Ό,τι αφορά τον μικρόσωμο τούτο άντρα πείθει ότι έζησε και έδρασε στηριζόμενος αποκλειστικά και μόνο στην αγαθότητα της ψυχής του. Εντελώς απαλλαγμένος από καθημερινά πάθη και παραδομένος με την ευπιστία μικρού παιδιού στα όνειρα του τα οποία κοροϊδεύτηκαν, γιουχαΐστηκαν, και κάποτε μάλιστα έφτασαν μέχρι του σημείου να πετροβοληθούν. Εκείνος όμως απαντά πάντοτε με τον ίδιο γνώριμο τρόπο κι αποκρίνεται στους χλευασμούς με ένα Καραϊσκάκη «εν ξιφήρης», όπως έγραφε κάτω κι επιπλέον δυο φορές μεγαλύτερο από τον Αι Γιώργη.
Του πετούσαν οι κοπελιές ένα πιάτο αποφάγια και εκείνος ανιστορούσε για χάρη τους τα πάθη του Ερωτόκριτου και της Αρετούσας.Με το πρώτο σήμα κινδύνου το προσκλητήριο του ήταν έτοιμο κι ολόκληρη παρακαταθήκη ηρώων και αγωνιστών έμπαινε σε κίνηση να απολογηθεί για λογαριασμό του. Ήταν άλλωστε η φύση και οι ήρωες η μόνη δύναμη που δεν μπορούσε κανείς να του αφαιρέσει. Το ένστικτο του που τον οδηγούσε από παιδί, τον πρόσταζε να αποδεχτεί τις αισθήσεις του αρώτητα ακριβώς όπως ο χριστιανός αρώτητα αποδέχεται τα μυστήρια και τελετουργεί βοηθούμενος από τα φυσικά στοιχεία χωρίς ποτέ να διανοηθεί ότι εξυπηρετεί άλλο ιδανικό εκτός από αυτό που του δόθηκε με το γεγονός και μόνο της γέννησης του:
Να αποστραγγίζει από την πλάση όλα της τα θαύματα!!
Το πρόσωπο της καλοσύνης του Θεόφιλου, ξεπερνά κατά πολύ το πρόσωπο της χριστιανικής αγάπης..
Τις απόκριες του 1887 ο «αχμάκης» ντύνεται για πρώτη φορά με την φορεσιά που χρόνια τώρα καμάρωνε μόνο στις φιγούρες των ζωγραφικών του ηρώων. Έκτοτε δεν την ξανάβγαλε ποτέ «γιατί εγώ δεν είμαι Φράγκος..» όπως χαραχτηριστικά έλεγε..
Ένα χρόνο αργότερα διορίζεται Καβάσης στο Ελληνικό Προξενείο της Σμύρνης όπου και του δίνεται η ευκαιρία να ζήσει εκεί για 18 ολόκληρα χρόνια φορώντας την αγαπημένη του στολή, αδιάκοπα όμως απορριμμένος, αδιάκοπα κλεισμένος στον εαυτό του αλλά και ταυτόχρονα αδιάκοπα ερωτευμένος.
Δεν απέκτησε ποτέ του ούτε εχθρούς μα ούτε και φίλους .
Το 1907, άγνωστο για ποιο λόγο, επιστρέφει στην Ελλάδα και τον ξανασυναντούμε μετά από παρέλευση ετών στην Μυτιλήνη, κατ΄ εξακολούθηση φουστανελοφόρο, κατ΄ εξακολούθηση φτωχό και μοναχικό.
Το 1934, Μεγάλη Τρίτη πρωί, ο Θεόφιλος αφού πρώτα αναζητείται επί δύο ολόκληρες μέρες, βρίσκεται εν τέλει νεκρός με τα πόδια του διπλωμένα , στο πλάι του υπολείμματα από εμετό και δίπλα του ένα πιατάκι με δυο ψάρια.
Κι ήταν 24η Μαρτίου, παραμονή της Εθνικής μας εορτής και του Ελληνισμού που τόσο απεριόριστα λάτρεψε!
Ένα χρόνο αργότερα, ο Ανδρέας Εμπειρίκος κι ο Οδυσσέας Ελύτης, εναποθέτουν λουλούδια ωραία και σεμνά, σαν τη ψυχή του, στο τάφο του ανθρώπου που με τα εφόδια ενός αυτοδίδακτου, ενός παρθένου μαθητή των αισθήσεων, πέτυχε να προσδιορίσει με πλαστικότητα το απόλυτο κι αληθινό πρόσωπο του Έλληνα μέσα σε μια κοινωνία σπουδαγμένη στα Ευρωπαϊκά πανεπιστήμια κι ευαίσθητη ως τότε μονάχα στους Ραφαέλους..
Βιβλιογραφία: Οδυσσέα Ελύτη «Ο ζωγράφος Θεόφιλος»