Μια ιστορία σύμπνοιας, συμπόνιας, αποδοχής και ανταλλαγής θα σας πω. Η ρίζα της βρίσκεται κάπου στο 1922 και 1923, όταν καραβανιές φτάνανε από τα απέναντι παράλια, Ιωνιώτες πρόσφυγες στην Κρήτη.
Όμως όχι μόνον Ιωνιώτες. Στις 3/8 /1922, με το ατμόπλοιο Σμύρνη , ξεκινά η ροή προσφύγων μεταφέροντας 300 πρόσφυγες από την περιοχή του Πόντου. Το 1924 ,στις 24/ 7 με την ανταλλαγή πληθυσμών, όπως αυτή προβλέπονταν στη συνθήκη της Λωζάνης , ο μουσουλμανικός πληθυσμός της Κρήτης, οι Τουρκοκρητικοί, που προσκυνούσαν τον Αλλάχ και διάβαζαν το Κοράνι, αλλά αγαπούσαν την πατρίδα που τους έτρεφε, το νησί, με το άρωμα των πορτοκαλιών και της ελιάς το χρυσάφι, πήραν αναγκαστικά το δρόμο του μισεμού. Πάνω από 33.000 ψυχές υποχρεώθηκαν να φύγουν παρατώντας το βιος, αποχαιρετώντας την ήρεμη και γλυκιά ζωή στην Κρήτη.
Καραβοτσακισμένοι και λειψοί από τη γενοκτονία και τις βίαιες εκφοβιστικές επιδρομές των Νεότουρκων 33.900 Μικρασιάτες και ανάμεσά τους κάποιοι λίγοι Εβραίοι και Αρμένιοι έφτασαν μπαρουτοκαπνισμένοι με όσα υπάρχοντα μπόρεσαν να αποσώσουν κρύβοντάς τα στα στριφώματα, στο Ηράκλειο και τα Χανιά.
Έφτασαν όπως οι πρόσφυγες που ξεκινούν για το όνειρο και τη σωτηρία, με τη μόνη διαφορά πως ένιωθαν τη γη που άφηναν, πίσω, τα ιερά τους χώματα, ακόμα δικά τους. «Καλή πατρίδα! Καλό ταξίδι!», ήταν η ευχή που συνόδευε το τσούγκρισμα στα γεύματά τους, να ευφρανθεί η καρδιά και να βρει χαμόγελο το βλέμμα.
Ένα Κρητικός κι ένας Μικρασιάτης συναντιούνται σε αρχέγονο συναπάντημα. Η μέθεξη της γης με τη σπονδή της ιερής πατρίδας, ενώνονται ευλαβικά. Η αδελφοποίηση μέσα από τους ευλογημένους καρπούς με την αγνότητα της αποδοχής και της φιλοξενίας, είναι ότι πιο σπουδαίο , έχουμε για να περηφανευόμαστε σα λαός.
Πάνω από θρησκείες, πάνω από γλώσσα, πάνω από τζάκια και γενιές.
Η ιστορία
-Τσίχλα είπε σε μια στιγμή ο κρητικός στάσου πλάι μου. Ο ήλιος έλουζε την ώρα εκείνη τις φιγούρες των δύο αντρών με το πορτοκιαλί χρώμα της ήρεμης δύσης του.
-Βγάλε τη Σμύρνη από την τσέπη σου και άπλωσέ τη στον ήλιο, όπως συνηθίζεις.
Ο Μικρασιάτης τον άκουσε. Έβγαλε το μπουκαλάκι με το μέλι και τέντωσε το χέρι του προς τον ήλιο. Τότε ο κρητικός έβγαλε κι εκείνος από την τσέπη του ένα άλλο μικρό μπουκαλάκι με λάδι και το άπλωσε κι αυτός προς τον ήλιο για λίγο. Μετά το κατέβασε, το άνοιξε και με τον αντίχειρά του πήρε μια σταγόνα.
-Αυτό είναι λάδι από το χωριό μου , την Κνωσό! Είπε κι απλώνοντας το χέρι του ακούμπησε μαλακά τη σταγόνα στο πρόσωπο του Μικρασιάτη, ανάμεσα στα μάτια του. Εκείνος έμεινε ακίνητος , κοιτώντας τον ήλιο, δίχως να μιλά. , Έσκυψε ο Κρητικός, πήρε μια φούχτα χώμα, σήκωσε το χέρι πάνω από το κεφάλι του πρόσφυγα και άφησε λίγο χώμα πάνω στα μαλλιά του.
– Αυτό είναι χώμα από την πατρίδα μου Τσίχλα, του είπε. Σε βαφτίζω στο όνομά της για να την πατάς και να μην νιώθεις ξένος κι αβάφτιστος πάνω της! Για δώρο σου δίνω αυτό το μπουκαλάκι με το λάδι που έχει μέσα του Κρήτη, να το βάλεις δίπλα στη Σμύρνη και να μην τις χωρίσεις ποτέ.
Στη Ρωγμή του χρόνου, Στέλιος Βισκαδουράκης