Τα μέτρα στήριξης δεν είναι το μόνο επιπλέον κόστος της πανδημίας, αφού θα πρέπει να υπολογιστεί και η απώλεια εσόδων από την αναστολή λειτουργίας της πλειοψηφίας των δραστηριοτήτων της οικονομίας
Πάνω από 1,5 δισ. ευρώ αναμένεται να φτάσει το κόστος του τρίτου lockdown για τον προϋπολογισμό το πρώτο τρίμηνο του χρόνου, αν συνυπολογιστούν τα πρόσθετα μέτρα στήριξης που ανακοινώθηκαν προχθές Τρίτη, αλλά και οι αναμενόμενες απώλειες σε φόρους ως συνέπεια του “κλειδώματος” της οικονομίας.
Ήδη ο υπουργός Οικονομικών έχει τονίσει σε διαδοχικές δηλώσεις του ότι το κόστος για τα επιπλέον μέτρα στήριξης από τα περιοριστικά μέτρα που επιβλήθηκαν την πρώτη εβδομάδα του Ιανουαρίου ήταν 500 εκατ. ευρώ σε μηναία βάση και οι περιορισμοί της δεύτερης εβδομάδας πρόσθεσαν στο ποσό αυτό άλλα 200 εκατ. ευρώ, φτάνοντας το μηνιαίο επιπλέον κόστος στα 700 εκατ. ευρώ.
Η επιβολή του lockdown δεν αλλάζει τον λογαριασμό, καθώς τα μέτρα που ανακοινώθηκαν προχθές καλύπτουν το πρώτο τρίμηνο του χρόνου.
Τούτο διότι ελήφθησαν εκ των προτέρων αποφάσεις και για τα μειωμένα ενοίκια αλλά και για την Επιστρεπτέα Προκαταβολή 6, η οποία “έσπασε” ως γνωστόν σε δύο τμήματα, με το πρώτο να προβλέπει ενισχύσεις 500 εκατ. ευρώ τον Μάρτιο και το δεύτερο να προβλέπει ενισχύσεις 1 δισ. ευρώ τον Απρίλιο, καλύπτοντας την απώλεια τζίρου του πρώτου τριμήνου του χρόνου.
Ωστόσο τα μέτρα στήριξης δεν είναι το μόνο επιπλέον κόστος της πανδημίας, αφού θα πρέπει να υπολογιστεί και η απώλεια εσόδων από την αναστολή λειτουργίας της πλειοψηφίας των δραστηριοτήτων της οικονομίας.
Οι απώλειες σε φόρους
Η απώλεια αυτή έχει επίσης δύο σκέλη: το μετρήσιμο που αφορά στην απώλεια ΦΠΑ από πωλήσεις προϊόντων και υπηρεσιών που δε γίνονται, και το μη μετρήσιμο που αφορά στην εκπλήρωση από τους φορολογούμενους των υποχρεώσεών τους σε φόρο εισοδήματος, ΕΝΦΙΑ και τέλη κυκλοφορίας, οι οποίες για φέτος έχουν πάρει παράταση μέχρι και τα τέλη Φεβρουαρίου.
Σε ό,τι αφορά το μετρήσιμο κομμάτι των εσόδων, αυτά από ΦΠΑ κάθε μήνα, σε συνθήκες πλήρους λειτουργίας του εμπορίου, φτάνουν το 1,5 δισ. Τον Ιανουάριο με το άνοιγμα για κάποιες μέρες του εμπορίου εισπράχθηκε περίπου 1,1 δισ. ευρώ, δηλαδή υπήρξε απώλεια περίπου 400 εκατ. ευρώ, ενώ οι απώλειες για τον Φεβρουάριο αναμένεται να είναι μεγαλύτερες λόγω του ολικού lockdown της οικονομίας με λειτουργία μόνο των ηλεκτρονικών πωλήσεων.
Η μεγάλη ανησυχία βρίσκεται στις σωρευμένες φορολογικές υποχρεώσεις για τον μήνα Φεβρουάριο.
Ως γνωστόν, μέσα στον μήνα θα πρέπει να πληρωθούν η 8η δόση του φόρου εισοδήματος, η 6η δόση του ΕΝΦΙΑ και τα τέλη κυκλοφορίας, η προθεσμία για τα οποία λήγει στις 26 του μήνα. Σε ό,τι αφορά τις υποχρεώσεις για ΕΝΦΙΑ και φόρο εισοδήματος, η πορεία των εισπράξεων ήταν πάνω από τους στόχους τους δύο τελευταίους μήνες του 2020 και, σύμφωνα με πληροφορίες, ήταν εντός στόχων και τον Ιανουάριο. Η ελπίδα να έχουμε ανάλογη πορεία και τον Φεβρουάριο εδράζεται στο ότι από τις αρχές του μήνα πιστώθηκαν στους δικαιούχους οι ενισχύσεις ύψους 1,5 δισ. από την Επιστρεπτέα Προκαταβολή 5.
Σε ό,τι αφορά όμως τα τέλη κυκλοφορίας, από τα οποία το Δημόσιο αναμένει περίπου 1,1 δισ. ευρώ, πολλαπλασιάζονται τα αιτήματα για νέα παράταση, ενώ το οικονομικό επιτελείο αποκλείει οποιοδήποτε τέτοιο ενδεχόμενο. Αυτό οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ένα μέρος των ιδιοκτητών θα οδηγηθούν στην παράδοση πινακίδων κυκλοφορίας που για φέτος θα μπορεί να γίνει με ταχύτατη διαδικασία ηλεκτρονικά.
Τα αποτελέσματα της πανδημίας
Οι υφέσεις δημιουργούν μακροπρόθεσμα σημάδια και “ουλές” (scars) στις οικονομίες, αλλά για τη χώρα μας τα αρνητικά σημάδια που θα αφήσει η κρίση του κορωνοϊού θα είναι «ελαφρώς πιο ήπια από τις υπόλοιπες οικονομίες της Ευρώπης, εξαιτίας και του αρχικού σημείου εκκίνησης της εγχώριας οικονομίας», εξηγεί η αμερικανική επενδυτική τράπεζα Morgan Stanley.
Όπως εξηγεί ο επενδυτικός οίκος, «τα σημάδια που άφησε πίσω της η παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση του 2008 και η ευρωπαϊκή κρίση χρέους που ακολούθησε υπήρξαν ορατά σε πολλές ευρωπαϊκές οικονομίες, αλλά για την Ελλάδα αυτά τα σημάδια ήταν πολύ χειρότερα.
Ειδικά για την πανδημία όμως, η μόνιμη ζημιά που θα αφήσει πίσω της η κρίση θα είναι μικρότερη και η Ελλάδα μπορεί να έχει το προνόμιο να χάσει τα λιγότερα αυτή τη φορά. Μετά την ύφεση, οι οικονομίες συνήθως δεν καταφέρνουν να επιστρέψουν στο προγενέστερο αναπτυξιακό μονοπάτι που βρίσκονταν και οι λόγοι εδράζουν στο σοκ της ύφεσης στην απασχόληση, στη συσσώρευση κεφαλαίου και την τεχνολογική πρόοδο».
Η Morgan Stanley προσπαθεί να ποσοτικοποιήσει την επίδραση της πανδημίας στηριζόμενη στις προβλέψεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Βάσει των προβλέψεων για το ΑΕΠ του 2024 για την Ευρωζώνη, η απώλεια στο ΑΕΠ προβλέπεται στο 3,5% σε σχέση με τις προηγούμενες εκτιμήσεις του ΔΝΤ. Η επίδραση για την ελληνική οικονομία θα είναι της τάξεως του 1,5% μόλις, ενώ και η “ουλή” που θα αφήσει η πανδημία θα είναι μικρότερη από την ευρωπαϊκή κρίση χρέους στο αντίστοιχο διάστημα.
Αυτή τη φορά, οι χώρες της περιφέρειας θα βρουν στήριγμα στο Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης, με αποτέλεσμα η Ελλάδα και η Πορτογαλία να υποστούν μικρότερη μόνιμη ζημιά σε σχέση με την Ιταλία και την Ισπανία.
Σύμφωνα με τη Morgan Stanley, οι “ουλές” που θα αφήσει η πανδημία σε ορίζοντα 5ετίας θα είναι 2,2% για την Πορτογαλία, 2,3% για τη Γερμανία, 3,5% για το Βέλγιο, 4,2% για την Ιταλία, 4,1% για τη Γαλλία και 4,7% για την Ισπανία.
«Αυτή τη φορά, οι χώρες της περιφέρειας θα βοηθηθούν επίσης από τους πόρους από το Ταμείο Ανάκαμψης. Αυτό εξηγεί τις περιορισμένες μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της πανδημίας στην Ελλάδα και την Πορτογαλία. Η Ιταλία και η Ισπανία καταλήγουν σχετικά πιο “σημαδεμένες”, αλλά στη συνέχεια, ως μερίδιο του ΑΕΠ τους, δε λαμβάνουν τόσο πολλά από το Ταμείο Ανάκαμψης όσο η Ελλάδα και η Πορτογαλία.
Ειδικά για την Ελλάδα, αν και η αρχική επίδραση στην παραγωγή το έτος 1 είναι μεγαλύτερη, η ύφεση δεν προβλέπεται να διαρκέσει τόσο πολύ. Μια σύντομη, απότομη ύφεση είναι λιγότερο επιζήμια από μια μακράς διάρκειας ύφεση, αφού η πρώτη συνεπάγεται μικρότερη περίοδο απώλειας θέσεων εργασίας και δεξιοτήτων. Αντίθετα, η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση διήρκεσε δύο χρόνια και ακολούθησε το 2011 η κρίση του ευρώ, η οποία μείωσε την οικονομική δραστηριότητα για 1-3 χρόνια και περισσότερο στην περίπτωση της Ελλάδας».
Αντίθετα, η εικόνα για τις χώρες της περιφέρειας ήταν πολύ αρνητική το 2008 και το 2011 και η Ελλάδα υπέστη βαθιές “ουλές”. Τα στοιχεία της Morgan Stanley δείχνουν ότι το έλλειμμα στο ΑΕΠ της χώρας μας την περίοδο 2010-2015 είναι το υψηλότερο, στο 19,8%, μεταξύ των χωρών της Ευρώπης. Αντίστοιχα, η μόνιμη ζημιά που προκλήθηκε από την ευρωπαϊκή κρίση στην οικονομία της Ευρωζώνης ήταν της τάξης του 4,5%, 0% για τη Γερμανία, 4,9% για τη Γαλλία, στην Ισπανία 7,3%, στην Πορτογαλία 9,3% και, τέλος, στην Ιταλία 9,6%.