Μέχρι το τέλος της χρονιάς αναμένεται να «παγώσουν» οι τράπεζες τα επιτόκια στα στεγαστικά δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου διατηρώντας με αυτό τον τρόπο το δίχτυ ασφαλείας στους δανειολήπτες. Το σήμα, τονίζει η «Real News», έδωσε ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κωστής Χατζηδάκης, τονίζοντας ότι «δεν μπορούμε να διανοηθούμε ότι οι τράπεζες δεν θα επεκτείνουν τις χαμηλότερες χρεώσεις για τα στεγαστικά δάνεια, τις οποίες είχαν υιοθετήσει πέρυσι για έναν χρόνο». Οι τράπεζες, που εξετάζουν από τον περασμένο Δεκέμβριο την παράταση του 12μηνου «παγώματος» του επιτοκίου στα επίπεδα του Μαρτίου του 2023 ώστε να προστατεύσουν τα νοικοκυριά που αντιμετωπίζουν το αυξημένο κόστος διαβίωσης λόγω της ακρίβειας, περιμένουν και το «πράσινο φως» από την ευρωπαϊκή εποπτική αρχή προκειμένου να προχωρήσουν σε ανακοινώσεις. Το μέτρο είχε αποφασισθεί τον περασμένο Μάιο και είχε ισχύ για έναν χρόνο.
Το «πάγωμα» συνέβαλε στη συγκράτηση του κόστους εξυπηρέτησης των δόσεων για χιλιάδες στεγαστικά δάνεια συνολικού ύψους 19,5 δις. ευρώ, στα οποία περιλαμβάνονται κι εκείνα που είχαν ρυθμιστεί πρόσφατα, με την προϋπόθεση ότι ο δανειολήπτης δεν όφειλε καμία δόση. Επίσης, περιλαμβάνονταν όλα τα στεγαστικά δάνεια σε διαφορετικό νόμισμα από το ευρώ, καθώς και σε διαφορετικό επιτόκιο από το euribor (π.χ. ελβετικό φράγκο ή/και libor. MRO ΕΚΤ κλπ).
Με δεδομένο ότι η αποκλιμάκωση των επιτοκίων δεν πρόκειται, όπως όλα δείχνουν, να ξεκινήσει πριν από το καλοκαίρι, το πρόγραμμα θα διατηρηθεί έως το τέλος του 2024, καθώς μέχρι τότε το euribor τριμήνου, που είναι το επιτόκιο αναφοράς για τα περισσότερα δάνεια, θα υποχωρήσει κάτω από 3%. Σήμερα το euribor τριμήνου προσεγγίζει το 4% (3,943 στις 20/2/2024).
Υπενθυμίζεται ότι στο πλαίσιο του προγράμματος για τα ενήμερα στεγαστικά κυμαινόμενου επιτοκίου δάνεια, οι τράπεζες μείωσαν τον περασμένο Απρίλιο κατά περίπου 20 εκατοστιαίες μονάδες τα επιτόκια βάσης (euribor, libor κ.α.) της 31ης Μαρτίου 2023 και πάνω σε αυτό προσέθεσαν το αντίστοιχο περιθώριο (spread) και την προβλεπόμενη από το νόμο εισφορά ώστε να διαμορφωθεί το «νέο» επιτόκιο.